Στο βιβλίο μου Φυγή προς τα εμπρός (εκδόσεις Αρμός) αναφέρομαι στην καχεξία της θεσμικής συνείδησης στην χώρα μας. Θεσμοί υπάρχουν πολύ καλοί, αλλά δεν έχουν εσωτερικευθεί ψυχικά από τον λαό μας.
Δεν θα μπορούσε να συμβαίνει διαφορετικά και με τους πολιτικούς μας. Αν οι πολίτες ψηφίζουν με πρώτιστο κριτήριο το ατομικό ή κλαδικό τους συμφέρον, τι θα εμποδίσει τους πολιτικούς να πράττουν σύμφωνα με το δικό τους συμφέρον; Το επεσήμανε και ο ”προφήτης” του Αρκά.
Στην απουσία θεσμικής συνείδησης οι θεσμοί βιώνονται από τον ψυχισμό είτε σαν εργαλεία που εξυπηρετούν την υλοποίηση των επιθυμιών του είτε σαν ενοχλητικά εμπόδια. Προηγείται η όποια στόχευση και κατόπιν εξετάζεται αν ο νόμος μπορεί να την βοηθήσει, ή έστω να την επιτρέψει. Δεν εκτιμάται η δημοκρατία καθεαυτήν. Δεν αναφέρομαι μόνο στην απερχόμενη κυβέρνηση, η οποία δεν πιστεύει ούτε καν στη δημοκρατία, αλλά και σε όλους τους προηγούμενους.
Κλασικό σταθερό παράδειγμα αποτελεί η προκήρυξη πρόωρων εκλογών από όλες τις κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης. Περιφρονώντας το Σύνταγμα ο εκάστοτε πρωθυπουργός παρίστανε ότι υπάρχει δήθεν εθνικό θέμα που επιβάλλει την πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, ο δε εκάστοτε πρόεδρος της δημοκρατίας παρίστανε ότι συμφωνούσε και υπέγραφε. Μοναδικό κίνητρο ήταν πάντα το τάϊμινγκ για την πιθανολογούμενη επίδοση του κυβερνώντος κόμματος.
Στην ελληνική κοινωνία υπάρχουν ποικίλα ρεύματα από την πλευρά της πολιτικής ψυχολογίας. Όσοι έχουν εμπειρίες από την Δύση και είναι φιλοευρωπαϊκά προσανατολισμένοι, συνήθως έχουν εσωτερικεύσει καλύτερα τους θεσμούς. Όσοι τάσσονται ενάντια στην ανοικτή κοινωνία και επιτρέπουν στον φόβο να λειτουργεί ως κίνητρο, μεταβάλλουν τους θεσμούς σε υπηρέτη του λαϊκισμού. (Αυτά ισχύουν για τους πολίτες, όχι για τους πολιτικούς οι οποίοι δεν δείχνουν να τους επηρεάζει η εμπειρία τους από τον δυτικό σεβασμό των θεσμών).
Ουσιαστικά επανεμφανίζεται εδώ το φαινόμενο του πολιτισμικού δυϊσμού το οποίο περιέγραψε ο Διαμαντούρος. Η άσκηση πολιτικής, με τους θεσμούς σε παρένθεση, είναι μια άλλη κουλτούρα, όχι πάντως αυτή στην οποία εντάχθηκε η χώρα μας εδώ και σαράντα χρόνια.
Για παράδειγμα, η σταυροδοσία των υποψηφίων με βάση την συγγένεια ή την γνωριμία παρουσιάζεται εκπληκτικά ανθεκτική στον χρόνο. Αναδίδει μια κουλτούρα υποστήριξης ”των δικών μας”, χωρίς έγνοια για το αν είναι ικανοί να διαχειρισθούν τα κοινά. Η αδιαφορία για το δημόσιο συμφέρον (όπως διαπιστώνεται π.χ. από τον τρόπο απόρριψης των σκουπιδιών, από την αναξιοκρατία στις πανεπιστημιακές εκλογές, από την ειδοποίηση των απέναντι οδηγών για μπλόκο της τροχαίας, από την πώληση προϊόντων καπνού και αλκοόλ στους κάτω των 18, από τους βανδαλισμούς κ.π.ά.) αποτελεί κατάλοιπο ενός άλλου πολιτισμού, εκείνου στον οποίο ο δημόσιος χώρος βιωνόταν από αδιάφορος έως εχθρικός επειδή το σόϊ αποτελούσε την βασική κοινωνική μονάδα.
