Για την ιδιοπροσωπία της καθαρτήριας ελληνικής «ντροπής», έναντι της οργισμένης δυτικής ενοχής…!

Σκέψεις πάνω σε ένα κείμενο του Χρήστου Βακαλόπουλου
Open Image Modal
commons wikimedia

Ο Χρήστος Βακαλόπουλος, βυθίστηκε στη δυτική κουλτούρα, τη ροκ και τη νεωτερικότητα της Ευρώπης για να γυρίσει κι αυτός – όπως ο Σεφέρης – «διψασμένος από τη Δύση» και να συναντήσει την οντολογία του γενέθλιου πανάρχαιου… μετανεωτερικού πολιτισμού μας. Για να «σπουδάσει» τον Παπαδιαμάντη, για τον οποίον έλεγε : «Ο Παπαδιαμάντης είναι για μένα ο μεγαλύτερος συγγραφέας όλων των εποχών, ο καλύτερος εκφραστής του ελληνικού κόσμου. Μ’ έμαθε πώς να ζω στον τόπο μου».

Στο κείμενο που ακολουθεί τις σκέψεις μου, μας μιλά για την διαφορά της ταπεινής, λυτρωτικής, ελληνικής «ντροπής», έναντι της οργισμένης, διαλυτικής, εξουσιαστικής και τοξικής δυτικής ενοχής!  Σε εποχές, χωρίς τσίπα (η πέτσα, ο προστατευτικός υμένας, κ.α), μου θυμίζει ότι το φιλότιμο, η ντροπή, η συνείδηση, είναι η κρούστα, η πέτσα, που ορίζει και διαφυλάσσει τις σχέσεις. Είναι ένα ασφαλές σύνορο, ανάμεσα στο σώμα και την ψυχή μας, αλλά και στις σχέσεις με τους άλλους.

Ο Βακαλόπουλος μιλά για το θέμα αυτό, περιγράφοντάς το μέσα στη ζωή, στις σχέσεις και τον έρωτα, όχι αποστασιοποιημένα και διανοουμενίστικα. Σε ένα δωμάτιο ελληνικού νησιού, στην απεραντοσύνη του πελάγους και στην εφιαλτική αγωνία της γενιάς του (της γενιάς μας), να γίνει –σχεδόν ψυχαναγκαστικά και επιτακτικά- «μοντέρνα». Με προσταγές απ’εξω, οι οποίες ξίπαζαν και διέλυαν έναν βαθύ πολιτισμό κοινότητας, σεβασμού και ουσιαστικών σχέσεων.

Άλλωστε, η ετυμολογία της ελληνικής «ντροπής» είναι ουσιώδης και αποκαλυπτική. Βρίσκεται απέναντι από την εξουσιαστική ενοχή της δυτικής νοησιαρχίας, του φόβου και του ατομικισμού. Που δημιουργεί κενό και μπάφιασμα καθημερινό. Όταν ο ανέστιος ευρωπαίος, αλλά και νεοέλληνας νομάς του σύγχρονου κόσμου, δεν μπορεί να βαστάξει την απώλεια της πρωταρχικής αγαπητικής κοινότητας, της δημοκρατίας και του σεβασμού του Άλλου, ως εαυτόν και ξεδίνει στις παρέες που ενώνει η κραιπάλη και ο μηδενισμός, ως μόνη διέξοδος.

Η ντροπή, από τον εν+τροπή, είναι το ταπεινό γύρισμα του ελληνικού υποκειμένου, εντός του, στον εαυτό και ταυτόχρονα προς τους άλλους, προς την κοινότητα, την αρχαία εκκλησία του δήμου, αν το προχωρήσουμε ακόμα πιο πέρα. Εμπεριέχει, τόσο τον υπαρξιακό αναστοχασμό, όσο και την αξία ότι … «δεν είμαι γαϊδούρι», να σκέπτομαι μόνο την πάρτη μου. Δεν περιγράφει – όπως πολλοί θα μας προσάψουν – μιαν αλλοτρίωση: «να κάνω ότι θέλουν οι άλλοι» χάνοντας τον εαυτό μου, αλλά περιθάλπει την πανάρχαια αιδώ. Η οποία στον Όμηρο, είναι και η μετριοφροσύνη, η αυτοεκτίμηση, αλλά και η προτροπή του Αίαντα να μην εγκαταλείπουν οι Αργείοι φοβισμένοι την «κοινότητα» αφήνοντας τους Τρώες να απειλούν με κάψιμο τα πλοία τους.

«Αἴας δ’ ἑτέρωθεν ἐκέκλετο οἷς ἑτάροισιν.

αἰδώς Ἀργεῖοι νῦν ἄρκιον ἤ ἀπολέσθαι»

[«Ντροπή Αργείοι! Το μόνο βέβαιο που τώρα μας περιμένει είναι να χαθούμε»]

Στον Σοφοκλή, η αιδώς, είναι η φροντίδα για τους άλλους, η έγνοια, ο σεβασμός, η ευλάβεια, το σέβας. Ενώ το αἰδέομαι, στην ελληνική πατερική ορθόδοξη παράδοση, εμπεριέχει και την έννοια του σεβασμού, όταν σέβομαι τη δυστυχία του άλλου, όταν φροντίζω και νοιάζομαι για κάποιον, όταν δείχνω ενδιαφέρον και συμπάθεια για τον άλλον.

