Η πρόσφατη εισβολή της Τουρκίας στην Βόρεια Συρία προκάλεσε έντονη αγανάκτηση και δηλώσεις καταδίκης από όλες σχεδόν τις χώρες, που δεν μετουσιώθηκαν όμως σε κυρώσεις σοβαρές, ικανές να αποτρέψουν την Τουρκία από την συνέχιση αυτής της πολιτικής. Οι συνεχιζόμενες απειλές και δηλώσεις του Ερντογάν αποδεικνύουν ότι οι περιστασιακές και αποσπασματικές κυρώσεις των ΗΠΑ, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και γενικότερα της διεθνούς Κοινότητας, σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να θεωρηθούν ως αποτρεπτικές της μέχρι τώρα πολιτικής της Τουρκίας.
Στο παρόν κείμενο θα εξετάσουμε την πιθανότητα επιβολής ουσιαστικών κυρώσεων στην Τουρκία από τις ΗΠΑ για την εισβολή της στην Συρία, αλλά και για άλλα θέματα που η στάση της Τουρκίας είναι παραβατική του εθνικού τους Δικαίου, αντίθετη των εθνικών τους συμφερόντων και υπονομευτική των διεθνών Συμφωνιών.
Τα γεγονότα
Οι μεταστροφές της Αμερικανικής πολιτικής στο Συριακό είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακές:
19.12.2018: Ο Τραμπ ξαφνικά αναγγέλλει την αποχώρηση των Αμερικανικών δυνάμεων από την Συρία, χωρίς να προηγηθεί διαβούλευση με τους αρμόδιους συνεργάτες του.
22.02.2019: μετά τις αντιδράσεις υπηρεσιακών και πολιτικών παραγόντων του Πενταγώνου και του Υπουργείου Εξωτερικών, η απόφαση ανακαλείται και διευκρινίζεται ότι τουλάχιστον 400 Αμερικανοί στρατιώτες θα παραμείνουν στην Συρία.
05.10.2019: Ο Ερντογάν ανακοινώνει την επικείμενη εισβολή Τουρκικών δυνάμεων στην Συρία, αφού οι πολύμηνες συζητήσεις με τις ΗΠΑ για την δημιουργία ζώνης ασφαλείας κατά μήκος των συνόρων, «καθυστερούν». Οι συζητήσεις αυτές κατά καιρούς διανθίζονταν με απειλές των ΗΠΑ περί καταστροφής της Τουρκικής οικονομίας, σε περίπτωση επίθεσής τους κατά των Κούρδων.
06.10.2019: Ο Τραμπ ανακοινώνει την άμεση και πλήρη απόσυρση των Αμερικανικών δυνάμεων από την Συρία, όπου τα τελευταία 2 χρόνια υποστήριζαν τις κυρίως Κουρδικές δυνάμεις του SDF στον αγώνα τους εναντίον του ISIS. Ο Αμερικανός Υπουργός Εθνικής Άμυνας Έσπερ δήλωσε ότι «η Τουρκική εισβολή ήταν αναπόφευκτη, ανεξάρτητα της στάσης των ΗΠΑ» (άποψη που, κατά τους γνώστες παρόμοιων επιχειρήσεων, δεν φαίνεται να ισχύει) και ότι «σε κάθε περίπτωση, οι Αμερικανικές δυνάμεις δεν θα μπορούσαν να σταματήσουν 15.000 Τούρκους στρατιώτες».
09.10.2019: Η Τουρκία εξαπολύει την επιχείρηση «Πηγή της Ειρήνης (Peace Spring), με σκοπό, όπως δηλώνεται «να εξασφαλίσει την ασφάλεια των συνόρων της Τουρκίας, να συμβάλει στην ασφαλή επιστροφή των Σύριων προσφύγων και να διασφαλίσει την εδαφική ακεραιότητα της Συρίας». Μαζί με τους Τούρκους, επιχειρούν Σύριοι του TFSA, δηλαδή πρώην ισλαμιστές που, ερχόμενοι από την περιοχή του Ιντλίμπ, οργανώνονται, εξοπλίζονται και μισθοδοτούνται από την Τουρκία, επιδιώκοντας εκδίκηση απέναντι στους Κούρδους μαχητές και τις οικογένειές τους.
