Όταν κάποιος άλλος μυρίζει άσχημα, το καταλαβαίνουμε αμέσως- αλλά αν αυτός που μυρίζει άσχημα είμαστε εμείς...όχι ακριβώς. Πού οφείλεται το ότι μυρίζουμε τους εαυτούς μας λιγότερο καλά από ό,τι τους άλλους;
Η ανθρώπινη όσφρηση δεν είναι το ίδιο καλή όσο άλλων πλασμάτων του ζωικού βασιλείου (όπως πχ οι σκύλοι), ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι είναι κακή: Οι μύτες μας έχουν περίπου 400 διαφορετικούς δέκτες οσμών, ικανούς να αντιλαμβάνονται ένα τεράστιο εύρος από μυρωδιές- για την ακρίβεια, όπως αναφέρεται σε δημοσίευμα του Live Science, μία έρευνα είχε δείξει πως οι άνθρωποι είναι καλύτεροι στο να εντοπίζουν φυτικές αρωματικές ενώσεις από τους σκύλους, χάρη στην ιστορία μας ως «τροφοσυλλέκτες».
Όσον αφορά στη δική μας μυρωδιά, αν και μπορούμε να την αντιληφθούμε, με το πέρασμα του χρόνου χάνουμε την ευαισθησία μας σε αυτή, όπως εξηγεί ο Χιροάκι Ματσουνάμι, μοριακός νευροβιολόγος στο Duke University. «Το ίδιο ισχύει για κάθε μυρωδιά που συναντάμε τακτικά» όπως ένα άρωμα ή το εσωτερικό του σπιτιού μας, πρόσθεσε. Η διαδικασία αυτή είναι γνωστή ως κόπωση οσμών, και αν και δεν είναι γνωστό το αίτιό της, είναι δυνατή η «επανεκκίνησή» της αν μυρίσουμε περιοχές με λιγότερους ιδρωτοποιούς αδένες, όπως ο αγκώνας ή ο πήχης του χεριού. Επίσης, όπως σημειώνει μιλώντας στο Live Science η Ρέιτσελ Χερτς, νευροεπιστήμονας του Brown University, η δυνατότητά μας να εντοπίζουμε τη μυρωδιά μας επίσης αυξάνεται σε συγκεκριμένες καταστάσεις. «Έχουμε μια συγκεκριμένη μυρωδιά σώματος, οπότε είμαστε πραγματικά συντονισμένοι στις αλλαγές σε αυτήν» είπε σχετικά- πχ αντιλαμβανόμαστε τη μυρωδιά του σκόρδου ή του κρεμμυδιού στο σάλιο μας ή στον ιδρώτα μας. Επίσης, έρευνες έχουν δείξει συσχετισμούς μεταξύ μυρωδιάς και κάποιων ασθενειών.
Προφανώς, βεβαίως, πέρα από την υγεία, η μυρωδιά μας σχετίζεται και με τις κοινωνικές μας σχέσεις: Σε έρευνα του 1995 επιστήμονες ζήτησαν από γυναίκες να μυρίσουν τα μπλουζάκια ανδρών που απέφευγαν αρωματικά προϊόντα. Οι γυναίκες έδειξαν ισχυρές προτιμήσεις, με τους ερευνητές να τις συνδέουν με μια σειρά γονιδίων (MHC- major histocompatibility complex). Κάτι στην μυρωδιά μας «διαφημίζει» τον μοναδικό συνδυασμό MHC μας και οι γυναίκες προτιμούσαν τη μυρωδιά ανδρών με γονίδια MHC που ήταν διαφορετικά από τα δικά τους. Ο λόγος δεν έχει διαπιστωθεί με βεβαιότητα, ωστόσο υπάρχει το ενδεχόμενο η τεκνοποίηση από άτομα με διαφορετικό συνδυασμό γονιδίων MHC να οδηγεί σε παιδιά με αυξημένα επίπεδα ανοσίας.
Επίσης, η μυρωδιά δεν έχει να κάνει μόνο με τους ερωτικούς συντρόφους, μα και με τους φίλους: Συχνά προτιμάμε αυτούς που μυρίζουν σαν εμάς επειδή ζουν σε παρόμοιο περιβάλλον. «Χρησιμοποιούμε την αίσθηση της όσφρησης ως τρόπο να αξιολογήσουμε τον άλλον σε σχέση με τον εαυτό μας, και έχουμε διαφορετικές απαιτήσεις για τον ρόλο που θέλουμε να παίξει αυτό το άτομο» είπε ο Ματσουνάμι στο Live Science.
Αξίζει να σημειωθεί πως η όσφρηση φαίνεται να τραβά περισσότερο την προσοχή ως αντικείμενο παρατήρησης και μελέτης μετά την πανδημία, καθώς πολλοί που νόσησαν με Covid-19 έχασαν τη συγκεκριμένη δυνατότητα- και είναι αίνιγμα το τι συμβαίνει, καθώς ο ιός δεν φαίνεται να καταστρέφει δέκτες οσμών ή οσφρητικούς νευρώνες.