Το 2014, ο Σταύρος Θεοδωράκης έχοντας στο βιογραφικό του εξαιρετικές τηλεοπτικές εκπομπές αποφάσισε να δημιουργήσει έναν πολιτικό φορέα που θα εντάσσεται στον πολύπαθο μεσαίο χώρο. Παρά την τεράστια επιτυχία του στις Ευρωεκλογές του 2014 και τις εθνικές εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, το Ποτάμι άρχισε να στερεύει ήδη από το καλοκαίρι του ίδιου έτους. Έκτοτε, και λόγω της κυριαρχίας Μακρόν στην Γαλλία και την Ευρώπη το 2017, ο Σταύρος Θεοδωράκης συνηθίζει μέσα από την ρητορική και τις κινήσεις του να ταυτίζει τον εαυτό του με τον Μακρόν και το Ποτάμι με το κεντρώο En Marche. Ωστόσο, οι διαφορές μεταξύ των δύο πολιτικών και των κομμάτων τους είναι παραπάνω από αρκετές.
Το Ποτάμι εμφανίστηκε σε μία περίοδο όπου η ελληνική κοινωνία ήταν διχασμένη. Η κυβερνώσα Νέα Δημοκρατία είχε εγκαταλείψει τον μεσαίο χώρο και έτεινε προς ένα πάντρεμα νέας δεξιάς και συντηρητικού φιλελευθερισμού. Στον αντίποδα, ο ΣΥΡΙΖΑ έραβε το κοστούμι της εξουσίας, έτοιμος να αναλάβει την διακυβέρνηση, βασιζόμενος σε απογοητευμένους υποστηρικτές της αριστερής πτέρυγας του ΠΑΣΟΚ αλλά και πρώην ψηφοφόρους της καραμανλικής πτέρυγας της Νέας Δημοκρατίας. Ο μεσαίος χώρος, παρά τους εκπροσώπους του σε Νέα Δημοκρατία, ΠΑΣΟΚ και Δράση, έμοιαζε βάλτος που ζητούσε ένα ποτάμι για να εισπνεύσει ξανά. Ο Σταύρος Θεοδωράκης πέτυχε να αναγνωρίσει αυτή την μεγάλη ανάγκη και να καταφέρει αυτό που προσπάθησαν τόσο η Ντόρα Μπακογιάννη με την Δημοκρατική Συμμαχία, όσο και η Δράση. Με μία σύγχρονη ρητορική, καμπάνιες τύπου Ομπάμα και μέλη που είχαν πετύχει στον τομέα τους, όπως ο Νικηφόρος Διαμαντούρος και ο Αρίστος Δοξιάδης, το Ποτάμι κατόρθωσε να κερδίσει τους φιλελεύθερους ψηφοφόρους αλλά και απολιτίκ μέλη της κοινωνίας. Για πρώτη φορά ένα κόμμα γεννημένο στην κρίση κατόρθωσε να αναδειχθεί τρίτη πολιτική δύναμη, μετά την Χρυσή Αυγή.
Ωστόσο, τα σφάλματα της ηγεσίας του οδήγησαν στην εν μέρει διάλυση του. Η υπερβολικά μαρκετίστικη παρουσίαση των θέσεων του, οι οποίες αρκετές φορές θύμιζαν γενικολογίες, σε συνδυασμό με την κατά καιρούς μεγαλομανία του επικεφαλής του, είναι οι δύο βασικοί λόγοι που η απότομη άνοδος του Ποταμιού έδωσε την θέση της στην απότομη παρακμή του. Ο Σταύρος Θεοδωράκης αναλώθηκε σε μία στρατηγική έλκυσης των νέων προτάσσοντας συνεχώς ένα εναλλακτικό προφίλ, χωρίς, όμως, να καταφέρει να δημιουργήσει μία βάση για το κόμμα. Η προτίμηση του να περιορίζεται σε ατάκες στις ομιλίες του στην Βουλή παρά σε εκτενείς παρουσιάσεις των θέσεων του δημιούργησε μία εικόνα τηλεοπτικής αντιμετώπισης της πραγματικότητας με στόχο την βασιλεία του στα social media. Ταυτόχρονα, η φιλελεύθερη στροφή της Νέας Δημοκρατίας με την εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία του κόμματος και ο εκσυγχρονισμός που ξεκίνησε η Φώφη Γεννηματά στο ΠΑΣΟΚ αποτέλεσαν ισχυρές μεταβλητές για την λειψυδρία του κόμματος.