13.10.2019: Το YPG (πολιτικός βραχίονας του SDF), με την μεσολάβηση της Ρωσίας, συνάπτει συμφωνία με την Δαμασκό, που επιτρέπει την είσοδο του Συριακού στρατού σε ελεγχόμενες από αυτούς περιοχές, περιλαμβανομένης της παρουσίας του στα σύνορα με την Τουρκία.
15.10.2019: Μετά τις αντιδράσεις από σύσσωμο το πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ για την εγκατάλειψη των Κούρδων, ο Τραμπ αποφάσισε την επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία και συγκεκριμένα κατά 3 Υπουργών (περιοριστικά μέτρα), της Τουρκικής μεταλλουργικής βιομηχανίας (αυξημένοι δασμοί) και της προκαταρκτικής συμφωνίας για ετήσιες διμερείς συναλλαγές ύψους 100 δις δολαρίων (αναστολή εφαρμογής). Οι κυρώσεις δέχτηκαν έντονη κριτική, ως μη επαρκείς, και στις 16.10.2019 υπερψηφίστηκε από την Αμερικανική Βουλή με συντριπτική πλειοψηφία ψήφισμα κατά της Τουρκικής εισβολής στην Συρία.
17.10.2019: ΗΠΑ και Τουρκία συμφωνούν σε εκεχειρία μεταξύ των δυνάμεων εισβολής και των Κούρδων μαχητών, που έληγε στις 22 Οκτωβρίου. Η Συμφωνία αυτή θεωρήθηκε ως περαιτέρω υπαναχώρηση του Τραμπ, αφού, μεταξύ άλλων, συνοδεύτηκε από την δήλωση των ΗΠΑ ότι αν η εκεχειρία παρατεινόταν (όπως και έγινε), οι κυρώσεις που είχαν επιβληθεί, θα αίρονταν. Στο μεταξύ, η Τουρκία είχε επιτύχει τους στόχους της, τον έλεγχο μιας στρατηγικής ζώνης μήκους 120 περίπου χλμ, στα σύνορα των δύο χωρών.
22.10.2019: Η Ρωσία και η Τουρκία καταλήγουν σε συμφωνία, που προβλέπει ότι οι δυνάμεις του SDF θα αποτραβηχτούν 30 χλμ από τα σύνορα και την διεξαγωγή κοινών περιπολιών από Τουρκικές και Ρωσικές δυνάμεις. Με την εξαίρεση των κοινών περιπολιών (που άρχισαν), αρκετά σημεία παραμένουν ασαφή, όπως η τύχη των τοπικών συμβουλίων και των πολιτοφυλακών από κατοίκους ή η ενδεχόμενη επιστροφή προσφύγων, που αναμένεται να ερμηνεύονται αυθαίρετα από τις Τουρκικές δυνάμεις. Στα 120 χλμ που ήλεγχε ο Τουρκικός στρατός, θεωρητικά εφαρμόζεται η Συμφωνία εκεχειρίας της Τουρκίας με τις ΗΠΑ (δηλαδή βρίσκονται υπό τον έλεγχο της Τουρκίας και η Ρωσία δεν έχει ρόλο).
05.11.2019: Μετά την ανακοίνωση του Τραμπ ότι 200 Αμερικανοί στρατιώτες θα παραμείνουν για τον έλεγχο των πετρελαιοπηγών στην Βόρεια Συρία, οι ΗΠΑ αρχίζουν να επανέρχονται στις βάσεις που είχαν μόλις εγκαταλείψει.
10.11.2019: Το Αμερικανικό Γενικό Επιτελείο ανακοινώνει ότι τελικά 500-600 στρατιώτες θα παραμείνουν στην Βόρεια Συρία.
Σημειώνεται ότι η Τουρκική εισβολή ακολούθησε τις επιχειρήσεις Ασπίδα του Ευφράτη (24.08.2016-25.03.2017) και Κλάδος Ελαίας (Ιανουάριος – Μάρτιος 2018), ενώ με την συμφωνία Ρωσίας – Τουρκίας στο Σότσι (17.09.2018), η Τουρκία επισημοποίησε ότι έχει λόγο και στην περιοχή του Ιντλίμπ, με μερικές μόνο από τις προβλέψεις της για την αποστρατιωτικοποίηση της περιοχής να εφαρμόζονται έκτοτε.
