Με αφορμή την επέτειο της 25ης Μαρτίου (200ης εν προκειμένω, αλλά χωρίς διαφορά από τις άλλες πρόσφατες επετείους), επανήλθε η κριτική του ρόλου της Εκκλησίας στην Επανάσταση.
Αυτή θα ήταν ευπρόσδεκτη αν το ύφος δεν θύμιζε συχνά ακαδημαΐζον πρωινάδικο, με κουτσομπολιό και φημολογίες αντί για αναδρομή στα πραγματικά γεγονότα και στις πηγές.
Και θα ήταν πιο αξιόπιστη αν δεν ήταν τόσο αντιφατική: αν η τουρκοκρατία ήταν μια ειρηνική «οθωμανική περίοδος» στην οποία, κατά τους αποδομητές ιστορικούς, οι Έλληνες ευδοκιμούσαμε, γιατί κατακρίνουν την Εκκλησία αυτοί οι ίδιοι αποδομητές; Αν όντως δεν συμμετείχε–ή αντετέθη–στην Επανάσταση, δε θα έπρεπε να την επαινούν;
Τέτοιου τύπου κριτική έχει επικεντρωθεί σε περιστατικά και πρόσωπα που συνδέουν την Επανάσταση μάλλον με την Πίστη παρά με τον «φιλελεύθερο αστικοδημοκρατισμό»: ο «μύθος της Αγίας Λαύρας», ο «μύθος της ημερομηνίας της 25ης Μαρτίου», και ο «μύθος του Κρυφού Σχολειού».
Βεβαίως, όπως αποδεικνύουν αναρίθμητες πηγές, αυτά μόνον μύθοι δεν είναι (βλ. για την 25η Μαρτίου και την Αγία Λαύρα άρθρο του Γ. Κεκαυμένου, και για το Κρυφό Σχολειό το βιβλίο του ιδίου, «Το Κρυφό Σχολειό. Χρονικό μιας Ιστορίας»).
Επίκεντρο όμως της κριτικής είναι ο «αφορισμός της Επανάστασης», συγκεκριμένα του Αλέξανδρου Υψηλάντη και του Μιχαήλ Σούτσου, από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριο Ε´.
Αλλά και αυτό το περιστατικό έχει διευκρινισθεί με μεγάλη λεπτομέρεια, και πάλι, από τον Κεκαυμένο, σε ογκώδες άρθρο 65 χιλιάδων λέξεων και 520 υποσημειώσεων («Ο Αφορισμός της Επανάστασης στην Μολδοβλαχία από τον Γρηγόριο Ε΄ και τα Ιστορικά του Συμφραζόμενα», 2018 Αντίβαρο), που συνοδεύθηκε και από σχετικό βιβλίο (O Γρηγόριος Ε΄και η επανάσταση του 1821).
Στο άρθρο αυτό ο Κεκαυμένος ξεκινά διεξοδικά από την ιστοριογραφία επί του θέματος και την παρουσίαση των πολιτικών τάσεων γύρω από αυτή, προτού συνεχίσει στις πηγές και την παράθεση των γεγονότων.
Είναι προφανές ότι το μακροσκελές αυτό άρθρο δεν το ίδιο εύπεπτο με άρθρα σε ύφος σκανδαλοθηρικού ταμπλόιντ: «Ο κακός Πατριάρχης ξεπουλά την Επανάσταση»–με τα λοιπά άρθρα του ταμπλόιντ να αμαυρώνουν αυτήν ακριβώς την Επανάσταση. Κορώνα κερδίζω, γράμματα χάνεις!
Είναι λοιπόν χρήσιμη μια σύνοψη αυτού εξαιρετικού δείγματος ιστορικής έρευνας, η οποία θα μεταφέρει τα πραγματικά περιστατικά και τις βασικές πηγές.
