Γερμανικές οφειλές: Κάλλιο αργά παρά ποτέ…

Γερμανικές οφειλές: Κάλλιο αργά παρά ποτέ…
Open Image Modal
Eurokinissi

Επ’ αφορμή της ελληνογερμανικής συνέλευσης και της επικείμενης παράδοσης στην Ολομέλεια της Βουλής του πορίσματος για τις γερμανικές αποζημιώσεις, θα προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε τους όρους και τα όρια μιας οριστικής διευθέτησης της βασικής ίσως εκκρεμότητας ανάμεσα στις δύο χώρες.

Καταρχάς, αναφερόμαστε σε συμβιβαστική λύση, καθώς η μονομερής ικανοποίηση των αξιώσεων μας μέσω αναγκαστικής εκτέλεσης σε γερμανικά περιουσιακά στοιχεία εντός ή εκτός Ελλάδος, πέραν των νομικών περιπλοκών, θα επέφερε και σοβαρό πλήγμα στις διμερείς μας σχέσεις με τη μεγαλύτερη οικονομία της Ε.Ε. Ως εκ τούτου, η όποια συμφωνία θα πρέπει να λάβει υπόψη της τα ζωτικά συμφέροντα αμφότερων των πλευρών. Αφενός, την ηθική και υλική δικαίωση των κοινοτήτων και των ανθρώπων (επιζησάντων και συγγενών των αποβιωσάντων) που υπέστησαν τις φρικαλεότητες των κατοχικών δυνάμεων. Αφετέρου την εύλογη ανησυχία του γερμανικού κράτους για τη δημιουργία νομικού προηγούμενου που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από άλλα κράτη.

Σε αυτό το πλαίσιο, μπορούμε να εξετάσουμε τη δυνατότητα οικοδόμησης ενός συναινετικού τερματισμού της διένεξης αυτής που αναμφίβολα δηλητηριάζει τις σχέσεις των δύο λαών.

Υπάρχουν, λοιπόν τρεις κύριες κατηγορίες οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα από την περίοδο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου:

- Κατοχικό δάνειο κατά το μέρος που δεν έχει εξοφληθεί.

- Υλικές καταστροφές και ανθρώπινα θύματα στον άμαχο πληθυσμό από τη δράση των ναζιστικών στρατευμάτων.

- Μελλοντικές επιπτώσεις στην παραγωγική ικανότητα της χώρας από τη μείωση κεφαλαίου που προκάλεσε η γερμανική διοίκηση.

Mutatis mutandis, θα μπορούσαμε να προσεγγίσουμε τις ως άνω τρεις πηγές αξιώσεων με όρους δικαιοπρακτικής και αδικοπρακτικής (θετικής και αποθετικής ζημίας) ευθύνης του γερμανικού έναντι του ελληνικού Δημοσίου. Πώς όμως θα οδηγηθούμε σε μια διακρατική σύμβαση με αμοιβαία επωφελή χαρακτήρα για το σύνολο των προαναφερθεισών διαφορών;

Η απάντηση βρίσκεται ίσως στην εξειδικευμένη αντιμετώπιση κάθε περίπτωσης. Όσον αφορά το κατοχικό δάνειο, η οφειλή δεν μπορεί να αμφισβητηθεί νομικά και το μόνο που μένει είναι να προσδιοριστεί το επιτόκιο αυτής. Ο από μακρού διαδραμών χρόνος, βέβαια, συνηγορεί υπέρ της υιοθέτησης ενός λελογισμένου ύψους το οποίο δε θα έχει ούτε συμβολικό αλλά ούτε και δυσανάλογα επαχθή χαρακτήρα. Περνώντας στο σκέλος των αποζημιώσεων, η μεν θετική ζημία θα πρέπει να αποκατασταθεί πλήρως και άμεσα. Η παραδοχή, ωστόσο, νομικής ευθύνης από την πλευρά του Βερολίνου θα άνοιγε τον ασκό του Αιόλου για αντίστοιχες διεκδικήσεις από ανατολικές ιδίως χώρες. Ως εκ τούτου, μια δημιουργική διατύπωση περί γερμανικής ηθικής ευθύνης σε συνδυασμό με την αποκεντρωμένη διαχείριση των σχετικών αιτημάτων ΦΠ και ΝΠ από ένα φορέα όπως το ελληνογερμανικό Ταμείο για το Μέλλον θα αποτελούσε μια ρεαλιστική λύση στο σημερινό αδιέξοδο. Τέλος, ο υπολογισμός της αποθετικής ζημίας, ήτοι του διαφυγόντος κέρδους της ελληνικής οικονομίας από την οπισθοδρόμηση που προκλήθηκε την περίοδο της κατοχής, είναι αρκούντως προβληματικός καθώς εκτείνεται σε βάθος εβδομήντα ετών και επηρεάζεται από τη μεταπολεμική συνεργασία της Ελλάδος με τη Γερμανία, ιδίως από την ένταξη μας στην Ε.Ο.Κ. Επομένως, η συνομολόγηση της αξίωσης αυτής ως καταχρηστικής ενόψει και της έκτοτε ειρηνικής συνύπαρξης των δύο λαών κρίνεται σκόπιμη.

Ολοκληρώνοντας, επισημαίνεται ότι ο διακανονισμός του θέματος είναι εκατέρωθεν αναγκαίος όσο και επίκαιρος. Για τη χώρα μας, αποκαθιστά μια ιστορική αδικία και εξομαλύνει το κοινό αίσθημα των πολιτών απέναντι στη μεγαλύτερη ηπειρωτική δύναμη, με ότι αυτό συνεπάγεται για την απρόσκοπτη συνεργασία στις επιμέρους οικονομικές και πολιτικές δομές. Ταυτόχρονα, η άσκηση ηγεσίας στον ευρωπαϊκό χώρο δεν μπορεί παρά να βασίζεται στην έμπρακτη αναγνώριση των ευθυνών του πρόσφατου παρελθόντος. Το μήνυμα αυτό, εξάλλου, απευθύνεται και στο εσωτερικό των δύο κοινωνιών που ακροβατούν, ως φαίνεται, μεταξύ εξωστρεφών και φοβικών τάσεων.