Λόης Λαμπριανίδης Οικονομικός γεωγράφος, καθηγητής ΠΑΜΑΚ, π. Γενικός Γραμματέας Ιδιωτικών Επενδύσεων Υπουργείο Οικονομίας & Ανάπτυξης
Τις τελευταίες ημέρες γινόμαστε μάρτυρες επικοινωνιακών πανηγυρισμών από κυβερνητικά και φιλοκυβερνητικά στελέχη και ΜΜΕ σχετικά με το πόσο καλά πηγαίνει η οικονομία μας. Πιο πρόσφατη αφορμή: η τελευταία πρόγνωση του ΔΝΤ για ανάπτυξη το 2023 στην χώρα 1,8%, έναντι ύφεσης σε Ιταλία και Γερμανία και συνολικής ανάπτυξης της ευρωζώνης 0,5%. Δεν πρέπει βέβαια να ξεχνάμε ότι οι οικονομικές προβλέψεις φημίζονται για την αστοχία τους. Και στην περίπτωσή μας ειδικά, φοβόμαστε ότι οι προβλέψεις του ΔΝΤ μπορεί να αποδειχθούν και πάλι άστοχες (όπως στην αρχή ιδίως της μνημονιακής περιόδου.
Είναι απίθανο η ουκρανική κρίση, που διαρκώς επιδεινώνεται και απειλεί να μας οδηγήσει ακόμα και σε παγκόσμιο πόλεμο, να έχει τόσο ασήμαντες αναπτυξιακές επιπτώσεις.
Μάλλον είναι πιθανότερο ότι εισερχόμαστε σε μια νέα μακρά περίοδο διεθνούς κρίσης, με το ουκρανικό να αποτελεί απλώς την τελευταία σελίδα ενός προηγούμενου δράματος, που η τελευταία πράξη του ήταν η κρίση του 2007-9 και η ευρωκρίση του 2010-2015. Ενός δράματος που δεν είναι δυνατό να κατανοηθεί χωρίς να ληφθούν υπ΄ όψιν θέματα όπως η διεθνής αύξηση των χρεών (δημοσίων και ιδιωτικών), η όξυνση των ανισοτήτων (ενδοκρατικών και διακρατικών), η εμμονή των απορρυθμίσεων, των ιδιωτικοποιήσεων, ευρύτερα της χρηματοπιστωτικής κατακυρίευσης των οικονομιών μας.
Γενικότερα μιλώντας, βρισκόμαστε σε στάδιο κρίσης του νεοφιλελευθερισμού, που εδώ και 45 χρόνια περίπου κυριαρχεί ανεμπόδιστα διεθνώς. Κάθε πρόβλεψη, επομένως, είναι μια παρακινδυνευμένη άσκηση, καθώς δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει τους ρυθμούς κατάρρευσης και αντικατάστασης του κυρίαρχου μοντέλου, και βεβαίως ούτε τις ουσιώδεις παραμέτρους του νέου.
Την ώρα όμως που γινόμαστε κοινωνοί ασυγκράτητων πανηγυρισμών για τις «αναπτυξιακές προοπτικές» της χώρας που βασίζονται σε μελλοντικές και αβέβαιες εκτιμήσεις, τα απολογιστικά και επομένως σχετικά αδιαμφισβήτητα στοιχεία πιστοποιούν ότι η οικονομική κατάσταση της χώρας μας είναι απολύτως κλονισμένη και επισφαλής.
Ας δούμε ένα πρόσφατο παράδειγμα. Μόλις κυκλοφόρησε από τον Οργανισμό Παγκοσμίου Διανοητικής Ιδιοκτησίας (World Intellectual Property Organization -WIPO) ο δείκτης Παγκοσμίου Καινοτομίας για το 2022 (διαθέσιμος εδώ). Ο Δείκτης αυτός καταρτίζεται για 132 χώρες και συντίθεται από μια μακρά λίστα κριτηρίων, όπως το ανθρώπινο κεφάλαιο, οι θεσμοί, η τεχνολογία και το δημιουργικό προϊόν, καθώς και η πολυπλοκότητα της αγοράς και των επιχειρήσεων.
Η Ελλάδα βρίσκεται στην 44η θέση, με βαθμολογία 34,5/100, ενώ η πρώτη η Ελβετία έχει σχεδόν διπλάσιο σκορ: 64,6. Δυστυχώς για τη χώρα μας τα κακά νέα δεν σταματούν εδώ. Βρισκόμαστε πολύ κάτω από χώρες όπως η Μάλτα, η Τσεχία, η Κύπρος, η Πορτογαλία, η Σλοβενία, η Ουγγαρία, η Βουλγαρία η Μαλαισία η Τουρκία, αλλά και κάτω από την Πολωνία, τη Λιθουανία, την Ινδία, τη Λετονία, την Κροατία και την Ταϊλάνδη. Με άλλα λόγια βρισκόμαστε αφενός στον ευρωπαϊκό πάτο, αφετέρου πίσω ακόμα και από ορισμένες σχετικά δυναμικές οικονομίες που επιχειρούν να σπάσουν την παγίδα των χωρών μέσου εισοδήματος, όπως η Μαλαισία και η Ταϊλάνδη. Αν συνδυαστούν αυτά τα δεδομένα, υποδηλώνουν με ασφάλεια εξελίξεις ουραγού για την ούτως ή άλλως υπερχρεωμένη σε επίπεδα παγκοσμίου ρεκόρ ελληνική οικονομία.
