Στην οξεία αντιπαράθεση, που έχει αναπτυχθεί το τελευταίο διάστημα μεταξύ «φιλορώσων» και «αντιρώσων» διατυπώνεται από αρθρογράφους και σχολιαστές το ερώτημα πως είναι δυνατό πολίτες μίας φιλελεύθερης δημοκρατίας δυτικού τύπου, που απολαμβάνουν ελευθερία έκφρασης, θρησκευτική ελευθερία και σεβασμό του δικαιώματος γενετήσιου και σεξουαλικού αυτοπροσδιορισμού, να υποστηρίζουν αυταρχικά και ολοκληρωτικά καθεστώτα, στα οποία δεν γίνεται σεβαστή η ελευθεροτυπία και οι αντιπολιτευόμενοι φυλακίζονται.
Η απάντηση εν τούτοις στο ερώτημα αυτό δεν είναι και τόσο απλή, όπως από πρώτη ματιά μπορεί να φαίνεται. Και τούτο διότι ο προσανατολισμός σημαντικής μερίδας πολιτών των δυτικών κοινωνιών προς την υποστήριξη αυταρχικών καθεστώτων δεν έχει ως μόνη αιτία την ίδια την ύπαρξη και τη λειτουργία της δημοκρατίας, αλλά και τη γενικότερη οικονομική και κοινωνική κατάσταση, που βιώνουν οι πολίτες.
Μέχρι την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και των άλλων καθεστώτων του Συμφώνου της Βαρσοβίας οι λαοί των δυτικών κοινωνιών είχαν να προτάξουν ένα αντίπαλο δέος απέναντι στις κυβερνήσεις τους κατά τη διεκδίκηση πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων.
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 το αντίπαλο αυτό δέος έπαψε να υπάρχει και παράλληλα, με την επικράτηση της παγκοσμιοποίησης, άρχισαν σταδιακά να επιβάλλονται οι «αγορές», δηλαδή το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, επί της πολιτικής.
Από τη χρεοκοπία της Lehman Brothers και μέχρι σήμερα, σχεδόν 14 χρόνια, μεγάλη μερίδα των πολιτών στις δυτικές δημοκρατίες βιώνουν σημαντική ανατροπή της ζωής τους, σοβαρή απώλεια εισοδημάτων και κοινωνικών παροχών και αισθητό περιορισμό των ευκαιριών για την αξιοποίηση των προσόντων και επιτηδειοτήτων τους.
Ακόμα δε περισσότερο οι νεότερες γενιές νιώθουν απογοήτευση και απαξίωση, γιατί, ενώ διαθέτουν πολύ περισσότερη επαγγελματική κατάρτιση και τεχνογνωσία από τους γονείς τους, είτε γίνονται αντικείμενο στυγνής εκμετάλλευσης δουλεύοντας αμέτρητες ώρες για πενιχρές αμοιβές, είτε αναγκάζονται να μεταναστεύσουν προς αναζήτηση αξιοπρεπών συνθηκών εργασίας κι έτσι αποκόβονται από την οικογένεια και την εθνοτική ή πολιτισμική κοινότητα, στην οποία ανατράφηκαν και διαμόρφωσαν την προσωπικότητά τους.
Παράλληλα μ’ αυτή την κατάσταση οι πολίτες των δυτικών δημοκρατιών διαπιστώνουν ολοένα και περισσότερο ότι οι κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια, που εκλέγουν, ελάχιστη πραγματική εξουσία διαθέτουν για να υλοποιήσουν τις πολιτικές, που επαγγέλλονται, αφού καίριοι τομείς του κυβερνητικού έργου, όπως η οικονομία, η εξωτερική πολιτική, η άμυνα, η εκπαίδευση, ακόμα και η υγεία, καθορίζονται πλέον σε μεγάλο βαθμό από εξωγενείς παράγοντες, διεθνείς οργανισμούς, Ευρωπαϊκή Ένωση, ΝΑΤΟ, ΔΝΤ, G-7, G-20, ΠΟΥ και γενικότερα από τους γεωπολιτικά ισχυρούς του πλανήτη.