Τα γεγονότα
Στις 22 Φεβρουαρίου ο Υψηλάντης περνά τον Προύθο, στις 24 Φεβρουαρίου κυκλοφορεί την Επαναστατική προκήρυξη «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος»–τονίζω το «πίστεως» ως στοιχείο του... «φιλελεύθερου αστικοδημοκρατικού» χαρακτήρα της Επανάστασης–και στις 26, σε μια μεγαλόπρεπη τελετή, ο μητροπολίτης Ιασίου Βενιαμίν ευλογεί μέσα στον ναό των Τριών Ιεραρχών την σημαία της Επανάστασης.
Μέχρι εκεί λοιπόν, Πίστη, Εκκλησία και Επανάσταση πορεύονται χέρι-χέρι.
Την 1η Μαρτίου τα νέα φτάνουν στην Πύλη από τους Ρώσους. Την επομένη, ο Σουλτάνος καλεί τον Γρηγόριο Ε’ σε μια πεντάωρη «συζήτηση», όπου τον πιέζει να λάβει μέτρα.
Ο Γρηγόριος για 10 ολόκληρες ημέρες παραμένει αδρανής προκαλώντας την μήνι του Σουλτάνου. Έτσι, την Παρασκευή 11 Μαρτίου 1821, ο Σουλτάνος εκδίδει μπουγιουρντί που τον διατάσσει να αφορίσει την Επανάσταση, διαταγή που ενέκρινε και ο Ρώσος πρέσβυς Στρογανώφ.
Ο πρώτος «αφορισμός»
Την ίδια ημέρα λοιπόν ο Γρηγόριος εκδίδει τον πρώτο αφορισμό–θα υπάρξουν δύο.
Πρώτον, ο αφορισμός αυτός κρατείται μυστικός, καθώς εκδίδεται Παρασκευή και δεν εκφωνείται κατά την Κυριακάτικη λειτουργία.
Έτσι, ενώ η γερμανική Allgemeine Zeitung της 15(27) Απριλίου αναφέρει σε ανταπόκρισή της το μπουγιουρντί του Σουλτάνου, το οποίο ανεγνώσθη από τον Πατριάρχη στους Έλληνες προύχοντες της Πόλης, δεν αναφέρει τον καθαυτό αφορισμό της ίδιας ημέρας, τον οποίο προφανώς ο ανταποκριτής της δεν πληροφορήθηκε ποτέ.
Ομοίως, επιστολή Φιλικών της Οδησσού προς τον Ξάνθο, της 19ης Μαρτίου, περιγράφει τα δραματικά γεγονότα των ημερών και τους διωγμούς που ξέσπασαν κατά των Χριστιανών της Πόλης, αλλά κανέναν λόγο δεν κάνει για αφορισμό.
Δεύτερον, ο αφορισμός εκδόθηκε χειρογράφως, και όχι τυπωμένος σε μονόφυλλο.
Αυτό σήμαινε ότι μετά την παραλαβή του στην τοπική Μητρόπολη, οι διάφοροι Επίσκοποι θα έπρεπε να τον αντιγράφουν με το χέρι, καθυστερώντας την διάδοσή του στο ποίμνιο, και προσδίδοντάς του τοπικό χαρακτήρα.
Τρίτον, και σημαντικότερο, είναι γεμάτος με αδιανόητα λάθη: ανύπαρκτες Μητροπόλεις και Μητροπολίτες, και αποσιωπητικά στην θέση του ονόματος του αποδέκτη στην συνοδευτική Επιστολή.
Στην παρακάτω Εικόνα παραθέτω σύγκριση του πρώτου και του δεύτερου (διορθωμένου) αφορισμού, όπως τους παραθέτει στην ιστορία του ο Σπ. Τρικούπης (τ. Α’, σελ. 326 και εξής).
Είναι αξιοσημείωτο, όπως αποκαλύπτεται στον Ελληνικό Τηλέγραφο της 17ης Απριλίου 1821, ότι αποδέκτης αυτού του «τοπικού» αφορισμού δεν είναι άλλος από τον Μητροπολίτη Μολδαβίας Βενιαμίν, ο οποίος πριν από δύο μήνες είχε ευλογήσει την Επανάσταση του Υψηλάντη!