Οι συνέπειες της εισβολής
Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις οδήγησαν σε έναν μεγάλο κερδισμένο (την Τουρκία), δύο παροδικά ωφελημένους (την Ρωσία και την Συριακή κυβέρνηση, που ενδεχομένως να βρουν μπροστά τους στο μέλλον θέματα που θεώρησαν ότι έχουν κλείσει επιτυχώς), έναν λαό που διέσωσε την αξιοπρέπειά του και ελπίζει σε καλύτερες μέρες (Κούρδοι) και έναν μεγάλο χαμένο (τις ΗΠΑ).
Συνοπτικά:
Η Τουρκία απέκτησε σταδιακά τον έλεγχο όλης της ζώνης ασφαλείας, όπως για διάφορους λόγους επιθυμούσε ενώ επιβεβαίωσε και τον ρόλο της στο μέλλον της Συρίας.
Η Ρωσία απέκτησε παροδικά την διπλωματική λάμψη και στρατιωτική προβολή παλαιότερων εποχών.
Το καθεστώς της Δαμασκού επωφελήθηκε, επεκτείνοντας τον έλεγχό του σε ελεγχόμενες από τους Κούρδους περιοχές.
Οι Κούρδοι αποχαιρέτησαν την παραμικρή δυνατότητα ουσιαστικής αυτονομίας τους.
Οι ΗΠΑ ουσιαστικά εκτέθηκαν, εμφανιζόμενες πλήρως ανακόλουθες προς τους συμμάχους τους.
Και ένα σχόλιο για την ουσία του θέματος:
Η στάση των ΗΠΑ για αποχώρηση από μια στρατηγική περιοχή, προς όφελος δυνάμεων με αντίθετα συμφέροντα, ερμηνεύτηκε από το σύνολο των πολιτικών και υπηρεσιακών παραγόντων ως ανεξήγητη και αδικαιολόγητη. Λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη ότι πάνω από 11.000 Κούρδοι μαχητές έδωσαν τη ζωή τους στον αγώνα τους κατά του Ισλαμικού Στρατού, στα πλαίσια της συμμαχίας τους με τις ΗΠΑ, οι κυνικές επιλογές του Προέδρου Τραμπ έρχονταν σε ευθεία αντίθεση με τις πιο βασικές αρχές των στρατιωτικών και των διπλωματών, που είναι, αντίστοιχα, η αλληλεγγύη στους συμπολεμιστές και η αξιοπιστία στις διεθνείς σχέσεις.
Παράλληλα, οι επιπτώσεις που αναμένεται να έχει η Τουρκική εισβολή στην ενίσχυση του ISIS, τοπικά αλλά και ευρύτερα, και τα κέρδη της Ρωσίας, απασχόλησαν έντονα τους εκλεγμένους αντιπροσώπους των πολιτών στο Κογκρέσο, για πρώτη φορά σε αυτήν την έκταση και διακομματικά.
Παρότι ο Αμερικανός Πρόεδρος προσπάθησε να «συμμαζέψει» επικοινωνιακά την κατάσταση, οι αντικρουόμενες δηλώσεις και αποφάσεις του ενίσχυσαν την άποψη ότι ουσιαστικά προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο για τον ίδιο και ενδεχομένως και για την Τουρκία.
Πιθανές ερμηνείες της στάσης του Τραμπ
Η ίδια η απόφαση απόσυρσης των αμερικανικών στρατευμάτων, αλλά και η στιγμή που ανακοινώθηκε (σε μια δύσκολη για τον Τραμπ συγκυρία, αφού βρίσκεται σε εξέλιξη η προσπάθεια αποπομπής του), προκάλεσαν απορία και οδήγησαν σε διάφορες ερμηνείες, αρκετές από τις οποίες φαίνονται εύλογες, χωρίς όμως να είναι, κατά την γνώμη μας, και επαρκείς:
Η τήρηση προεκλογικής δέσμευσης για μείωση της στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ στο εξωτερικό δεν φαίνεται να στοιχειοθετείται αριθμητικά, αφού ο αριθμός των αμερικανικών δυνάμεων στην Συρία (1.000 περίπου άτομα) είναι πολύ μικρός, σε σχέση με το σύνολο των εκτός ΗΠΑ δυνάμεων. Η απόφαση (μέχρι νεωτέρας;) για παραμονή μερικών εκατοντάδων στρατιωτών), αλλά και η ηπιότερη στάση των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν, υποσκάπτουν περαιτέρω την θεωρία αυτή.