Η αίσθηση αυτή λειτουργεί απαξιωτικά ως προς τη συμμετοχή των πολιτών στις πολιτικές διαδικασίες των δημοκρατικών κοινωνιών, εκλογικές και άλλες, αφού νιώθουν ότι η ψήφος και η όποιας μορφής συμμετοχή τους δεν μπορεί να επηρεάσει ουσιαστικά τη λήψη των αποφάσεων και συνεπακόλουθα την εξέλιξη της ζωής τους και ότι δεν αναδεικνύονται στιβαροί ηγέτες, άξιοι και ικανοί να εκφράσουν τις προσδοκίες τους. Νιώθουν έτσι ότι θίγεται το πατριωτικό τους συναίσθημα, ενώ σε κάποιους αυτό συμπλέκεται και με τη θρησκευτική τους συνείδηση.
Στη χώρα μας εξάλλου είναι γνωστό ότι έχουν καλλιεργηθεί έντονα αντινατοϊκά αισθήματα εξ αιτίας της συμπεριφοράς του ΝΑΤΟ στα ελληνοτουρκικά και ιδίως κατά την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο και τη συνεχιζόμενη κατοχή της, ενώ αντίστοιχα αντιευρωπαϊκά αισθήματα αναπτύχθηκαν κατά την επιβολή των μνημονίων.
Η απογοήτευση αυτή καταλήγει σε συνολική αμφισβήτηση του πολιτικού συστήματος και κατά καιρούς συγκροτούνται δυναμικές εξεγέρσεις αντίστασης, όπως οι «αγανακτισμένοι» των πλατειών στη χώρα μας, τα κίτρινα γιλέκα στη Γαλλία και οι επιθέσεις στη Wall Street στις ΗΠΑ. Τα κινήματα αυτά δεν έχουν συνήθως διαμορφωμένη εναλλακτική πρόταση, λειτουργούν περιστασιακά λόγω κάποιας συγκυριακής αφορμής και δεν καταφέρνουν να διαμορφώσουν σταθερούς και αντιπροσωπευτικούς κοινωνικούς χώρους παραγωγής πολιτικής.
Κατά καιρούς έχουν επιχειρήσει να τα απορροφήσουν πολιτικά σχήματα της άκρας δεξιάς ή της άκρας αριστεράς, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, ενώ και πολιτικά κόμματα, που σχηματίσθηκαν προσπαθώντας να εκφράσουν τέτοια κινήματα, όπως των πέντε αστέρων στην Ιταλία, δεν απέκτησαν μόνιμη και συστηματική πολιτική παρουσία.
Έχει διαμορφωθεί έτσι ένα αντισυστημικό κίνημα αντιεξουσιαστικής αμφισβήτησης χωρίς πολιτική ομοιογένεια και χωρίς δυνατότητα παραγωγής εναλλακτικών πολιτικών προτάσεων, αλλά παραμένοντας κυρίως στην άρνηση. Το κίνημα αυτό αξιοποιεί και θεωρητικές φιλοσοφικές ή πολιτικές προσεγγίσεις, οι οποίες και πάλι επικεντρώνονται στην κριτική και όχι στη διαμόρφωση νέων πολιτικών και οικονομικών μοντέλων λειτουργίας του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος και της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι και η ελευθερία έκφρασης, την οποία απολαμβάνουν οι πολίτες των φιλελεύθερων δημοκρατιών, που ενστερνίζονται αυτή την αμφισβήτηση, δεν νιώθουν να τους προσφέρει κάποια ουσιαστική στήριξη στα αιτήματά τους, πέρα από την εκτόνωση με τη διατύπωση της κριτικής τους.
Ενώ ήταν ήδη διαμορφωμένο αυτό το πολιτικό κλίμα αντισυστημικής αμφισβήτησης, ενέσκηψε η πανδημία του covid-19, η αντιμετώπιση της οποίας τροφοδότησε την περαιτέρω επέκταση και ενίσχυσή του. Οι επιστημονικές αμφισβητήσεις, που διατυπώθηκαν, κατά των εμβολίων και των λοιπών προστατευτικών μέτρων, σε συνδυασμό και με την προσπάθεια ομοιόμορφης επιβολής των μέτρων σε παγκόσμια κλίμακα επέτειναν την αντισυστημική αμφισβήτηση των προωθούμενων πολιτικών και καλλιέργησαν πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη ποικίλων συνωμοσιολογικών σεναρίων, με συνέπεια το διχασμό των πολιτών στις δυτικές κοινωνίες.
