Δύο είναι τα κυρίαρχα ζητήματα, τα οποία θέτει η υπόθεση της Cambridge Analytica και ο ρόλος της στην εκλογή του Donald Trump. Το πρώτο έχει να κάνει με το ζήτημα της επιρροής σε μία τόσο κρίσιμη εκλογική διαδικασία, θέτοντας παράλληλα το ερώτημα για το πού μπαίνουν τα όρια της πρακτικής της επικοινωνίας. Το δεύτερο και εξίσου σημαντικό είναι το ζήτημα όχι της προστασίας - καθώς όπως φαίνεται ο όρος ανήκει στον κόσμο της ουτοπίας - αλλά της εκμετάλλευσης των μεγάλων δεδομένων.
Πριν αναλύσουμε τα δύο μεγάλα ζητούμενα, καλό θα ήταν για όσους δεν είναι αρκετά εξοικειωμένοι με την εν λόγω ιστορία να κάνουμε μία μικρή αναδρομή. Το 2012, ο διδακτορικός φοιτητής Ψυχολογίας στο Cambridge, Μίκαελ Κοσίνσκι, συνέθεσε μία θεωρία με την οποία μπορούσε να ταξινομήσει τους ανθρώπους σε συμπεριφορικές κατηγορίες και με βάση αυτήν την ταξινόμηση, να προβλέψει πτυχές της προσωπικότητας των ανθρώπων μέσα από τις σελίδες που επισκέπτονται στο Διαδίκτυο, όπως οι πολιτικές αντιλήψεις. Κάθε αγορά online, κάθε αναζήτηση, κάθε κίνηση στον χάρτη, κάθε «like» αποθηκεύονται.
Αυτήν τη μέθοδο, απέκτησε η Cambridge Analytica και κατόπιν ενεπλάκη στην καμπάνια υπέρ του Brexit και μετά στις αμερικανικές εκλογές. Η εταιρεία ενεπλάκη στις καμπάνιες του Τεντ Κρουζ και μετά του Ντόναλντ Τραμπ, με δημοσιεύματα να κάνουν λόγο για «dark posts», δηλαδή χορηγούμενα posts στο Facebook που μπορούσαν να βλέπουν μόνο χρήστες με συγκεκριμένα προφίλ. Μέσω των συγκεκριμένων ψυχομετρικών μεθόδων και τεχνικών μεγάλων δεδομένων είναι δυνατή η διαμόρφωση προφίλ χρηστών με τέτοιο βαθμό ακριβείας, που καθίσταται δυνατή η μαζική αποστολή στοχευμένων, εξατομικευμένων μηνυμάτων με καταλυτικά αποτελέσματα. Κατόπιν, με τη βοήθεια της Global Science Research (GSR), η οποία έστησε ένα κουίζ με ονομασία “thisiyourdigitallife” και το διαφήμισε ως “κοινωνικό πείραμα που χρησιμοποιούν ψυχολόγοι“ πήρε τα προσωπικά δεδομένα από περίπου 270.000 χρηστών που ασχολήθηκαν με την εφαρμογή. Από αυτούς πήραν σε πληροφορίες που αφορούσαν τον τόπο κατοικίας, τις λίστες με τους φίλους τους και τα likes που έχουν κάνει.
Ξεκινώντας λοιπόν από το τελευταίο ζητούμενο που θέτει η υπόθεση, γίνεται εύκολα κατανοητό ότι υπήρξε μία απόπειρα εξαπάτησης χρηστών αλλά και αρχών με σχέδιο. Αν δεν ήταν έτσι, αν δεν υπήρχε «το τυρί στη φάκα», τότε ποιος ο λόγος να ονομαστεί κουίζ κάτι που ήταν επί της ουσίας το πιο σημαντικό γρανάζι στην πιο εκλεπτυσμένη μηχανή πολιτικής προπαγάνδας που δημιουργήθηκε ποτέ; Παράλληλα, αυτό που παρουσιάστηκε ως επίτευγμα της εταιρείας, ο πρώην πλέον, CEO της Cambridge Analytica, Αλεξάντερ Νιξ, δηλαδή η εκλογή Trump, χάρισε στην κοινωνία, στην ψηφιακή και την κανονική εκδοχή της, το υπόδειγμα σχετικά με το πού μπορεί να φτάσει η «βιομηχανική» χειραγώγηση των μεγάλων δεδομένων για πολιτικούς σκοπούς. Ακόμη, είναι πλέον σαφές και ξεκάθαρο ότι πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος για να οριοθετηθούν και να προστατευθούν τα πολλά και διαφορετικά δεδομένα που παράγονται από τις κινήσεις μας στο διαδίκτυο, πολύ περισσότερο δε η αθροιστική τους προσέγγιση και η παράνομη εμπορία τους.
Το δεύτερο ζήτημα που θέτει σε όλους μας η υπόθεση είναι ποια είναι, πλέον, τα όρια της πολιτικής επικοινωνίας, η οποία αλλάζει πίστα. Πλέον, βρίσκεται στο στάδιο της μετάβασης από την ανάγνωση των δημοσκοπήσεων και την καθημερινή πολιτική πρακτική με βάση αυτές, στον απευθείας επηρεασμό της αντίληψης των ψηφοφόρων και πώς αυτοί κατανοούν και αντιδρούν έναντι στα γεγονότα. Είναι δεδομένο ότι το σήριαλ της Cambridge Analytica θα έχει συνέχεια καθώς το επόμενο βήμα είναι η σύνδεση της δράσης της και ο ενδεχόμενος συντόνισμός της με μία ακόμη σκοτεινή δύναμη επικοινωνίας του Διαδικτύου, το εργοστάσιο παραγωγής fake news σε Μόσχα και Σκόπια.