Για τα αποτελέσματα του πρόσφατου διαγωνισμού της PISA γράφτηκαν πολλά. Εγώ ξεχώρισα τα παρακάτω 4 άρθρα τα οποία, κατά τη γνώμη μου, έχουν να προσφέρουν κάτι ουσιαστικό:
Θα ήθελα να καταθέσω κι εγώ κάποιες σκέψεις μου καθώς τα ζητήματα παιδείας με αγγίζουν ιδιαίτερα.
*
Κατ’ αρχήν καλό είναι να αποφύγουμε τις μονοσήμαντες εξηγήσεις οι οποίες είναι αρκετά δημοφιλείς στην απλουστευμένη σκέψη. Μια συνηθισμένη απλοϊκή υπόθεση είναι ότι το κατάντημά μας οφείλεται στον χαμηλό προϋπολογισμό για την εκπαίδευση.
Πράγματι, το εκπαιδευτικό μας σύστημα υποχρηματοδοτείται αλλά αυτό δεν αρκεί για να ερμηνεύσει πχ την κακή γλωσσική διδασκαλία, το μίσος για τη ανάγνωση με το οποίο αποφοιτούν μεγάλο τμήμα του πληθυσμού, την απουσία σύνθετης ανάλυσης των φαινομένων (η οποία παραδίδει τους νέους ανοχύρωτους στον λαϊκισμό και στα άκρα), την βία των εφήβων μέσα και έξω από τα σχολεία (την οποία δεν μετρά η PISA), την απουσία κριτηρίων στην επιλογή των εκπαιδευτικών, τις εμπλοκές γύρω από την αξιολόγηση και άλλα φαινόμενα.
Το εκπαιδευτικό μας σύστημα πάσχει από χρόνιες αρρωστημένες νοοτροπίες, όπως ότι ένα πτυχίο σέ καθιστά αυτομάτως κατάλληλο να διδάξεις σε παιδιά και εφήβους ανεξάρτητα από την προσωπικότητά σου. Μαστίζεται από σοβαρές δυσλειτουργίες, όπως το τεράστιο χρονικό διάστημα που απαιτείται για να απομακρυνθεί από την σχολική τάξη ένας εκπαιδευτικός ψυχικά διαταραγμένος ή με ζημιογόνο συμπεριφορά. Ελλείπει ακόμη η κουλτούρα δημιουργίας σχολικής κοινότητας με ζωντανή δημιουργικότητα, που θα αποτελούσε ανασχετικό παράγοντας σε πολλά προβληματικά φαινόμενα. Όλα αυτά, και άλλα επίσης, δεν απαιτούν χρήματα. Μόνο πολιτική βούληση και αλλαγή στις νοοτροπίες της βάσης.
Για την αξιολόγηση των ερευνών απαιτείται η γνώση και αρχών στατιστικής. Εξαρτάται τι ζητάς και τι συσχετίζεις. Για παράδειγμα, αν θέσεις ως μοναδική μεταβλητή το οικονομικό επίπεδο και τον κοινωνικό αποκλεισμό, θα προκύψει εύλογα συσχέτιση με την κακή εκπαίδευση. Η φτώχεια, ως ανεξάρτητη μεταβλητή, επηρεάζει όλους τους δείκτες, ακόμη και την σωματική και ψυχική υγεία. Για να διερευνηθεί η αιτιολογία της κακής παιδείας, όμως, χρειάζονται αντίστροφη διαδρομή και πιο σύνθετες υποθέσεις.
Ας σταθούμε στην κοινωνική κινητικότητα, η οποία υπήρξε έντονη στην Ελλάδα επί δεκαετίες και επέτρεψε σε πολύ φτωχές οικογένειες να αναδείξουν επιστήμονες. (Ο διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης, κατά δήλωσή του, είχε αγράμματη μητέρα!). Με αυτή και μόνο γίνεται σαφές πως η έλλειψη χρημάτων μόνο δεν αρκεί αν δεν ληφθούν υπόψη και πολιτισμικοί παράγοντες. Για παράδειγμα, να μια θεμελιώδης διαφορά: Οι λούμπεν της Ελλάδας στο παρελθόν είχαν σε μεγάλη υπόληψη την παιδεία και τήν καθιστούσαν στόχο ζωής για τα παιδιά τους. Αντίθετα, οι σημερινοί λούμπεν (άλλοτε φτωχοί και άλλοτε όχι) χαρακτηρίζονται από δυσπιστία ή εχθρότητα προς τους μορφωμένους.