Ο δεύτερος «αφορισμός»
Η απάτη δεν διαφεύγει των Τουρκοκρητικών της Πύλης που ενημερώνουν τον Σουλτάνο.
Αυτός διατάσσει την Κυριακή 20 Μαρτίου την έκδοση ενός γνήσιου αφορισμού, που θα τυπωνόταν σε μονόφυλλο υπό μορφήν Απανταχούσας και που θα μεταφερόταν σε όλη την Αυτοκρατορία από το Αυτοκρατορικό ταχυδρομείο με Τατάρους ιππείς.
Παράλληλα θα ανακοινωνόταν κατά την Κυριακάτικη λειτουργία. Το κείμενο της ίδιας ημέρας πράγματι τυπώνεται σε μονόφυλλο, ένα από τα οποία σώζεται στο Μουσείο Φαλτάιτς της Σκύρου.
Στον δεύτερο αυτό «αφορισμό» παρατηρούνται τα εξής:
Πρώτον, οι αφοριζόμενοι αναφέρονται με τα κανονικά τους ονόματα, και όχι ως «Κακοαλέκος» ή «Κακομιχάλης», όπως θα ήταν αναμενόμενο.
Δεύτερον, ήταν συντεταγμένος σε απλό τύπο, χωρίς το «κομβολόγιον των αρών» που έτρεμαν οι πιστοί.
Τρίτον, στο κύριο σημείο του κειμένου, το αφοριστικό ρήμα συντάσσεται στην ευκτική έγκλιση, «ἀφωρισμένοι ὑπάρχοιεν», και όχι στην οριστική. Και «ευκτική» σημαίνει ότι τους «εύχεται» να είναι αφορισμένοι.
Προς σύγκριση, δίνεται παράδειγμα πραγματικού αφορισμού, συγκεκριμένα εκείνου που εξέδωσε ο διάδοχος του Γρηγορίου, Ευγένιος Β’, κατά των αρχιερέων που συμμετείχαν πιο ενεργά στην Επανάσταση, όπως των Παλαιών Πατρών Γερμανό:
«[Ἀ]ποφαινόμεθα συνοδικῶς […] ἵνα οἱ ῥηθέντες πέντε ἐξωλέστατοι, οἱ οὐ μόνον καὶ ἀρχιερατικοῦ, ἀλλὰ καὶ τοῦ χριστιανικοῦ ἐπαγγέλματος ἀνάξιοι ὄντες, ὡς τοιοῦτοι τὴν φαυλότητα καὶ μοχθηρίαν ἀναφανέντες […] καθῃρημένοι ὑπάρχωσι [ΣΣ: στην οριστική] […] ὁ μὲν Κακοπαλαιῶν Πατρῶν Γεώργης μόνον, ὁ δὲ Κακοκερνίτζης Παναγιώτης, ὁ δὲ Κακοευρίπου Γεώργης, ὁ Κακοταλαντίου Νικήτας, ὁ Κακοσάμου Κυριακός, ὁ Κακοναυπλίου Γεώργης καὶ ὁ Κακοαιγίνης Γρηγόρης λεγόμενοι».
Ο Γρηγόριος Ε’ και η Επανάσταση
Είναι λοιπόν ξεκάθαρο ότι ο «αφορισμός» της Επανάστασης δεν ήταν παρά ένας τακτικός ελιγμός που αποσκοπούσε στην προστασία των Ελλήνων της Πόλης από την οργή του Σουλτάνου.
Σε καμία περίπτωση δεν αντανακλούσε τις απόψεις και επιθυμίες του ίδιου του Γρηγορίου, ο οποίος άλλωστε ήταν γνώστης και υποστηρικτής της σχεδιαζόμενης Επανάστασης.
Όπως μαρτυρούν ο Ι. Φιλήμων, αλλά και ο Ξάνθος στα απομνημονεύματά του, ο Φιλικός Ιωάννης Φαρμάκης θέλησε να ορκίσει τον Γρηγόριο το 1818, όταν αυτός ήταν εξόριστος στο Άγιον Όρος.
