Δεν πρόκειται περί μεγάλης νίκης, δεν πρόκειται περί μεγάλης ήττας, για καμιά πλευρά. Περί συμβιβασμού πρόκειται, περί μιας ισορροπημένης συμφωνίας, τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Στο κάτω-κάτω γιατί θα πρέπει να υπάρχουν οπωσδήποτε νικητές και ηττημένοι σε μια συμφωνία;
Ήταν, πρώτα-πρώτα, μια ιστορική διαμάχη, μια εκκρεμότητα δεκαετιών. Με τα αμφισβητούμενα και εκατέρωθεν, μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας, διεκδικούμενα περιουσιακά στοιχεία. Τα οποία, ως εκατέρωθεν διεκδικούμενα, παρέμεναν ανενεργά. Μη δυνάμενα να αξιοποιηθούν από καμιά πλευρά. Ούτε, φυσικά, να αποδώσουν το παραμικρό. Ε λοιπόν το πρόβλημα τώρα διευθετείται και, κατά πάσαν λογική πρόβλεψη, οδεύει προς τη λύση του. Με μετρήσιμο πρακτικό όφελος και για τα δύο μέρη.
Δεν φαντάζομαι, από την άλλη μεριά, να υπάρχει κάποιος που να υποστηρίζει πως ο εφημεριακός κλήρος θα έπρεπε να μείνει ξαφνικά κι απότομα στον άσσο. Να αποσύρει δηλαδή, μετά από τόσα χρόνια, το Κράτος κάθε οικονομική και κοινωνική πρόνοια απέναντί του, δίχως ενδιαφέρον για την τύχη του. Οπότε την λύση που τελικά επελέγη, θα μπορούσε να την δει κανείς και ως ενδιάμεσο στάδιο, μέχρι την πλήρη απεμπλοκή. Το γεγονός δε ότι η διαγραφή των ιερέων από τις κρατικές δέλτους συνιστά, έτσι κι αλλιώς, ένα πρώτο βήμα προς την πλήρη διάκριση των ρόλων, δεν είναι χωρίς σημασία, αντιθέτως.
Με τις δύο ως άνω κεντρικές παραμέτρους του συμφώνου Πρωθυπουργού-Αρχιεπισκόπου, και τις λύσεις που επ’ αυτών επελέγησαν, θα μπορούσε να υπάρχει διαφωνία από δύο πλευρές, με δύο απολύτως αντίθετες λογικές. Είτε από κείνους που θα επιθυμούσαν να διατηρηθούν τα πράγματα ως έχουν. Με την συνέχιση της πλήρους εμπλοκής και αλληλεξάρτησης του Κράτους με την Εκκλησία. Εκεί όπου ακόμη και οι αμφισβητήσεις και οι εκκρεμότητες λειτουργούν ενισχυτικά προς την διαρκή αλληλεξάρτηση. Είτε από κείνους που εισηγούνται την πλήρη, την κάθετη ρήξη. Με τις βασίμως προβλεπόμενες πολεμικές συνέπειες αυτής της λύσης. Ε λοιπόν, ο Τσίπρας και ο Ιερώνυμος, αντ’ αυτών, επέλεξαν τον συμβιβασμό. Και μάλλον επρόκειτο για επιλογή ευθύνης…
Χρειάζεται ωστόσο να σημειωθεί και το αυτονόητο. Πως η υπογραφείσα συμφωνία (πρόταση συμφωνίας επί το ακριβέστερο), δεν αποτελεί παρά οικονομική και διοικητική διευθέτηση ανάμεσα στην Πολιτεία και την Εκκλησία. Την παραμικρή σχέση έχουσα με την εν όψει συνταγματική αναθεώρηση. Εκεί, στην αναθεώρηση τα σπουδαία, εκεί όπου και θα δοκιμαστούν οι εκατέρωθεν «αντοχές» για την φύση των σχέσεων Πολιτείας - Εκκλησίας. Εκεί όπου θα καταβληθεί προσπάθεια (πόσο γενναία, θα το δούμε) να οριοθετηθεί η διακριτότητα ρόλων και λειτουργιών, μετά από το νοσηρό σφιχταγκάλιασμα δύο αιώνων. Θα μπορούσε μονάχα να πει κανείς πως η επιτευχθείσα συμφωνία απλώς διαμορφώνει καλύτερο κλίμα για τα περαιτέρω. Η παρεμπίπτουσα δε αναφορά, στη διάρκεια των ανακοινώσεων, του Πρωθυπουργού στην σημασία της «θρησκευτικής ουδετερότητας» του Κράτους, απλώς διασκεδάζει κάποια από τα αίτια πιθανών αβάσιμων παρεξηγήσεων…
Σε κάθε περίπτωση, με πρωτοβουλία του Αλέξη Τσίπρα αντιμετωπίζεται άλλη μια ιστορική εκκρεμότητα. Από κείνες που μονάχα ζημιογόνες παθογένειες προκαλούν στον δημόσιο βίο. Εκεί όπου ο έλληνας Πρωθυπουργός πάει για ρεκόρ. Μετά την συμφωνία για λύση του Μακεδονικού. Μετά το άνοιγμα του Φακέλου της Κύπρου. Μετά την οριοθέτηση της ΑΟΖ και την προώθηση των διαδικασιών για την επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης. Και ενώ αναμένεται οσονούπω η επίσημη έναρξη των διαδικασιών διεκδίκησης των γερμανικών πολεμικών αποζημιώσεων. Τώρα το Εκκλησιαστικό. Ιστορικές εκκρεμότητες, όχι αστεία. Ε δεν νομίζω πως υπάρχει κάποιος που μπορεί να αμφισβητήσει το ρεκόρ. Ούτε ασφαλώς να το διεκδικήσει…