Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους αντιπροσώπευαν ένα πολύ μεγάλο μερίδιο της παγκόσμιας δημοκρατικής οπισθοδρόμησης την τελευταία δεκαετία, σύμφωνα με δεδομένα που καταγράφηκαν από τη V-Dem, έναν μη κερδοσκοπικό οργανισμό με έδρα τη Σουηδία που παρακολουθεί το επίπεδο δημοκρατίας των χωρών σε μια σειρά από δείκτες, και τα οποία αναλύονται από τους New York Times.
Ο δείκτης φιλελεύθερης δημοκρατίας της V-Dem, συνθέτει δεκάδες μετρήσεις σε μια βαθμολογία από 0 έως 1. Η μεθοδολογία αυτή είναι διαφανής και θεωρείται εξαιρετικά ενδελεχής.
Η ανάλυση ορίζει ως «σύμμαχο» μια χώρα με την οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν είτε επίσημη είτε «σιωπηρή» αμοιβαία αμυντική δέσμευση, και είναι συνολίκα 41. Ανάμεσα τους και η Ελλάδα.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους αντιπροσώπευαν ένα πολύ μεγάλο μερίδιο της παγκόσμιας δημοκρατικής οπισθοδρόμησης την τελευταία δεκαετία, σύμφωνα με την έρευνα, ωστόσο παραμένουν, κατά μέσο όρο, πιο δημοκρατικοί από τον υπόλοιπο κόσμο. Εντούτοις, σχεδόν όλοι έχουν υποστεί έναν βαθμό δημοκρατικής διάβρωσης από το 2010, πράγμα που σημαίνει ότι βασικά στοιχεία όπως η εκλογική δικαιοσύνη ή η δικαστική ανεξαρτησία έχουν αποδυναμωθεί και με ρυθμούς που ξεπερνούν κατά πολύ τη μέση πτώση μεταξύ άλλων χωρών.
Με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι ”ευθυγραμμισμένες” με τις ΗΠΑ χώρες δεν είδαν σχεδόν καμία δημοκρατική ανάπτυξη σ′ αυτό το διάστημα, σχεδόν όπως συνέβη σε πολλές άλλες πέρα από την τροχιά της Ουάσιγκτον.
Tα ευρήματα, αναφέρει χαρακτηριστικά η NY Times στο σχετικό της άρθρο, φανερώνουν έλλειμα δημοκρατίας.
Σε πολλές περιπτώσεις, δημοκρατίες όπως η Γαλλία ή η Σλοβενία είδαν δημοκρατικούς θεσμούς να υποβαθμίζονται, έστω και ελαφρώς, εν μέσω πολιτικών αντιδράσεων και δυσπιστίας. Σε άλλες χώρες με δικτατορικά καθεστώτα όπως το Μπαχρέιν, οι ήδη μετριασμένες ελευθερίες περιορίστηκαν κι άλλο. Γενικότερα πάντως η τάση δείχνει μια στροφή προς μια πιο ανελεύθερη δημοκρατία.
Σε αυτή τη μορφή διακυβέρνησης, οι εκλεγμένοι ηγέτες συμπεριφέρονται περισσότερο σαν ”ισχυροί άνδρες” και οι πολιτικοί θεσμοί διαβρώνονται, αν και τα προσωπικά δικαιώματα παραμένουν ως επί το πλείστον (με εξαίρεση συχνά, για τις μειονότητες).
Συμαχικές χώρες των ΗΠΑ συχνά ηγούνταν αυτής της τάσης. Η Τουρκία, η Ουγγαρία, το Ισραήλ και οι Φιλιππίνες αποτελούν όλες παραδείγματα. Ορισμένες πιο παγιωμένες δημοκρατίες έχουν κάνει κι αυτές βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση τους, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου τα δικαιώματα ψήφου, η πολιτικοποίηση των δικαστηρίων και άλλοι παράγοντες θεωρούνται αιτία ανησυχίας από πολλούς μελετητές της δημοκρατίας.