Η προσπάθεια αποδέσμευσης των ΗΠΑ από κάποιες περιοχές, προκειμένου να επικεντρώσουν την προσοχή τους σε άλλες, υψηλότερης προτεραιότητας, επίσης δεν φαίνονται να πείθει, αφού η Μέση Ανατολή παραμένει ψηλά στις προτεραιότητες των ΗΠΑ, ενώ το τελευταίο διάστημα, πλήγματα δέχονται τα αμερικανικά συμφέροντα, στα «μέτωπα» της Ασίας και της Αφρικής με κερδισμένη, προς το παρόν, την Κίνα.
Οι περιορισμένες επιχειρηματικές δραστηριότητες του Τραμπ στην Τουρκία δεν φαίνεται να εξηγούν την στάση του, αφού ο Αμερικανός Πρόεδρος δεν θα διακινδύνευε την υστεροφημία ή και την επανεκλογή του για λίγα παραπάνω δολάρια.
Η πειθώ του Ερντογάν, σε συνδυασμό με την έλλειψη εξειδικευμένων γνώσεων του Τραμπ, δεν ερμηνεύουν για ποιο λόγο οι πιο στενοί του συνεργάτες, όπως ο Υπουργός Εξωτερικών Rex Tillerson, ο Υπουργός Άμυνας James Mattis και πιο πρόσφατα ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας John Bolton, που όλοι τους συμβούλευαν τον Τραμπ να πράξει τα αντίθετα ως προς την Τουρκία, εξαναγκάστηκαν σε παραίτηση ή αντικαταστάθηκαν. Παράλληλα, ο Τραμπ ανέλαβε να στηρίξει το σχέδιο της Τουρκίας για αύξηση του διμερούς εμπορίου τους στα 100 δις δολάρια, παρά το γεγονός ότι η Τουρκία υπονομεύει τον διεθνή ρόλο του δολαρίου στο παγκόσμιο εμπόριο, ενώ δεν τηρεί το εμπάργκο που έχει εφαρμοστεί στις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου από το Ιράν.
Η παρουσία πυρηνικών όπλων των ΗΠΑ στην στρατιωτική της βάση στο Ιντσιρλίκ, στην οποία αναφέρθηκε πρόσφατα η Guardian, δεν θεωρούμε ότι είναι σχετική. Όπως είχαμε αναφέρει και παλαιότερα, το θέμα είχε προκύψει κατά την καταστολή της απόπειρας ανατροπής του Ερντογάν, όταν η συγκεκριμένη Αμερικανική βάση περικυκλώθηκε από Τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις και η τροφοδοσία της με ρεύμα διακόπηκε για πολλές ώρες, χωρίς έκτοτε ο προβληματισμός των ΗΠΑ να έχει οδηγήσει στην λύση της μεταφοράς των πυρηνικών όπλων σε στρατιωτική βάση άλλης χώρας.
Η απλόχερη χρηματοδότηση δημοσίων σχέσεων από την Τουρκική κυβέρνηση και ο προσεταιρισμός ανθρώπων κοντινών στον Τραμπ, με αμφιλεγόμενες όμως δραστηριότητες, αποτελούν ίσως ένα κλειδί του μυστηρίου. Τέτοια πρόσωπα είναι:
Το στέλεχος του προεκλογικού επιτελείου του Τραμπ και για μικρό διάστημα Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας Michael Flynn, που είχε εμπλακεί στις αμφιλεγόμενες προεκλογικές επαφές του Τραμπ με την Ρωσία. Παράλληλα, φέρεται ότι συζητούσε την ενδεχόμενη απαγωγή ή και έκδοση του Γκιουλέν από τις ΗΠΑ, στενοί του συνεργάτες κατηγορούνται ότι προωθούσαν παράτυπα τις Τουρκικές θέσεις έναντι αμοιβής, ενώ στο παρελθόν εκπροσωπούσε τα συμφέροντα αμφιλεγόμενου Ρώσου ολιγάρχη.