Το ήδη τεταμένο κλίμα επιβαρύνθηκε ακόμα περισσότερο με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, τις οδυνηρές συνέπειες της οποίας δεν βιώνουν μόνο οι λαοί της Ουκρανίας και της Ρωσίας, αλλά και οι λαοί όλων των χωρών, μεταξύ δε αυτών με μεγαλύτερη ή μικρότερη ένταση οι λαοί των δυτικών φιλελεύθερων δημοκρατιών.
Στην αντιπαράθεση, συνεπώς, μεταξύ «φιλορώσων» και «αντιρώσων» υπολανθάνει και την προσδιορίζει το διαμορφωμένο αυτό κλίμα της αντισυστημικής αμφισβήτησης. Ένα μέρος των πολιτών των δυτικών φιλελεύθερων δημοκρατιών δεν μπορεί να προτάξει τα αγαθά και τις αξίες της δημοκρατίας και της ελευθερίας, στο πλαίσιο των οποίων ζουν και αναπτύσσουν την προσωπικότητά τους, αλλά προτάσσει την οικονομική και κοινωνική του περιθωριοποίηση και την αίσθηση της απουσίας εθνικής ανεξαρτησίας και αξιοπρέπειας, λόγω της επιβολής σημαντικών πολιτικών επιλογών από ξένα κέντρα αποφάσεων.
Μία μορφή αντίδρασης απέναντι σ’ αυτή την απογοήτευση, που φαίνεται να διαμορφώνεται, είναι η γοητεία και ο θαυμασμός αυτής της μερίδας των πολιτών προς κάποιους ηγέτες, οι οποίοι αντιστέκονται στην έξωθεν επιβολή πολιτικών επιλογών και αντιτάσσουν ανεξάρτητη εθνική πολιτική προς όφελος των συμφερόντων των λαών τους. Η γοητεία αυτή δεν αντιμετωπίζεται με το στιγματισμό όσων προσελκύονται ως λαϊκιστών ή αντιδημοκρατών ή «ισαποστάκηδων», όρος, που συνηθίζεται τελευταία. Ούτε, πολύ περισσότερο, αντιμετωπίζεται με τη μονολιθική και απλουστευτική αντιπαραβολή δύο κόσμων, φιλελεύθερης δημοκρατίας και αυταρχισμού.
Η γεωπολιτική και κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα είναι πολύπλοκη και σε μια δημοκρατική κοινωνία οι πολίτες έχουν την αξίωση να τίθενται υπόψη τους τα υπέρ και τα κατά κάθε αντιμαχόμενης πλευράς, τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα κάθε προσφερόμενης επιλογής και να προτείνονται από τους θεωρητικούς συνθετικές προσεγγίσεις των αντιφάσεων, ώστε να διαμορφώνουν την άποψή τους έχοντας αποκτήσει μία σφαιρική εποπτεία των γεγονότων.
Πρέπει να γίνει αντιληπτό από τις πολιτικές και πνευματικές ελίτ των φιλελεύθερων δημοκρατιών ότι δεν αρκεί μία ρομαντική προβολή των αξιών της δημοκρατίας και της ελευθερίας έκφρασης για να περιορισθεί η γοητεία αυταρχικών ηγετών και καθεστώτων σε μερίδα πολιτών των δυτικών κοινωνιών.
Αν οι πολίτες αυτοί δεν αντιληφθούν έμπρακτα ότι τους προσφέρεται η ευκαιρία να ξαναπάρουν τις ζωές τους στα χέρια τους και να ξαναποκτήσουν κεκτημένα και χαμένα δικαιώματα και παροχές κι αν δεν νιώσουν ότι με την ψήφο τους μπορούν να αναδειχθούν κυβερνήσεις και κοινοβούλια, που θα ασκούν ανεξάρτητη και περήφανη εθνική πολιτική, μοιάζει ουτοπία να αναμένουμε ότι θα πάψουν να γοητεύονται από αυταρχικούς ηγέτες και καθεστώτα.