Επίσης, ενώ τα στοιχεία δείχνουν ότι η τάση επιταχύνθηκε κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ, προϋπήρχε ήδη λόγω παραγόντων όπως η μειωμένη πίστης στις ΗΠΑ ως δημοκρατικό πρότυπο λόγω της έμφασής της σε αντιτρομοκρατικές πολιτικές, η μειωμένη πίστη στην ίδια τη δημοκρατία ως πολίτευμα, της οποίας η εικόνα έχει αμαυρωθεί από μια σειρά σοκ του 21ου αιώνα, αλλά και μιας ολοένα αναπτυσσόμενης ενστέρνισης ανελεύθερων πολιτικών.
Στη δεκαετία του ’90, για παράδειγμα, 19 συμμαχικές χώρες των ΗΠΑ έγιναν πιο δημοκρατικές, συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας και της Νότιας Κορέας. Π.χ. σύμφωνα με τον δείκτη της V-Dem, o βαθμός της Ν. Κορέας ανέβηκε από 0,517 σε 0,768. Επίσης κατά την ίδια δεκαετία, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους αντιπροσώπευαν το 9% των συνολικών αυξήσεων στα αποτελέσματα της δημοκρατίας παγκοσμίως, σύμφωνα με τα στοιχεία.
Οι αριθμοί αυτοί επιδεινώθηκαν λίγο τη δεκαετία του 2000. Στη συνέχεια όμως, στη δεκαετία του 2010, έγιναν έπεσαν θεαματικά. Οι ΗΠΑ. και οι σύμμαχοί της αντιπροσώπευαν μόνο το 5% της παγκόσμιας αύξησης της δημοκρατίας. Όμως, το εντυπωσιακό 36% όλων των υποχωρήσεων σημειώθηκε σε χώρες που ευθυγραμμίζονται με τις ΗΠΑ. Κατά μέσο όρο, οι συμμαχικές χώρες είδαν την ποιότητα των δημοκρατιών τους να μειώνεται σχεδόν στο διπλάσιο από το ποσοστό των μη συμμαχικών χωρών, σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία της V-Dem.
Αξίζει να σημειωθεί εξάλλου ότι τα δεδομένα έρχονται σε αντίθεση με τις υποθέσεις στην Ουάσιγκτον ότι αυτή η τάση καθοδηγείται από τη Ρωσία και την Κίνα, των οποίων οι γείτονες και οι εταίροι έχουν δει τις βαθμολογίες τους να αλλάζουν ελάχιστα.
Αντίθετα, η οπισθοδρόμηση είναι ενδημική στις αναδυόμενες, ακόμη και στις εδραιωμένες δημοκρατίες, αναφέρει ο Staffan I. Lindberg, πολιτικός επιστήμονας του Πανεπιστημίου του Γκέτεμποργκ που βοηθά στην επίβλεψη της V-Dem. Και τέτοιες χώρες τείνουν να είναι ευθυγραμμισμένες με την Αμερική.
O ρόλος των ΗΠΑ από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου και μετά
Παρόλο που επί δεκαετίες κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου το κυρίαρχο σλόγκαν ήταν πως οι αμερικανικές συμμαχίες αποτελούν δύναμη εκδημοκρατισμού, αυτό δεν ήταν ποτέ αληθινό δξλώνει ο Thomas Carothers, ο οποίος μελετά την προώθηση της δημοκρατίας στο Carnegie Endowment for International Peace (σ.σ μια αμερόληπτη δεξαμενή σκέψης διεθνών υποθέσεων με κέντρα στην Ουάσιγκτον, τη Μόσχα, τη Βηρυτό, το Πεκίνο, τις Βρυξέλλες και το Νέο Δελχί).
Ενώ η Ουάσιγκτον ενθάρρυνε τη δημοκρατία στη Δυτική Ευρώπη ως ιδεολογικό αντίβαρο στη Σοβιετική Ένωση, κατέστειλε την εξάπλωσή της σε μεγάλο μέρος του υπόλοιπου κόσμου.
Υποστήριξε ή εγκατέστησε δικτάτορες, ενθάρρυνε τη βίαιη καταστολή αριστερών στοιχείων και υποστήριξε αντιδημοκρατικές ένοπλες ομάδες. Συχνά, αυτό γινόταν σε συμμαχικές χώρες σε συνεργασία με την τοπική κυβέρνηση.
Ως αποτέλεσμα, όταν τελείωσε ο Ψυχρός Πόλεμος το 1989 και η ανάμειξη των μεγάλων δυνάμεων υποχώρησε, οι κοινωνίες έγιναν πιο ελεύθερες να εκδημοκρατιστούν και, σε μεγάλο ποσοστό το πέτυχαν.