Το γραφείο δημοσίων σχέσεων Ballard, που χάρη στην στενή σχέση του ιδρυτή του με τον Πρόεδρο Τραμπ, σύμφωνα με το περιοδικό Politico θεωρείται σήμερα ως το πιο ισχυρό γραφείο λόμπι στην Ουάσιγκτον. Εκπροσωπεί χώρες όπως η Τουρκία ή το Κόσοβο, κόμματα όπως το Σοσιαλιστικό κόμμα της Αλβανίας, και ιδιώτες ή Εταιρείες με συμφέροντα στις ΗΠΑ. Σύμφωνα με δημοσιεύματα, φέρεται ότι ενεπλάκη επίσης στο θέμα της Halkbank και του Γκιουλέν, ενώ θυμίζουμε ότι σύμφωνα με παλιότερο δημοσίευμα του NBC, η απελευθέρωση του Ευαγγελιστή ιερέα και προσωπικού φίλου του Τραμπ, Branson, έγινε μετά από μυστική συμφωνία με την Τουρκία, με αντάλλαγμα την ελάφρυνση των οικονομικών πιέσεων προς την Τουρκία.
ο τωρινός δικηγόρος του Τραμπ, πρώην Δήμαρχος της Νέας Υόρκης Rudy Giuliani, που φέρεται να έπαιξε βασικό ρόλο στις πρόσφατες συνεννοήσεις με την Ουκρανία για να αναδείξει την υποτιθέμενη εμπλοκή του υιού του επικρατέστερου για το χρίσμα των Δημοκρατικών Τζο Μπάιντεν. Ακόμα, ο Τζουλιάνι είχε αναλάβει, ως δικηγόρος, την υπόθεση του Τουρκο-ιρανού επιχειρηματία Reza Zarrab, που κατηγορούνταν για τον ρόλο του στην μεγάλης κλίμακας παραβίαση από την Τουρκία του πετρελαϊκού εμπάργκο στο Ιράν. Ο Ζαράμπ στην συνέχεια συνεργάστηκε με τις Αμερικανικές Αρχές, προκαλώντας την οργή του Ερντογάν, αφού φέρεται να έχει δηλώσει ότι ο Τούρκος Πρόεδρος (τότε Πρωθυπουργός) γνώριζε και είχε εγκρίνει την συγκεκριμένη ενέργεια. Παράλληλα, ο Τζουλιάνι φέρεται να ζήτησε από τον Πρόεδρο Τραμπ να «διευκολύνει» την έκδοση του Γκιουλέν στην Τουρκία, ενώ πρόσφατα, στενοί του συνεργάτες κατηγορήθηκαν για παραβίαση της εκλογικής νομοθεσίας, σε ότι αφορά δωρεές προς τον Τραμπ.
Πριν λίγες ημέρες, Έκθεση του Ευρωπαϊκού Παρατηρητήριου για το Οργανωμένο Έγκλημα και τη Διαφθορά (OCCRP), η οποία αναφέρθηκε από την ιστοσελίδα hellas journal, αναφέρεται σε παλαιότερη οικονομική σχέση, για θέμα που αφορούσε την Ουκρανία, του Paul Manafort (πρώην επικεφαλής της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ και καταδικασμένου για διαφθορά) με τον Τούρκο Υπουργό Εξωτερικών, Τσαβούσογλου, ο οποίος διέψευσε την είδηση.
Εδώ σημειώνουμε ότι η προσπάθεια επηρεασμού (lobbying) είναι στις ΗΠΑ νόμιμη, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις διαφάνειας (όπως η κοινοποίηση των συμβολαίων και των πελατών τους), ενδεχομένως όμως ο τρόπος επηρεασμού να υποκρύπτει παράτυπες ή και παράνομες συμπεριφορές, καθώς και σύγκρουση συμφερόντων (conflict of interest). Χαρακτηριστική είναι η, σύμφωνα με πληροφορίες, δήλωση του Μπόλτον ότι «ο Τζουλιάνι είναι μια χειροβομβίδα που θα ανατινάξει τους πάντες».