Ο προαναφερθείς οργανισμός κατατάσσει επίσης τις χώρες σε εισοδηματικά γκρουπ και τις αξιολογεί αναλόγως με το εάν υπεραποδίδουν, υποαποδίδουν ή ακολουθούν τους μέσους όρους σε ζητήματα καινοτομίας σε σχέση με την εισοδηματική ομάδα όπου ανήκουν (υψηλού, μέσου υψηλού, μέσου χαμηλού και χαμηλού εισοδήματος). Η Ελλάδα κατατάσσεται στις χώρες υψηλού εισοδήματος, και ειδικότερα στις υποαποδίδουσες καινοτομικά εντός του, μαζί με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τη Σαουδική Αραβία, το Κουβέιτ, το Κατάρ, το Μπαχρέιν, το Ομάν, το Μπρουνέι, το Τρίνιταντ και Τομπάκο, τη Σλοβακία και Λιθουανία.
Τι ακριβώς δείχνει η ταξινόμηση των χωρών που υποαποδίδουν; Με την εξαίρεση της Λιθουανίας και της Σλοβακίας, όλες οι υπόλοιπες οφείλουν τη θέση τους ως χώρες υψηλού εισοδήματος στα έσοδα από υδρογονάνθρακες (το Τρίνιταντ και Τομπάκο και στον τουρισμό) – δηλαδή σε ένα εξωγενές και τυχαίο στοιχείο, που βεβαίως δεν θα διαρκέσει επ΄ άπειρον. Οι δε Λιθουανία, Σλοβακία και η χώρα μας, την οφείλουν εν πολλοίς σε ένα άλλο εξωγενές στοιχείο, στις μεταβιβάσεις πόρων από την ΕΕ (η χώρα μας επίσης στον τουρισμό), που όμως –και αυτό είναι το κρίσιμο στοιχείο- έχουν αποτύχει να τις μετατρέψουν σε ενδογενές αναπτυξιακό πλεονέκτημα.
Ο τρόπος μετατροπής των μεταβιβάσεων σε πλεονέκτημα δεν είναι άλλος από την καινοτομική δυναμικότητα, την επινοητικότητα της κάθε οικονομίας. Εδώ θέλουμε να τονίσουμε πως όταν αυτές οι μεταβιβάσεις (τα έσοδα των υδρογονανθράκων και οι πόροι της ΕΕ) μοιραία περιοριστούν ή διακοπούν, οι χώρες αυτές, και προφανώς και η δική μας, πρόκειται να υποστούν βέβαιο υποβιβασμό, καθώς έχουν αποτύχει να προωθήσουν το κύριο αναπτυξιακό μέσο του 21ου αιώνα: την καινοτομική ικανότητα. Δεν είναι φυσικά τυχαίο ότι όλες σχεδόν οι λοιπές χώρες υψηλού και μεσαιοψηλού εισοδήματος υπερέχουν ως προς αυτό. Ως χαρακτηριστικές περιπτώσεις μπορεί να αναφερθούν η Ν. Κορέα και η Κίνα, που καταλαμβάνουν την 6η και 11η θέση αντιστοίχως στην καινοτομική ικανότητα σήμερα, ενώ πριν 30-40 χρόνια θεωρούνταν φτωχές, ενδεχομένως δε και πολύ φτωχές (η Κίνα).
Δεν είναι εδώ ο τόπος να συζητηθούν οι προϋποθέσεις της καινοτομικής ανάπτυξης. Αυτό που μας ενδιαφέρει, είναι άλλο: θέλουμε να τονίσουμε το εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο του δημοσίου διαλόγου στη χώρα μας, ειδικά μάλιστα σχετικά με τα αναπτυξιακά προβλήματα. Υπερπροβάλλουμε τις προσωρινές, αισιόδοξες και χαμηλής αξιοπιστίας προβλέψεις, τη στιγμή που αγνοούμε τις μονιμότερες απαισιόδοξες βεβαιότητες. Και βεβαίως η απουσία ενημέρωσης και διαλόγου δεν είναι χωρίς βαριές συνέπειες: οδηγεί σε εφησυχασμό και στην απουσία λήψης μέτρων για την αντιμετώπιση των προβλημάτων, ακριβώς το αντίθετο δηλαδή από ό,τι χρειαζόμαστε.
Η υστέρησή μας σε καινοτομική ικανότητα περνά απαρατήρητη, όχι μόνο στην καθημερινότητα των ΜΜΕ, αλλά και στα όποια σχεδιαστικά επιτελεία. Βαυκαλιζόμαστε με αναπτυξιακές «επιτυχίες», όπως η εκτίμηση ανάπτυξης του ΑΕΠ κατά 1,8%, που στηρίζονται σε αβέβαια θεμέλια όπως η εξαιρετική φετινή τουριστική επίδοση (πιθανόν συγκυριακή λόγω της «απελευθέρωσης» του κόσμου μετά τη δίχρονη καραντίνα) και από την παροδική καταναλωτική ευωχία που επέτρεψε η προσωρινή χαλάρωση του δημοσιονομικού συμφώνου. Αγνοούμε όμως ταυτόχρονα τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις μιας επιτυχούς οικονομίας του 21ου αιώνα. Δεν θα μας βγει σε καλό, οφείλουμε να προειδοποιήσουμε…
Συμπερασματικά, παρατηρούμε για μια ακόμα φορά τη συνδυασμένη αρνητική επίδραση ενός πολιτικού, οικονομικού και μιντιακού συστήματος χωρίς βάθος, χωρίς δυνατότητα αναλυτική, χωρίς ουσιαστική δημόσια συζήτηση, που αργά ή γρήγορα θα μας ξαναοδηγήσει στα βράχια. Αντί πανηγυρισμών, θα ήταν πιο χρήσιμο να επιχειρήσουμε ριζική τροποποίηση πορείας. Διαφορετικά, το μέλλον δεν είναι ευοίωνο...