Εάν σε ανύποπτο χρόνο έβλεπες τις εικόνες της Αμερικής λίγες ημέρες πριν, το πιθανότερο είναι πως θα σκεφτόσουν ότι πρόκειται για μια διθυραμβική χολιγουντιανή παραγωγή που εμπίπτει στην σφαίρα του φαντασιακού. Εξάλλου, τελευταία φορά που το Καπιτώλιο υπέπεσε σε πολιορκία ήταν το μακρινό 1814 όταν μια εξωτερική τότε και όχι εκ των ένδον δύναμη, εκείνη των βρετανικών στρατευμάτων, πυρπόλησε το ιστορικό κτίριο. Παρόλα αυτά, τα όσα διαδραματίζονται στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού τις ημέρες αυτές με την απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων περί παραπομπής του απερχόμενου Προέδρου προς καθαίρεση για δεύτερη φορά, τις στρατιωτικές υπηρεσίες να βρίσκονται επί ποδός για την περιφρούρηση του Καπιτωλίου, καθώς και ότι, σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση του ινστιτούτου YouGov America, το 45% των Ρεπουμπλικάνων ψηφοφόρων συμφωνούν με την πολιορκία που επιχειρήθηκε αποτελούν την κορύφωση ενός άνευ προηγουμένου παροξυσμού, που εδώ και χρόνια κυοφορείται στο διαιρεμένο σώμα της αμερικανικής κοινωνίας.
Τα γεγονότα της εισβολής με την διακριτική αδιαφορία και ανοχή των μηχανισμών ασφαλείας μας επανέφεραν στην μνήμη το πόσο εύθραυστη και επιρρεπής σε κλυδωνισμούς είναι η δημοκρατία. Λίγα χρόνια πριν και πιθανότατα τον προηγούμενο αιώνα, θα ήταν εύκολη η υποστήριξη του επιχειρήματος ότι η μεγαλύτερη δημοκρατία στον κόσμο δεν μπορεί να υπονομευθεί και να τεθεί υπό ευθεία αμφισβήτηση από κάθε λογής αντιρρησίες. Οι τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου επέφεραν όμως ένα πρώτο βαθύ ρήγμα στον άνωθι ισχυρισμό. Τα στιγμιότυπα της 5ης και 6ης Ιανουαρίου επιβεβαίωσαν πλέον πως ακόμη και αυτή είναι ανθρώπινη, και ως εκ τούτου δεν μπορεί να παρακάμψει τις εσωτερικές αντιφάσεις και τις κηλίδες που διαρκώς την διατρέχουν.
Η θητεία του απερχόμενου Προέδρου δεν ήταν εκείνη που αποτέλεσε την γενεσιουργό συνθήκη των παθών για την μεγάλη δύναμη, παρά μόνο ανέδειξε μια κουλτούρα, μια κοινωνική νοοτροπία και ένα πολιτικό ήθος που σαφώς προϋπήρχαν. Στην πραγματικότητα λειτούργησε ως καταλυτικός πυροδότης απελευθέρωσης των πιο επικίνδυνων δυνάμεων της κοινωνίας, εξασφαλίζοντας σε αυτές και τις έκνομες δράσεις τους την νομιμοποίηση που τα προηγούμενα χρόνια δεν είχαν.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα των δημοκρατιών δεν είναι μόνο οι ηγέτες που ανασύρουν τα πιο ερεβώδη χαρακτηριστικά του εκλογικού σώματος, αλλά κυρίως η αδιαφορία και ο κυνισμός που συνοδεύει όλους όσοι δεν αντιλαμβάνονται τα πραγματικά διακυβεύματα. Εχθρεύονται την δημοκρατία όχι μόνο εκείνοι που ευθαρσώς προσπαθούν να την αποδυναμώσουν, αλλά και όσοι επιδεικτικά αδιαφορούν γι’ αυτήν σε έναν κόσμο που διαρκώς αλλάζει και διεκδικεί τις δικές του απαντήσεις. Επίσης, δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι όσο οι κοινωνίες αναπτύσσονται ιλιγγιωδώς από τεχνολογικούς κολοσσούς δίχως την ύπαρξη ενός ξεκάθαρου πλαισίου για την διεξαγωγή του δημόσιου διαλόγου, καθώς και όσο η πολιτική καχυποψία και η κρίση αντιπροσώπευσης συνιστούν τον κανόνα, τόσο το χάσμα ανάμεσα στις δημοκρατικές εγγυήσεις και την επιδίωξη αυτών βαθαίνει, αποδεικνύοντας τον δυναμικό χαρακτήρα που κατέχει η πρώτη στις κοινωνίες μας, αλλά και τον δικό μας ρόλο που δεν μπορεί παρά να βρίσκεται σε καθεστώς επαγρύπνησης.
Το μόνο σίγουρο είναι πως σε λίγες ημέρες, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, η προεδρική τετραετία που σημάδεψε τις ΗΠΑ θα αποτελεί παρελθόν. Δεν ισχύει όμως το ίδιο με τα πλήγματα που το αποτύπωμα αυτής θα αφήσει πίσω, καθόσον για μεγάλο διάστημα οι μνήμες θα είναι νωπές, όσο και αν επιθυμεί η αμερικανική κοινωνία να τις θέσει στην λήθη ως μια από τις ατυχείς στιγμές των ιστορικών εκτροπών. Πλέον, πέρα από τις προφανείς επιδιώξεις της Αμερικής να ανακτήσει το χαμένο της γόητρο γύρω από τις δημοκρατικές και θεσμικές παραδόσεις που εξάγει σε όλο το διεθνές στερέωμα, καθώς και τις ισορροπίες που αλλοιώθηκαν σε επίπεδο διεθνών σχέσεων, η σύνδεση ενός κατακερματισμένου λαού, που στην περιδίνηση της βίας, των επικίνδυνων και σκοτεινών αντινομιών και της συμπεριφορικής αμετροέπειας έχασε την ταυτότητα και τον προσανατολισμό του, είναι η μεγαλύτερη πρόκληση της επόμενης ημέρας. Ο χρόνος θα δείξει τελικώς προς τα που θα γύρει η ζυγαριά.