Έτσι ο ψαράς και βαρκάρης, για τον οποίο έγραφα εδώ πάλι, ο οποίος κρατούσε το παιδί του εκτεθειμένο συνεχώς στον καλοκαιρινό ήλιο χωρίς καν φανελάκι, μεταφέροντας τουρίστες επί τρεις μήνες τον χρόνο, όλη μέρα, έχει σαφώς μεγαλύτερο ετήσιο εισόδημα από τον δάσκαλο ή καθηγητή του νησιού του. (Αν νοικιάζει και δωμάτια, ποιος τόν πιάνει...). Αλλά επέλεξε να ανήκει στο περιθώριο διότι αγνοεί ότι το παιδί του κινδυνεύει από καρκίνο. Αν τού τό επισημάνεις θα λοιδορήσει τους ″δήθεν μορφωμένους που φτιάχνουν τις έρευνες″. Με άλλα λόγια, ο σημερινός απαίδευτος είναι πολιτισμικά απαίδευτος και όχι κατ′ ανάγκην φτωχός, ή έστω φτωχοποιημένος. Αυτές οι μάζες τροφοδοτούν την ακροδεξιά και φουσκώνουν τα νούμερα της PISA.
Σε άλλα άρθρα μου στην στήλη ετούτη έχω γράψει για την απέχθεια του λαού μας προς το διάβασμα και για την ολοκληρωτική παράδοσή τους στο έλεος του κινητού. Ο λειτουργικός αναλφαβητισμός που μαστίζει την κοινωνία πρωτίστως οφείλεται στην ψυχική ενσωμάτωση της λογικής της οθόνης. Γι′ αυτήν ανασταλτικοί παράγοντες είναι: α) να αναπτύξουμε κουλτούρα φιλαναγνωσίας, β) να διευκολύνουμε την πρόσβαση σε άλλες μορφές δημόσιας παιδείας (βιβλιοθήκες, ΜΜΕ), πολύ φτωχή στη χώρα μας, γ) να δημιουργήσουμε καλή διασύνδεση των σχολείων με κέντρα ψυχικής υγείας για έγκαιρη πρόληψη και αντιμετώπιση.
Η χώρα μας υστερεί και στα τρία με αποτέλεσμα να διαθέτει πολλούς προδιαθεσικούς παράγοντες καταποντισμού του επιπέδου εκπαίδευσης (και, φυσικά, αύξησης της βίας εκτός σχολείου). Τα ραντεβού στα ΚΕΔΑΣΥ δίνονται μετά από μήνες ή και ένα χρόνο, ακολουθώντας τον ασφυκτικό ρυθμό και άλλων δημόσιων φορέων όπως τα νοσοκομεία και η δικαιοσύνη.
Εδώ μπαίνουν τα χρήματα, φυσικά. Χρειαζόμαστε περισσότερους εκπαιδευτικούς, περισσότερο προσωπικό στα ΚΕΔΑΣΥ, περισσότερο προσωπικό στα Ιατροπαιδαγωγικά Κέντρα και καλύτερη διασύνδεσή τους με τα σχολεία, γενναιόδωρους προϋπολογισμούς για τις σχολικές βιβλιοθήκες και άλλα τα οποία αρμοδιότεροι έχουν προτείνει. Όμως εκτός από αυτά υπάρχει και πλήθος μέτρων τα οποία δεν απαιτούν χρήματα αλλά ξεβόλεμα.
Η ποιότητα των πτυχιούχων μας δεν αλλάζει όσο διογκώνουμε τεχνητά τον αριθμό των φοιτητών. Είναι σαφές ότι έχουν πάρει πτυχίο άνθρωποι που δεν είχαν τα προσόντα να γίνουν φοιτητές. Απομένει να δούμε με το πέρασμα του χρόνου τι θα αλλάξει η Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής.
Επίσης απαιτεί διερεύνηση το φαινόμενο να έχουν συγκεντρωθεί στα Παιδαγωγικά Τμήματα διδάσκοντες που εκπροσωπούν ό,τι πιο αποδομητικό έχει να επιδείξει η κοινωνία. Η συσσώρευσή αυτή ζητά μια εξήγηση. Τι ακριβώς διδάσκουν στους αυριανούς δασκάλους άνθρωποι που εμφορούνται από μηδενιστική ιδεολογία σε ζητήματα όπως η εθνική ταυτότητα ή το φύλο;
Θα ήταν πολύ βολικό να έφταιγε για τις άθλιες επιδόσεις μας στην PISA μόνο η οικονομική μιζέρια. Παρά την προφανή δυσκολία να διορθωθεί το πρόβλημα θα μάς απάλλασσε από την ανάγκη να αλλάξουμε και ως κοινωνία και ως πολιτική κουλτούρα. Αλλά τώρα χρειάζεται να αναλάβουμε τις ευθύνες μας.