Στην Γαλλία, ο Μακρόν κατόρθωσε μέσα σε 1 χρόνο, όχι μόνο να γίνει υπολογίσιμη δύναμη αλλά και να κυβερνήσει το Εξάγωνο. Η ταυτόχρονη πτώση της γαλλικής Δεξιάς και του Σοσιαλιστικού κόμματος δημιούργησαν την ανάγκη για κάτι νέο. Ο γαλλικός μεσαίος χώρος υπήρξε ανέκαθεν πιο ζωντανός από τον ελληνικό, καθώς κόμματα και πρόσωπα όπως ο Φρανσουά Μπαϊρού, άγγιζαν μέχρι και το 10% σε εκλογικές μάχες. Ο Εμμανουέλ Μακρόν, ως τεχνοκράτης υπουργός της κυβέρνησης Βαλλς υπό την προεδρία Ολλάντ και με μεγάλη εργασιακή εμπειρία, αφουγκράστηκε την γαλλική κοινωνία και εκμεταλλευόμενος την πτώση του γαλλικού δικομματισμού και τον φόβο απέναντι σε μία Γαλλία της ΛεΠεν, αποφάσισε να δημιουργήσει ένα κίνημα έτοιμο να πρωταγωνιστήσει στην γαλλική πολιτική σκηνή. Το En Marche ξεκίνησε ως ένα προσωποπαγές κόμμα του οποίου ο αρχηγός είχε ένα τρομερό επικοινωνιακό χάρισμα. Ο Μακρόν με συγκεκριμένες προτάσεις και χωρίς λερωμένα χέρια κατόρθωσε να κερδίσει με συντριπτική διαφορά την ΛεΠεν φέρνοντας μία αστική και σιωπηρή επανάσταση. Δεν αναλώθηκε ούτε σε σκληρή αντιπολίτευση προς τον δικομματισμό, αλλά ούτε και σε new age τακτικές, όπως ο Θεοδωράκης. Αντιθέτως, αντί να εντάξει την γαλλική πολιτική κουλτούρα σε μία στρατηγική τύπου Ομπάμα, αποφάσισε να προσαρμόσει την δεύτερη στην πρώτη. Επιπλέον, αποτέλεσε ένα πάντρεμα της επαναστατικής διάθεσης της πλειοψηφίας των Γάλλων και του γαλλικού γοήτρου, αφού οι Γάλλοι πολίτες συνηθίζουν να στηρίζουν σοσιαλιστές υποψηφίους στην Εθνοσυνέλευση και τις πόλεις, αλλά Δεξιούς υποψηφίους για την προεδρία.
Η οποιαδήποτε ταύτιση μεταξύ των δύο αντρών είναι άτοπη. Πέρα από τις διαφορές τους ως προς την εμπειρία και τις γνώσεις, οι δύο πολιτικοί αντιμετώπισαν με διαφορετικό τρόπο τόσο τα μέλη του κόμματος τους όσο και την ίδια την κοινωνία. Ο Σταύρος Θεοδωράκης υπήρξε δογματικός προκαλώντας την παραίτηση της πλειοψηφίας των πιο αξιόλογων στελεχών του κόμματος του, ενώ ο Εμμανουέλ Μακρόν μετά την εκλογή του στην προεδρία αποξενώθηκε από το κόμμα του και, σεβόμενος τα μέλη του, το άφησε να αναπτυχθεί μόνο του στηριζόμενο στις ιδέες του. Όσον αφορά την κοινωνία, ο Μακρόν δημιούργησε μία εικόνα του παιδιού μίας μεσοαστικής οικογένειας που χωρίς πολιτική στήριξη μπήκε στην γαλλική ελίτ αποτελώντας το πρότυπο για τις επόμενες γενιές, εν αντιθέσει με τον Θεοδωράκη ο οποίος παρά την ηγετική του μορφή μέσα στο κόμμα, δεν κατόρθωσε να πείσει πως είναι η καλύτερη εναλλακτική.
Συνοψίζοντας, κάθε προσπάθεια Έλληνα πολιτικού να ταυτιστεί με τον νέο ηγέτη της Γαλλίας είναι καταδικασμένη να αποτύχει. Η ρητορική και ο στόχος Μακρονοποίησης ενός πολιτικού χώρου και ενός πολιτικού δεν αρκούν. Άλλωστε, κανείς πολιτικός δεν πέτυχε αντιγράφοντας κάποιον άλλον, αλλά μεταφέροντας και προσαρμόζοντας τις ιδέες και τις προτάσεις του με βάση το εκάστοτε εκλογικό σώμα. Επομένως, η εκμετάλλευση και η προσπάθεια αντιγραφής της επιτυχίας του Μακρόν δεν θα φέρει την αναγέννηση που επιθυμεί το Ποτάμι.