Ο Γρηγόριος του απάντησε ότι «Ἐμένα μ’ ἔχετε ποὺ μ’ ἔχετε», και προτίμησε να μην μπει το όνομά του στα βιβλία της εταιρείας για να μην κινδυνεύσει το Έθνος αν ποτέ αυτό ανακαλυφθεί.
Με την άποψη αυτή συμφωνούν ξένοι ιστορικοί όπως ο T. Gordon, ο G.G. Gervinus, ο G. Finlay και ο K. Mendelssohn-Bartholdy. Άλλωστε το πατριαρχικό περιβάλλον έβριθε Φιλικών, όπως οι Νικόλαος Λογάδης, Γεώργιος Αφθονίδης. Μητρ. Εφέσου Διονύσιος Καλλιάρχης, Πατρ. Ιεροσολύμων Πολύκαρπος και Μητρ. Δέρκων Γρηγόριος.
Θα ήταν αδύνατον ο Γρηγόριος να μην έχει αντιληφθεί απολύτως τίποτα, και λογικά ήταν καθοδηγητής, όπως επιβεβαίωσε και ο, επίσης Φιλικός, Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος σε ανώνυμα δημοσιευθέν κείμενό του το 1865.
Κυρίως όμως, της ίδιας άποψης ήταν και οι ίδιοι οι Τούρκοι: στον γιαφτά, δηλαδή το χαρτί που κρέμασαν στο απαγχονισμένο σώμα του, ανέφεραν ότι τον εκτέλεσαν όχι διότι απέτυχε να αποτρέψει την Επανάσταση του ποιμνίου του, αλλά διότι συνωμότησε ενεργά.
Το ίδιο μετέφεραν και στους Ρώσους:
«Αλλ’ αυτός ο πατριάρχης […] ήταν επίσης ο κύριος υποκινητής της συνωμοσίας, και είχε μεγάλο μερίδιο στην εξέγερση που είχε ξεσπάσει. Έτσι, η Υψηλή Πύλη, αφού διερεύνησε και επιβεβαίωσε το έγκλημά του με πληροφορίες που ελήφθησαν από την πρωτεύουσα και το εξωτερικό, και με ειδοποιήσεις που έλαβε ακόμη και από έμπιστα πρόσωπα του δικού του έθνους, του επέβαλλε τιμωρία μόνον για αυτό το έγκλημα, και σε καμία περίπτωση για οποιοδήποτε θέμα σχετικό με την θρησκεία» (Υψηλή Πύλη προς Στρογανόφ, 26/7/1821, Diplomatisches Archiv für die Zeit- und Staatengeschichte vol. 2 1822, σελ. 825).
Από τα παραπάνω, αλλά και από αμέτρητες πηγές, προκύπτει ότι η Εκκλησία ήταν στο πλευρό του Αγώνα πριν ακόμη αυτός αρχίσει, με ιερείς που συμμετείχαν στην Φιλική Εταιρεία (περί το 10% των μελών).
Προφανώς υπήρξαν και οι εξωμότες, όπως υπάρχουν και σε κάθε πολυπληθή θεσμό, κι αν θέλουμε να βρούμε τέτοιους μπορούμε να ξεκινήσουμε από τον ίδιο τον Ευγένιο Β’.
Αυτό όμως δεν αναιρεί τον ρόλο αμέτρητων ιερέων που συμμετείχαν στην Επανάσταση.
Από τους 200 τότε ιεράρχες τουλάχιστον οι 160 (80%) πολέμησαν, σκοτώθηκαν, φυλακίσθηκαν, βασανίσθηκαν ή μαρτύρησαν (Πέτρος Γεωργάντζης, Οι αρχιερείς και το εικοσιένα (αντίδραση ή προσφορά;), Ξάνθη 1985, σελ. 280), για να μην μιλήσουμε για τους αμέτρητους ιερείς του κατώτερου κλήρου.
Ένας από αυτούς ήταν και ο Γρηγόριος Ε’, και ως τέτοιον θα πρέπει να τον θυμόμαστε, όχι επειδή είναι βολικό, αλλά επειδή αυτή είναι η ιστορική αλήθεια.
Καλή επέτειο!