Όταν ζει κανείς μόνος του, χρειάζεται αρετή.
Όταν ζει με τους άλλους, χρειάζεται υπόληψη
Νικολά Σαμφόρ
(γάλλος συγγραφέας)
Έρχεται κάποτε η στιγμή όπου καλείσαι, από τον ίδιο σου τον εαυτό, να γράψεις λίγα λόγια για έναν άνθρωπο που σε έχει σημαδέψει πνευματικά και ο οποίος μόλις πρόσφατα έχει φύγει από τη ζωή: για τον Χρήστο Γιανναρά. Πολλοί τον γνωρίζουμε κυρίως από τα βιβλία που μας έχει αφήσει, τα άρθρα του, καθώς και από τις τηλεοπτικές του εμφανίσεις σε εκπομπές λόγου. Δίχως όμως να τον γνωρίζουμε προσωπικά. Ωστόσο, είναι εμφανής η επιρροή που άσκησε πάνω μας, σε επίπεδο πνευματικό, επιδρώντας τόσο στον τρόπο σκέψης μας όσο και στον τρόπο ομιλίας μας αρκετές φορές. Δεν είναι αδιάφορο το ότι έχουμε αφιερώσει μερόνυχτα, μήνες, χρόνια, μελετώντας πονήματα του Γιανναρά, προκειμένου να εντρυφήσουμε στον δικό του στοχασμό, πάντοτε με την πρόθεση να αποκομίσουμε διδασκόμενοι όσο γίνεται περισσότερα από τον σπουδαίο δάσκαλο. Διότι μόνο ως δάσκαλο-διανοητή μπορώ να τον περιγράψω.
Ειδικά όσοι προερχόμαστε από τον χώρο των θετικών επιστημών, με όρεξη και διάθεση να εισχωρήσουμε στον χώρο της φιλοσοφίας και της θεολογίας, μονάχα με δέος μπορούμε να αποτιμήσουμε αξιολογικά τη συνεισφορά του Γιανναρά, ο οποίος κατέθεσε ουκ ολίγα συγγραφικά έργα ολκής ως προς τη σημαντικότητά τους. Ο συγγραφέας Γιανναράς πράγματι έχει να επιδείξει ένα αξιοζήλευτο- σε όγκο- έργο, καλύπτοντας μια ευρεία γκάμα ως προς τις θεματικές του, ήτοι, ασχολούμενος εμπεριστατωμένα με θέματα που αφορούν τη θρησκεία, τον χώρο των ιδεών, το κράτος, την θεολογία, την κοινωνία, κ.α. Ευλόγως λοιπόν όταν διατηρείς καλή σχέση με το βιβλίο γενικά, θα συναντήσεις στις μελέτες σου και τον Γιανναρά πάνω σε κάποιο θέμα.
Επομένως, από την ηλικία των 27-28 ετών μπορώ να πω ότι οριοθετώ τη στιγμή που άρχισα να μελετώ εις βάθος τον διακεκριμένο στοχαστή, δηλαδή, περίπου μια εικοσαετία. Έτσι, ξεκινώντας από το ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ ΙΔΕΩΝ, όπου ασχολείται με την ελληνική του καταγωγή, καθαρμένη από εθνικιστικά ιδεολογήματα και ιδωμένη ως ξεχωριστή ποιότητας ζωής, προχωράς χωρίς να το συνειδητοποιήσεις σε επόμενο βιβλίο του, εξετάζοντας συστηματικά το κάθε του πόνημα, κι ενόσω εσύ μεγαλώνεις, θέλοντας φυσικά να πιστεύεις πως εξελίσσεσαι ταυτόχρονα κι εσύ: ενδεικτικά να αναφέρω σημαντικότατους τίτλους ορισμένων βιβλίων του, όπως ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΔΥΣΗ ΣΤΗ ΝΕΩΤΕΡΗ ΕΛΛΑΔΑ, όπου εξετάζει την νοηματική διαφορά των λέξεων “Δύση” και “Ορθοδοξία” παραπέμποντας σε διαφορά νοήματος της ύπαρξης και τρόπου του βίου˙ το ΑΛΦΑΒΗΤΑΡΙ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ, στο οποίο προσδιορίζει αυτό που ονομάζεται χριστιανική πίστη κατά τρόπο προσιτό στον μέσο άνθρωπο˙ το ανατρεπτικό ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ, όπου μιλά για την θρησκειοποίηση του εκκλησιαστικού γεγονότος, θίγοντας αφενός την ειδωλοποίηση της παράδοσης, και αφετέρου, την δαιμονοποίηση της σεξουαλικότητας˙ μέχρι το ρηξικέλευθο ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΚΑΙ Ο ΕΡΩΣ, όπου με εκπληκτικό τρόπο αναδεικνύει πώς συγκλίνουν καταλυτικά αυτά τα δύο, ο έρωτας και το ανθρώπινο πρόσωπο, πάνω στο φαινόμενο της θνητής ζωής μας υπό οπτική μεταφυσική!