Τι θα συνέβαινε όμως, εάν οι πιο πάνω διαδρομές έχουν «διασταυρωθεί», αν δηλαδή οι Τουρκικές υπηρεσίες, εκμεταλλευόμενες τις επαφές τους με τα αμφιλεγόμενα αυτά πρόσωπα, υπέκλεψαν σημαντικά στοιχεία που εκθέτουν τους ίδιους ή και άλλους σημαίνοντες πολιτικούς;
Αναφερόμαστε κατ’ αρχήν σε πρόσφατο δημοσίευμα που διαψεύστηκε από τον Λευκό Οίκο, σύμφωνα με το οποίο, ο γαμπρός του Τραμπ και σύμβουλός του Jared Koushner, εκβιαζόταν από την Τουρκία, η οποία είχε καταφέρει να υποκλέψει τηλεφώνημα του Διαδόχου της Σαουδικής Αραβίας Mohammad bin Salman προς αυτόν, κατά το οποίο ο Koushner δεν αντέδρασε στην προοπτική σύλληψης του Κασόγκι. Παρότι ο Koushner τον Απρίλιο του 2019 έπαιξε ενεργό ρόλο κατά την επίσκεψη του Τούρκου Υπουργού Οικονομίας και γαμπρού του Ερντογάν, Albayrak, ενώ τον περασμένο Φεβρουάριο συναντήθηκε και με τον Ερντογάν, και παρά τα πρόσφατα «κατορθώματα» της Τουρκίας, να διαθέτει ήχο και εικόνα μέσα από την πρεσβεία της Σαουδικής Αραβίας στην Πόλη (με σκοπό, όχι να προλάβει την δολοφονία Κασόγκι, αλλά να την καταγράψει και εκμεταλλευτεί), δεν θεωρούμε αυτό το γεγονός ως πιθανό.
Βέβαια, από τεχνικής πλευράς, τέτοιες πράξεις «πειρατείας» είναι εφικτές και τις τελευταίες δεκαετίες χρησιμοποιούνται κυρίως στην βιομηχανική κατασκοπεία. Εάν συνέβαιναν και στον τομέα των διεθνών σχέσεων, οι αντίστοιχες παρενέργειες στην εξωτερική πολιτική ισχυρών χωρών θα ήταν σημαντικές, αφού θα μετατρέπονταν σε έρμαιο των εκάστοτε αδιαφανών επιδιώξεων τρίτων.
Μια πρόσφατη σχετική είδηση, ήταν η ολοκλήρωση της τριετούς έρευνας για την Χίλαρι Κλίντον, που ως Υπουργός Εξωτερικών φαίνεται ότι χρησιμοποιούσε συχνά τον προσωπικό της server για την αποστολή e-mails. Σύμφωνα με το περιοδικό Politico, η έρευνα οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η ηλεκτρονική της διεύθυνση αποτέλεσε στόχο πειρατείας (91 παραβιάσεις ασφάλειας από 38 πρόσωπα). Εξάλλου, σύμφωνα με άλλες πρόσφατες ειδήσεις, ακόμα και ο Λευκός Οίκος αποτέλεσε στο πρόσφατο παρελθόν στόχο παρακολούθησης.
Παρότι τα πιο πάνω είναι μια απλή υπόθεση, που, ακόμα και αν έχει συμβεί, δεν είναι εύκολο να αποδειχθεί, υποθέτουμε ότι οι αρμόδιες Υπηρεσίες των ΗΠΑ θα ερευνήσουν το ενδεχόμενο η Τουρκία να κατέχει, με αθέμιτους τρόπους, στοιχεία που προβληματίζουν στενούς συνεργάτες του Προέδρου Τραμπ, προκειμένου να τους χειραγωγεί προς όφελός της.
Λοιπές «εκκρεμότητες» της Τουρκίας που επισύρουν την επιβολή κυρώσεων, πρόβλεψη για το μέλλον
Στην Γερουσία, για την εισβολή της Τουρκίας στην Συρία, έχουν κατατεθεί συνολικά 4 σχέδια κυρώσεων, το σκληρότερο εκ των οποίων καταρτίστηκε από τους Γερουσιαστές Γκράχαμ και Βαν Χόλλεν και προβλέπει μέτρα που μπορούν να επηρεάσουν ακόμα και την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους της Τουρκίας, κάτι που δεν έχει ξανασυμβεί. Η συζήτηση και σχετική έκδοση ψηφίσματος, κωλυσιεργεί, με ευθύνη του Προέδρου της Γερουσίας, παρότι συγκεντρώνει την υποστήριξη της μεγάλης πλειοψηφίας των Γερουσιαστών.