Η ελληνική ιδιοτυπία της «ντροπής», εμπεριέχει ξεκάθαρα τον σεβασμό στον εαυτό μου και προς τον άλλον. Έχει βλαστήσει στο έδαφος της οντολογίας του Προσώπου, που συναντάμε τόσο στον προσωποκεντρικό αρχαιοελληνικό κόσμο όσο και σε μορφές ενός ωφέλιμου κολλεκτιβισμού της Ορθόδοξης κοσμολογίας. Σε αντίθεση με την ενοχή, που την προστάζει η πατερναλιστική ρωμαιοκαθολική φιλοσοφία ενός δυτικού πνεύματος, που θέλει τον άνθρωπο άτομο (α+τέμνω ), δηλαδή κάποιον που δεν τέμνεται, που δεν «κόβεται», που δεν μοιράζεται με τους άλλους.

Αυτός που «ντρέπεται» αποφεύγει να δείξει το πρόσωπό του, το οποίο αντανακλά την καθαρότητα της ψυχής και των σχέσεών του με τους άλλους. Το συνάντησα, στη συνοικία, στην πλατεία και τα καφενεία που μεγάλωσα, όταν «δεν είχαμε πρόσωπο, να βγούμε στη γειτονιά», συνειδητοποιώντας μια συμπεριφορά που μας απομάκρυνε από τους άλλους. Όταν … «παίρναμε τα πράματα προσωπικά» γιατί θέλαμε να έχουμε τσίπα. . Τότε… «εν-τρεπόμασταν», στρίβαμε το πρόσωπό μας, ρίχναμε τα μούτρα μας κάτω, τα καλύπταμε με τα χέρια.  Θέλαμε για λίγο να είμαστε …απρόσωποι, για να σκεφτούμε, να νιώσουμε και να γυρίσουμε αποκαθαρμένοι, με «καθαρό πρόσωπο» και «ψηλά το κεφάλι» στην συνοικιακή εκκλησία του δήμου μας.

Ας απολαύσουμε το κείμενο του Βακαλόπουλου:

«ΡΕΑ, ΤΡΙΑΝΤΑΔΥΟ ΧΡΟΝΩΝ, μεθυσμένη τα χαράματα σ’αυτό το παράξενο μέρος όπου στενεύει ένα αόρατο ελληνικό νησί, παρέα με ανθρώπους άλλων εποχών. Μπήκε στο δωμάτιό της τα χαράματα στη Μοντάνα και δεν της είπε τίποτα γιατί ήταν Έλληνας. Αν της έλεγε κάτι, θα το χάλαγε, της είπε τα πάντα χωρίς να της μιλήσει και το κράτησε ακέραιο.

Οι Έλληνες είχαν μάθει να ντρέπονται, ίσως ήταν το μόνο πράγμα που είχαν μάθει τόσο καλά, όλοι οι άλλοι έδειχναν να το έχουν ξεπεράσει, κι εκείνοι συνέχιζαν να ντρέπονται, ήταν οι μόνοι σ’αυτή την απελευθερωμένη ήπειρο που συνέχιζαν να ντρέπονται.

Μέχρι τον Ιούλιο του 1971 οι Έλληνες είχαν κάτι εντελώς δικό τους, ήξεραν να ντρέπονται ενώ όλοι οι άλλοι ήξεραν να έχουν ενοχές, είχαν μάθει πολύ καλά να αισθάνονται ένοχοι και μετά να απελευθερώνονται κάνοντας θόρυβο, τραγουδώντας τη ρήξη, φλερτάροντας με τη βία, εξαπολύοντας κύματα οργής. 

Αν της είχε πει έστω και μια κουβέντα στη Μοντάνα, θα είχε πει ψέμματα, δεν υπάρχει τίποτα να ειπωθεί τα χαράματα, το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να μείνεις με χαμηλωμένα τα μάτια για λίγα λεπτά κι ύστερα να φύγεις αθόρυβα. Πρέπει να πεις τα πάντα χωρίς να μιλήσεις κι ύστερα να εξαφανιστείς, αφήνεις μια σφραγίδα στη μνήμη κι ύστερα χάνεσαι, αυτό σημαίνει να είσαι Έλληνας μέχρι τον Ιούλιο του 1971.

Έξω χαράζει, οι γονείς σου σε έχουν στείλει εδώ για να συμφιλιωθείς με το ευρωπαϊκό ξεθάρρεμα, σε έχουν  διατάξει σιωπηρά να γίνεις ένα με τον απελευθερωμένο κόσμο κι εσύ συνεχίζεις να αισθάνεσαι κάπως αμήχανα, σε κυριεύει μια ανεξήγητη ευαισθησία για τα πάντα, δεν είσαι καθόλου ένοχη και δεν μπορείς να έρθεις σε ρήξη, δεν είσαι ένοχη και συνεχίζεις να ντρέπεσαι. 

Αν της είχε πει έστω και μια κουβέντα, θα είχε καταστρέψει τα πάντα κι εκείνη θα τον είχε ξεχάσει στη στιγμή, ενώ τώρα στέκει με χαμηλωμένα τα μάτια κάθε φορά που αντικρίζει το χάραμα, κάθε φορά που παρασύρεται από ανθρώπους άλλων εποχών και ξενυχτάει μέχρι τέλους, κάθε φορά που διαλύεται μεθυσμένη στο πρώτο φως της μέρας». («Η γραμμή του ορίζοντος» – Χρήστος Βακαλόπουλος - Βιβλιοπωλείον της Εστίας - Αθήνα 1991)

*Ο Χρήστος Βακαλόπουλος (Αθήνα1956 - Αθήνα29 Ιανουαρίου 1993) ήταν Έλληνας συγγραφέαςσκηνοθέτης και ραδιοφωνικός παραγωγός.

 

Περισσότερα θα βρείτε στο : http://christosvakalopoulos.gr/