Το γράμμα ενός Δικαστή, που περιέχεται στο ομώνυμο άρθρο και δημοσιεύτηκε στη Huffpost στις 18/5, είναι πολύ ωραίο άρθρο, καλά δομημένο, ειλικρινές, ξεκαθαρίζει πολλά θέματα και περιέχει πολλές αλήθειες, με τις οποίες συμφωνώ. Θέλω όμως να προσθέσω τα εξής.
Η συμπεριφορά των δικαστικών λειτουργών κατά την ποινική διαδικασία ρυθμίζεται από άρθρο 332 Κ..Ποιν.Δ. που περιέχει γενικούς ορισμούς, οι οποίοι εφαρμόζονται κατά περίπτωση μόνον από τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα κατά τα νόμιμη διαδικασία. Η δίκη για την δολοφονία της Τοπαλούδη διεξήχθη ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, που αποτελείται από τρεις δικαστές και τέσσερεις ενόρκους ,που λέγονται και λαϊκοί δικαστές. Οι ένορκοι κληρώνονται εκ του καταλόγου των ενόρκων, δεν είναι απαραίτητο να έχουν νομικές γνώσεις, αλλά ψηφίζουν βάση της αποδεικτικής διαδικασίας εκφράζοντας το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Οι δικαστές σχηματίζουν δικανική πεποίθηση από την αποδεικτική διαδικασία, η δε εισαγγελική αγόρευση στοχεύει κυρίως στη ψήφο των ενόρκων, γι’αυτό δεν πρέπει να είναι ψυχρή και απρόσωπη , αλλά πρέπει να μεταφέρει στους ενόρκους τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά όπως αυτοί τα βλέπουν σύμφωνα με το κοινό περί δικαίου αίσθημα, που σημαίνει ότι μπορεί να υπεισέρχεται και το προσωπικό στοιχείο.
Η αγόρευση της εισαγγελέως από πειθαρχική άποψη πρέπει να λαμβάνεται ολόκληρη υπόψη και όχι να αποκόπτεται ορισμένη φράση που σε συνδυασμό με τα λοιπά στοιχεία μπορεί να είναι δικαιολογημένη. Ακόμη και η επίμαχη φράση για τους δικηγόρους πρέπει να εξετασθεί ως μέρος ενός δικανικού συλλογισμού και όχι αυτοτελώς. Σε κάθε περίπτωση όμως αποτελεί ατομική προσβολή συγκεκριμένου δικηγόρου και όχι του δικηγορικού σώματος σύμφωνα με την ανακοίνωση του κ. Βερβεσού, γιατί τότε θα είχαμε επαναφορά από την πίσω πόρτα του αδικήματος της περιυβρίσεως αρχής, που έχει καταργηθεί. Δεν νομίζω, ότι πρέπει να ασκηθεί κατά της εισαγγελέως πειθαρχική δίωξη γιατί έδειξε πάθος στην αγόρευση της, άλλωστε χρειαζόμαστε δικαστικούς λειτουργούς με πάθος και με θάρρος και όχι ρομπότ.
Ένας σύμβουλος του ΔΣΑ εισήλθε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου που συνεδρίαζε, ενώ δεν του δόθηκε από την πρόεδρο του δικαστηρίου ο λόγος, διέκοψε την συνεδρίαση και διαβάζοντας την ανακοίνωση του κ. Βερβεσού κατηγόρησε δημοσία την εισαγγελέα της έδρας για την προηγουμένη αγόρευση της. Η συνεδρίαση διεκόπη μετά την δήλωση της εισαγγελέως, ότι μπορεί να δηλώσει αποχή, συνεχίσθηκε όμως μετά κάποιο χρονικό διάστημα γιατί η εισαγγελεύς μετά γνώμη των ανώτερων της δεν επέμενε στην αποχή, γιατί τότε οι συνέπειες θα ήταν να ξαναρχίσει η δίκη από την αρχή και οι κατηγορούμενοι λόγω συμπληρώσεως του 18μήνου να αφεθούν ελεύθεροι. Σαφώς η παραπάνω πράξη του κ. συμβούλου , τον οποίον δεν γνωρίζω, αποτελεί την προβλεπόμενη από το άρθρο 168Α Π.Κ. άδικη πράξη της διαταράξεως συνεδριάσεως δικαστηρίου, που κρίνεται εκ του αποτελέσματος και διώκεται αυτεπάγγελτα, αλλά δεν γνωρίζω, εάν θα ασκηθεί εναντίον του ποινική δίωξη, που απαιτεί κοινοποίηση στον Εισαγγελέα του οικείου πρακτικού.
Οι δικαστές δημιουργούν σιγά-σιγά το μύθο τους, που πολλές φορές δεν ανταποκρίνεται με τις εκθέσεις επιθεωρήσεως, που δεν λαμβάνουν υπόψη το σύνολο της εργασίας του δικαστή, αλλά συντάσσονται ευκαιριακά και συνήθως αντιγράφουν η μία την άλλη. Ίσως με την πρώτη συνταγματική αναθεώρηση δοθεί η ευκαιρία να βελτιωθεί το σύστημα επιθεωρήσεως. Σαφώς το δικαστικό σώμα έχει πολλούς ανεπαρκείς δικαστές, αλλά δεν νομίζω διαχρονικά να γίνεται η κάθαρση που χρειάζεται και την πληρώνουν οι επιμελείς δικαστές , που καλύπτουν τα κενά των άλλων..
Δεν νομίζω, ότι η δήλωση του κ.Σκέρτσου συνιστά παρέμβαση στη συγκεκριμένη δίκη, αλλά θα έπρεπε να την αποφύγει για να μη εκληφθεί ως τοιαύτη. Δείχνει όμως την άγνοια πολλών για τον αγώνα των δικαστών να αποδώσουν δικαιοσύνη εν μέσω αντιξοοτήτων, με την απειλή πειθαρχικών διώξεων και χωρίς καμιά στήριξη.
Λέανδρος Τ.Ρακιντζής
Αρεοπαγίτης ε.τ.