Άλλες εκκρεμότητες (εκτός από την επέμβαση στην Συρία), που έχει την στιγμή αυτήν η Τουρκία στις ΗΠΑ, σχετίζονται κατ’ αρχήν με τον καθορισμό της ποινής για την απόκτηση των πυραύλων S400, κατ’ εφαρμογή του Νόμου CAATSA. Ο Νόμος αυτός ψηφίστηκε επί Τραμπ, το 2017 και αφορά την επιβολή κυρώσεων σε όσους δρουν εχθρικά προς τις ΗΠΑ. Τέτοιες κυρώσεις ήδη ισχύουν κατά της Ρωσίας, του Ιράν και της Βόρειας Κορέας, πρόσφατα δε εφαρμόστηκαν και για την Κίνα, για την αγορά Ρωσικού εξοπλισμού. Με την ευκαιρία αυτή, αξίζει κάθε έπαινο, η ομάδα των νέων Ελληνο-αμερικανών, που με μοναδικό μέσο την πίστη τους στις αρχές της Δημοκρατίας και το Αμερικανικό Δίκαιο (και επικαλούμενοι τον Νόμο CAATSA του2017), πέτυχαν την με Νόμο ακύρωση της συμμετοχής της Τουρκίας στην παραγωγή των αεροπλάνων F35, ως κυρώσεις κατά της Τουρκίας για την προμήθεια των Ρωσικών πυραύλων S400. Η σημαντική τους επιτυχία δεν επηρεάζεται από τις τροπολογίες που κατατέθηκαν, στην ανεπιτυχή προσπάθεια αλλοίωσης του βασικού μηνύματος, ούτε από το γεγονός ότι η εφαρμογή των κυρώσεων από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ ενδέχεται να καθυστερήσει, εκτός εάν οι πιο πάνω παραβιάσεις αξιολογηθούν από το Κογκρέσο ως «σημαντικές».
Ένα άλλο θέμα επιβολής κυρώσεων με τουρκικό ενδιαφέρον, είναι η παραβίαση του εμπάργκο πετρελαίου που προαναφέραμε, με την συμμετοχή του Zarrab, θέμα που τελευταία αναζωπυρώνεται, με πιθανές συνέπειες κατά της Τουρκικής Τράπεζας Halkbank.
Από τα παραπάνω συνάγεται αφενός μεν η γενικευμένη στάση Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών Βουλευτών και Γερουσιαστών, άσκησης πίεσης προς τον Πρόεδρο Τραμπ για το Συριακό, είτε με έμμεσους τρόπους, όπως:
το αίτημα δημοσιοποίησης του περιεχομένου της συνομιλίας του με τον Ερντογάν,
είτε με άμεσους, όπως:
η πρόταση εφαρμογής εμπάργκο όπλων ή άλλων κυρώσεων εναντίον της Τουρκίας
η πρόταση επιβολής κυρώσεων για την Τράπεζα Halkbank
Με βάση τα πιο πάνω και με δεδομένη την δυσκολία λήψης απόφασης (ιδιαίτερα στην Γερουσία) με πλειοψηφία που θα αναιρεί ένα ενδεχόμενο βέτο του Αμερικανού προέδρου, ένα κατά την γνώμη μας πιθανό σενάριο (το οποίο φαίνεται ότι δεν θα δυσαρεστούσε κατ’ αρχήν την Τουρκία) είναι η καθυστερημένη και αναποτελεσματική λήψη περιορισμένων μέτρων εναντίον της, ενδεχόμενο που αναμένεται ότι δεν θα βελτιώσει την θέση των Κούρδων, αλλά ούτε και τις προοπτικές επανεκλογής του Προέδρου Τραμπ.
Αντί όμως για τα οποιαδήποτε «προγνωστικά», θα προτιμούσαμε να σημειώσουμε τον οργανωμένο και συστηματικό αγώνα αποφασισμένων πολιτών και έντιμων πολιτικών, απέναντι σε μια Τουρκία που δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε μέσο, προκειμένου να ενισχύσει την θέση της και να επιτύχει τους άνομους σκοπούς της.
Το παράδειγμά τους αυτό, πιστεύουμε ότι μπορεί και πρέπει να εμπνεύσει την Κυπριακή και Ελληνική πολιτική ηγεσία.