Για να προκόψει μια σύγχρονη δημοκρατία, όμως, απαιτεί πολίτες και πολιτικούς οι οποίοι θα δώσουν προτεραιότητα στο δημόσιο συμφέρον. Αυτό δεν αποκτάται μόνο με την ηθική υπόστασή τους ως ατόμων (αν και αυτή έχει τεράστια σημασία), αλλά με το να ενστερνισθούν τους θεσμούς βλέποντάς τους ως προστασία του αισθήματος δικαιοσύνης και των αδυνάτων (όπου αδύνατος μπορεί να είναι όποιος στερείται γνωριμιών).
Πολλοί συμπολίτες μας που εκμεταλλεύονται τους θεσμούς για το συμφέρον τους δεν το κάνουν από μοχθηρία, αφού ως άτομα διακρίνονται για ιδιαίτερη καλωσύνη. Είναι η γνωστική τους αποσκευή και τα βιωματικά τους αντανακλαστικά εκείνοι οι παράγοντες που τους ωθούν σε παράκαμψη των θεσμών, αφού το υπερεγώ τους θα τους ελέγξει αν δεν κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους για την τακτοποίηση της οικογένειας ή του συγγενούς. Πιστεύουν βαθιά ότι αυτό είναι η αποστολή τους.
Καθώς στη χώρα μας η οικογένεια και η συγγένεια παραμένουν ισχυρές πυξίδες πολιτικής συμπεριφοράς, η πολιτική μας κουλτούρα εμπεριέχει πολλά πρωτόγονα ατομοκεντρικά στοιχεία. Οι άξονές της είναι μάλλον προνεωτερικοί, εμπνεόμενοι από την εποχή όπου το άτομο έπρεπε να κάνει την δουλειά του θεσμού ο οποίος δεν υπήρχε ακόμη. Ενδιαφέρον πάντως έχει η επιλεκτικότητα στην χρήση των θεσμών: οι πολίτες τούς παρακάμπτουν όταν εμποδίζουν σχέδιά τους αλλά τούς λαμβάνουν υπόψη πολύ σοβαρά όταν πρόκειται να διεκδικήσουν κάποιο δικαίωμα.
Ένα άλλο παράδειγμα τέτοιας εργαλειοποίησης των θεσμών συναντούμε στη σχέση μας με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι πολίτες φροντίζουν να επωφελούνται από όσα προσφέρει χωρίς να ενδιαφέρονται για τους θεσμούς της. Στην πραγματικότητα αγνοούν πώς λειτουργεί, γι’ αυτό και ψηφίζουν στις ευρωεκλογές με κριτήρια εσωτερικών εκλογών.
Ο φοιτητής που επιδιώκει να πάει έξω με το Erasmus ενδέχεται να μην ψηφίσει καν στις ευρωεκλογές. Η οικογένεια η οποία, κατόπιν επιμελούς διερεύνησης, έλαβε χρήματα από ΕΣΠΑ για να δημιουργήσει τουριστικό κατάλυμα στο χωριό, μπορεί και να αγνοεί πλήρως ποια είναι η διαφορά ευρωκοινοβουλίου και επιτροπής. Ο αγρότης που εισέπραξε ευρωπαϊκή επιδότηση κατόπιν ίσως και να ψηφίζει αντιευρωπαϊκό κόμμα κ.ο.κ. Όλα αυτά αποτελούν παραδείγματα ανώριμης πολιτικής κουλτούρας, η οποία δεν έχει επίγνωση της θέσης της χώρας μας στον κόσμο, διακατέχεται μόνο από αίσθηση δικαιωμάτων και όχι υποχρεώσεων, και ψηφίζει αναγνωρίσιμες διασημότητες χωρίς να διανοείται καν αν θα είναι ικανές να αντεπεξέλθουν στα καθήκοντα του ευρωβουλευτή.
«Δεν θέλω να ξέρω, θέλω μόνο ό,τι έχεις να μου δώσεις»! Παιδική στάση, η οποία επιτρέπει να έχουν την πρωτοβουλία των κινήσεων όσοι από τους άλλους λαούς σκέφτονται ως ενήλικες. Και όταν αυτοί αποφασίζουν κάτι που δεν μας αρέσει κατηγορούμε το σκηνικό σαν στημένο και δικαιολογούμε έτσι την απόσυρσή μας. Αυτοεκπληρούμενη προφητεία, δηλαδή, για τον λαό που καυχάται πόσο ξεχωριστός είναι...