Από την άλλη, καθοδόν ενημερώνεσαι -θέλοντας και μη-για επικριτικά σχόλια, κουτσομπολιά, μα και απαξιωτικές κριτικές πάνω σε έργα του˙ ακόμη και για τον ίδιο τον Γιανναρά ως άνθρωπο. Αλλά αυτά δεν επιθυμείς να τα αφήσεις να διαδραματίσουν μείζονα ρόλο μέσα σου, διότι εσύ ως συγγραφέα τον αφουγκράζεσαι πρωτίστως. Έναν συγγραφέα που επιχείρησε να διερευνήσει τις προϋποθέσεις εμπειρικής μετάβασης από τα σημαίνοντα στα σημαινόμενα, αναζητώντας παράλληλα κριτήρια για τη διάκριση του πραγματικού από τον ψευδαισθητικό χαρακτήρα της εμπειρίας: θεματική που βρίσκουμε στο άκρως φιλοσοφικό ΤΟ ΡΗΤΟ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΡΗΤΟ. Εάν πάντως θέλουμε να περικλείσουμε κάπως την σημασία της συμβολής του Γιανναρά στον θεολογικοφιλοσοφικό ορίζοντα, αυτή δεν θα ήταν άλλη από το ότι «η αλήθεια δεν εξαντλείται, στη γλωσσική της διατύπωση, αλλά κερδίζεται μόνο ως εμπειρική αμεσότητα αγαπητικής σχέσης, ελευθερία αυθυπέρβασης και αυτοπροσφορά».
Εξάπαντος οφείλουμε να σταθούμε και σε μια άλλη ιδιομορφία του διανοητή Γιανναρά, η οποία σχετίζεται με το ύφος του λόγου που χρησιμοποιούσε σε γραπτό μα και σε προφορικό επίπεδο: δεν είναι πολλοί εκείνοι που μπορούν το ίδιο καλά να γράφουν και να μιλούν, και μάλιστα με σαφήνεια, κι αυτό ο Χρήστος Γιανναράς το πετύχαινε σε ικανοποιητικό βαθμό˙ όπως δεν είναι λίγοι κι όσοι υποστηρίζουν ότι είχε δυσνόητο λόγο σκοπίμως ή δίκην ρητορικής ευφράδειας, αλλά δεν φαίνεται να ευσταθεί εάν συγκριθεί π.χ. με τον περίτεχνα πολύπλοκο λόγο του πατρός Νικολάου Λουδοβίκου.
Οπωσδήποτε, από άποψη των θεματικών που εξέτασε ο Γιανναράς, τα νοηματικά του πεδία μάλλον γειτνιάζουν περισσότερο με εκείνα ενός άλλου, εξίσου σημαντικού σύγχρονου στοχαστή, του Στέλιου Ράμφου. Με τον Γιανναρά, εύκολα μπορούσε κάποιος να διαφωνήσει ως προς τις θέσεις που εξέφραζε διότι συντηρούσε ορισμένες πάγιες “κρίσεις” [κι όχι “απόψεις” , όπως συχνά διόρθωνε] εδώ και πολλά χρόνια , αυτό όμως δεν είναι αρκετό στο να μην προσέξει την συνέπεια στον λόγο του, όπως και την αξιοπρέπειά του συνολικά ως ύφος ανθρώπου.
Το να βγαίνει μετά θάνατον χολή και ειρωνεία απέναντι στο πρόσωπο του Γιανναρά καθώς και σε όσα πρέσβευε ο ίδιος, δεν τιμά τους ίδιους τους εκάστοτε κήνσορες, δίχως αμφιβολία. Άλλωστε, ο συγγραφέας δεν αποτελεί ένα πρόσωπο που με τη βία επιβάλλει θέσεις, απόψεις, κρίσεις, συμπεράσματα, χάριν ιδιοτέλειας˙ αντιθέτως, πρόκειται για πρόσωπο που θέτει -βασανιστικά πολλές φορές- τον εαυτό του προς κρίση του κοινού, με άλλα λόγια, που καταθέτει τις σκέψεις και γενικά τα εσώψυχα του ενώπιων εκείνων που θα επιλέξουν να αλληλεπιδράσουν μαζί του, χάριν στοχασμού ή αναγνωστικής τέρψης.
Σε κάθε περίπτωση, ο τόπος μας χρειάζεται ανθρώπους που να παρεμβαίνουν με τον λόγο τους στον δημόσιο βίο, ανθρώπους οι οποίοι να φέρουν τον απαιτούμενο βαθμό αξιοπρέπειας προκειμένου η κοινωνία να αναπνέει ανθρώπινα.
-Καλό σου ταξίδι, δάσκαλε Γιανναρά!