Οι υπεραιωνόβιοι - οι άνθρωποι που ζουν πάνω από 110 χρόνια - εξασκούν μεγάλη γοητεία στην κουλτούρα μας που φοβάται τον θάνατο. Οι συνεντεύξεις μαζί τους αναπόφευκτα απαιτούν να μάθουμε εκείνο το απλό συστατικό που είναι το μυστικό της εξαιρετικής μακροζωίας τους: Ενα σφηνάκι ουίσκι πριν από τον ύπνο, η διατήρηση καλών φιλικών σχέσεων, ένας ευτυχισμένος γάμος ή το να έχουν πάντα ένα κατοικίδιο;
Στην περίπτωση της Ισπανίδας Μαρία Μπράνιας Μορέρα - η οποία ήταν ο γηραιότερος άνθρωπος στον κόσμο μέχρι που πέθανε σε ... πολύ ώριμη ηλικία 117 ετών πέρυσι - μια πιθανή απάντηση σε αυτό το ερώτημα ήταν το ... γιαούρτι.
Η μελέτη που προσπάθησε να βρει την πηγή της βιολογικής τύχης της Μπράνιας αποκάλυψε ότι τις τελευταίες δύο δεκαετίες της ζωής της έτρωγε τρεις μερίδες γιαούρτι την ημέρα. Η ανάλυση του μικροβιώματος του εντέρου της έδειξε ασυνήθιστα υψηλούς αριθμούς ενός ωφέλιμου βακτηρίου, γνωστού ως bifidobacterium, το οποίο μπορεί να ενισχυθεί από την κατανάλωση γιαουρτιού, και ένα «μικροβίωμα που προσδίδει αυξημένη πιθανότητα για μια υγιή παρατεταμένη διάρκεια ζωής», σύμφωνα με τους ερευνητές.
Πριν τρέξουμε στο πλησιέστερο σούπερ μάρκετ και φορτώσουμε το καροτσάκι μας με γαλακτοκομικά προϊόντα που έχουν υποστεί ζύμωση, υπάρχουν μερικά πράγματα που πρέπει να γνωρίζουμε για την Μπράνιας και τη σχέση της με το γιαούρτι. Το πρώτο είναι ότι έκανε πολλά πράγματα σωστά, όχι μόνο την κατανάλωση γιαουρτιού, σύμφωνα με τα λεγόμενα του γαστρεντερολόγου καθηγητή Εμαντ Ελ - Ομάρ, διευθυντή του Ερευνητικού Κέντρου Μικροβιώματος του Πανεπιστημίου της Νέας Νότιας Ουαλίας στο νοσοκομείο St George στο Σίδνεϊ.
Κατανάλωνε μεσογειακή διατροφή, η οποία είναι πλούσια σε λαχανικά και φρούτα, δημητριακά ολικής άλεσης, όσπρια, ξηρούς καρπούς και σπόρους και χαμηλή σε επεξεργασμένα τρόφιμα, κόκκινο κρέας, πρόσθετη ζάχαρη και εξευγενισμένα δημητριακά. Αυτή η διατροφή παρέχει επίσης ακριβώς τους σωστούς σύνθετους υδατάνθρακες, τις φυτικές ίνες και άλλα θρεπτικά συστατικά για να ευδοκιμήσουν τα ευεργετικά βακτήρια του εντέρου.
«Η μεσογειακή διατροφή είναι ίσως η πιο υγιεινή διατροφή όσον αφορά τη σύνθεσή της και τον τρόπο με τον οποίο τροφοδοτεί το μικροβίωμα», λέει ο ίδιος. «Εάν καταναλώνουμε υγιεινή διατροφή και διάγουμε έναν υγιεινό τρόπο ζωής, αυτό αντανακλάται στη σύνθεση και τη λειτουργία του μικροβιώματός μας, το οποίο στη συνέχεια λειτουργεί υπέρ μας αντί εναντίον μας».
Η Μπράνιας δεν κάπνιζε ούτε έπινε αλκοόλ, γυμναζόταν τακτικά και περνούσε πολύ ποιοτικό χρόνο με φίλους και οικογένεια.
Και είχε καλά γονίδια. «Έκανε το πρώτο πράγμα σωστά - απέκτησε τους σωστούς γονείς», λέει η διατροφολόγος καθηγήτρια Κλερ Κόλλινς από το Πανεπιστήμιο του Newcastle. «Πιθανότατα ζούσε σε ένα μικρό νησί, χωρίς αυτοκίνητο, τρώγοντας πολλά θαλασσινά, ανεβοκατεβαίνοντας τους λόφους, τρώγοντας λαχανικά από την τοπική αγορά και προσαρμόζοντας στη συνέχεια τα διατροφικά της πρότυπα καθώς προχωρούσε».
Ποιος, λοιπόν, είναι λοιπόν ο ρόλος του γιαουρτιού στην περίπτωση της Μπράνιας;
Το γιαούρτι είναι ενδιαφέρον επειδή περιέχει ζωντανά βακτήρια, και συγκεκριμένα ένα είδος που ονομάζεται γαλακτοβάκιλλος, λέει ο αναπληρωτής καθηγητής Κλάους Κριστόφερσεν, μικροβιολόγος στο Πανεπιστήμιο Edith Cowan στο Περθ. Πρόκειται για ένα από τα βακτήρια που μετατρέπουν το γάλα σε γιαούρτι, τρέφονται με τους υδατάνθρακες του γάλακτος και παράγουν γαλακτικό οξύ κατά τη διαδικασία της ζύμωσης, το οποίο στη συνέχεια προκαλεί την πήξη των πρωτεϊνών του γάλακτος.
Οι λακτοβάκιλλοι είναι επίσης σημαντικό βακτήριο για την καλή υγεία του εντέρου, αν και γενικά έχουμε χαμηλά επίπεδα αυτών, λέει.
(Σ.σ. Οι γαλακτοβάκιλλοι, είναι θετικά κατά Gram βακτήρια, κατά κανόνα προαιρετικά αναερόβια, που ανήκουν στην τάξη Lactobacillales (Γαλακτοβακιλλώδη). Ανήκουν στην ευρύτερη ομάδα των βακτηρίων που παράγουν γαλακτικό οξύ («βακτήρια γαλακτικού οξέος» – LAB). Το γαλακτικό οξύ παράγεται μέσω μιας αναερόβιας διαδικασίας μεταβολισμού της γλυκόζης τους που λέγεται γαλακτική ζύμωση.
«Αν έχουμε περισσότερους από αυτούς, τείνουμε να ρίχνουμε το pH στο έντερό μας, το οποίο είναι καλό, οπότε αυτό στην πραγματικότητα κρατάει τα παθογόνα λίγο πιο εύκολα μακριά και ευνοεί περισσότερα από τα ωφέλιμα βακτήριά μας, αν το pH μας είναι λίγο χαμηλότερο», εξηγεί ο Κριστόφερσεν.
Οι λακτοβάκιλλοι φαίνεται επίσης να έχουν ευεργετικές επιδράσεις στο ανοσοποιητικό σύστημα.
«Όταν μιλάμε για την υγεία του εντέρου, συχνά μιλάμε για το παχύ έντερο, όπου αναπτύσσονται τα βακτήρια», καταλήγει ο ίδιος. «Αλλά στο λεπτό έντερο είναι εκεί που υπάρχει μεγάλη σύνδεση με το ανοσοποιητικό σύστημα».
ΠΗΓΗ: Guardian