Ωστόσο στην συνέχεια ξεκίνησε ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας το 2001, πρόσθεσε ο Carothers και η Ουάσιγκτον πίεσε εκ νέου για ενδοτικούς αυταρχικούς κυβερνήτες και περιορισμούς στον εκδημοκρατισμό, αυτή τη φορά σε κοινωνίες όπου κυριαρχεί το Ισλάμ.
Το αποτέλεσμα ήταν δεκαετίες αποδυνάμωσης των θεμελίων της δημοκρατίας στις συμμαχικές χώρες.
Σύμφωνα με το Δρ. Gunitsky, μελετητή της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων, «Η δημοκρατική ηγεμονία είναι καλή για τον εκδημοκρατισμό, αλλά όχι μέσω των μηχανισμών που συνήθως σκέφτονται οι άνθρωποι... Η επιρροή των ΗΠΑ, όπου είναι ισχυρότερη, είναι μια έμμεση επιρροή, ως ένα παράδειγμα προς μίμηση».
Η έρευνά του διαπίστωσε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες υποκινούν τον εκδημοκρατισμό όταν οι ηγέτες άλλων χωρών, οι πολίτες τους ή και οι δύο βλέπουν τη διακυβέρνηση αμερικανικού τύπου να έχει πολλά υποσχόμενα οφέλη όπως η ευημερία ή η ελευθερία. Κάποιοι μπορεί να χρησιμοποιούν την υιοθέτησή του, έστω και επιφανειακά, ως τρόπο για να κερδίσουν την αμερικανική υποστήριξη.
Αλλά οι κάποτε θετικές εντυπώσεις για την αμερικανική δημοκρατία μειώνονται ραγδαία.
«Πολύ λίγοι από οποιοδήποτε κοινό που συμμετείχε στην έρευνα πιστεύουν ότι η αμερικανική δημοκρατία είναι ένα καλό παράδειγμα προς μίμηση για άλλες χώρες», διαπίστωσε μια πρόσφατη μελέτη του Ερευνητικού Κέντρου Pew. Κατά μέσο όρο, μόνο το 17% των ανθρώπων στις χώρες που συμμετείχαν στην έρευνα είπαν πως η αμερικανική δημοκρατία αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση, ενώ το 23% είπε ότι δεν αποτέλεσε ποτέ ένα καλό παράδειγμα.
Η αμερικανική ευημερία μπορεί να μην φαίνεται πλέον τόσο ελκυστική, λόγω των αυξανόμενων προβλημάτων, όπως η ανισότητα, αλλά και η άνοδος της Κίνας ως εναλλακτικού οικονομικού μοντέλου.
Επιπλέον η προβολή των εσωτερικών προβλημάτων των Ηνωμένων Πολιτειών -μαζικοί πυροβολισμοί, πόλωση, φυλετική αδικία- έχει επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τις αντιλήψεις.
Ίσως είναι πιο ακριβές να σκεφτούμε αυτό που συμβαίνει τώρα ως την άνοδο της ανελεύθερης δημοκρατίας ως εναλλακτικό μοντέλο. Αυτό το σύστημα φαίνεται να είναι όλο και πιο δημοφιλές. Η πληρέστερη δημοκρατία, με τις προστασίες της για τις μειονότητες και την εξάρτησή της από θεμελιωμένους θεσμούς, γίνεται όλο και λιγότερο.
Αλλά ακόμη και οι άνθρωποι που θέλουν ανελεύθερη δημοκρατία για τη χώρα τους τείνουν να τη βρίσκουν μη ελκυστική σε άλλες, χάρη στις εθνικιστικές της τάσεις. Οσο οι εντυπώσεις πως η αμερικανική δημοκρατία αποτελεί παγκόσμιο μοντέλο υποβαθμίζονται, το ίδιο συμβαίναι και για την ίδια τη δημοκρατία.
«Η απήχηση της δημοκρατίας σε όλο τον κόσμο συνδέεται σε σημαντικό βαθμό με την απήχηση των Η.Π.Α. ως δημοκρατικό πρότυπο», τονίζει ο Δρ. Γκουνίτσκι. «Καθώς αυτή μειώνεται, τόσο θα παρακμάζει και σε άλλες χώρες».
Πηγή: New York Times