Έντονη είναι η πολιτική αντιπαράθεση, εάν πράγματι η Ελλάδα στις 21 Αυγούστου εξήλθε των μνημονίων όπως υποστηρίζει η κυβέρνηση ή όχι όπως διατείνεται η αντιπολίτευση.
Τι ισχύει τελικά και που βρίσκεται η αλήθεια;
Προκειμένου να σκιαγραφήσουμε με αντικειμενικότητα και επιστημονική ορθότητα το μείζον αυτό πολιτικό διακύβευμα, οφείλουμε αρχικά να αποσαφηνίσουμε τι συνιστά το μνημόνιο.
Η Ελλάδα το 2010 λόγω των υψηλών δημοσίων ελλειμάτων,της παρεπόμενης έλλειψης αξιοπιστίας και των δεινών μακροοικονομικών δεικτών, βρέθηκε εκτός αγορών, διότι τα επιτόκια δανεισμού εκτοξεύτηκαν σε επίπεδα αποτρεπτικά για ομαλό δανεισμό.
Μπροστά στο φάσμα της άτακτης χρεοκοπίας η Ελλάδα κατέφυγε στο Δ.Ν.Τ. προκειμένου να μπορεί να καλύψει τις δανειακές υποχρεώσεις της. Υπεγράφει συνεπώς μεταξύ της χώρας μας και του Δ.Ν.Τ. το πρώτο μνημόνιο το οποίο συνεπάγεται την τήρηση δημοσιονομικών μέτρων κατ ΄ εντολήν του ΔΝΤ με αντάλλαγμα τα απαιτούμενα δάνεια. Τα μέτρα αυτά σκόπευαν στην δημοσιονομική προσαρμογή – μηδενικά ελλείματα και βιώσιμο δημόσιο χρέος – και είναι σε όλους γνωστά απο τα διφορούμενα αποτελέσματα, αλλά και την κοινωνική σκληρότητα τους. Η ελληνική κυβέρνηση απώλεσε την αυτονομία της και ήταν υποχρεωμένη να εφαρμόζει επακριβώς τα συμφωνηθέντα.
Με την λήξη του πρώτου μνημονίου τα δημοσιονομικά αποτελέσματα δεν ήταν τα δέοντα και τα επιτόκια δανεισμού στις αγορές παρέμεναν απαγορευτικά. Ως αποτέλεσμα ήρθε το δεύτερο μνημόνιο με ακόμη πιο σκληρά δημοσιονομικά μέτρα, τα οποία επέτειναν τα κοινωνικά προβλήματα. Με το πέρας όμως του δευτέρου μνημονίου και πάλι δεν είχαν επιτευχθεί οι δημοσιονομικοί στόχοι και τα επιτόκια δανεισμού παρέμεναν σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα. Παρά τις σκληρές και οριακές διαπραγματεύσεις της νέας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ υπεγράφει το τρίτο μνημόνιο καθότι δεν εξέλειψαν οι δημοσιονομικοί λόγοι, οι οποίοι θα μπορούσαν να αναιρέσουν αυτή την προοπτική.
Στις 21 Αυγούστου λοιπόν έληξε και το τρίτο πρόγραμμα και η Ελλάδα έχει πλέον πιάσει όλους τους δημοσιονομικούς στόχους και τα επιτόκια δανεισμού έχουν επιστρέψει σε επίπεδα προ κρίσεως. Συνεπώς όπως διατείνονται οι εταίροι μας αλλά και οι δανειστές δεν απαιτείτε η υπογραφή τέταρτου μνημονίου και η λήψη πρόσθετων μέτρων.
Η Ελλάδα για να μπορεί όμως να δανείζεται απο τις αγορές και να έχει αξιοπιστία, σαφώς και δεσμεύεται απο τις υπογεγραμμένες μνημονιακές υποχρεώσεις αλλά και τους συμφωνημένους στόχους και δεν μπορεί να ξηλώσει το πουλόβερ μέσα σε μία νύχτα! Προιόντος του χρόνου όμως, κερδίζοντας την χαμένη αξιοπιστία, μας δίδονται πλέον οι δυνατότητες να ασκούνται εθνικές πολιτικές, οι οποίες θα ενισχύουν τους οικονομικά ασθενέστερους και θα αλλάζουν σταδιακά το μείγμα της υφιστάμενης μνημονιακής πολιτικής με δικαιότερα μέτρα τα οποία θα παράγουν όμως ουδέτερο δημοσιονομικό αποτέλεσμα. Βασικές προυποθέσεις όπως, η αδιάκοπη ανάπτυξη, η συνετή και έντιμη διαχείριση, η εξάλειψη του πελατειακού και διεφθαρμένου κράτους, με την ενίσχυση της διαφάνειας και της Δημοκρατίας, θα αποτελέσουν το έδαφος για ουσιαστική οικονομική ανάκαμψη των πολιτών και των επιχειρήσεων.
Τα επιτόκια κυμαίνονται είτε λίγο επάνω, είτε λίγο κάτω απο το 4%, όταν το 2007 δανειζόμαστε με κάτι λιγότερο απο το 4%. Συνεπώς σε καμία των περιπτώσεων δεν είναι απαγορευτικά και σε κάθε περίπτωση, η επιβάρυνση του πρόσθετου κόστους λόγω του αυξημένου επιτοκίου δεν παράγουν απαγορευτικό δημοσιονομικό αποτέλεσμα.
Στον αντίποδα οι εξαγγελίες του κ. Μητσοτάκη στην ΔΕΘ ότι θα κάνει ότι χρειαστεί προκειμένου να επιστρέψει η Ελλάδα στον φθηνότερο δανεισμό εγείρουν μείζονα ερωτήματα. Ως μελλοντική κυβέρνηση θα υπογράψει τέταρτο μνημόνιο εφόσον τα επιτόκια παραμένουν σε αυτό το ύψος και νέες σκληρές δημοσιονομικές δεσμεύσεις για τους πολίτες; Εφόσον όπως δήλωσε, ότι η Ελλάδα θα πρέπει να επιστρέψει στην «ασφάλεια» του φθηνού δανεισμού και του ΔΝΤ πως θα υλοποιήσει τις εξαγγελίες του στην ΔΕΘ για μείωση φόρων και εισφορών; Υποστήριξε ότι θα το επιτύχει μέσω της πειθούς, αλλά ως γνωστών η υπογραφή μνημονίου συνεπάγεται την απαρέγκλιτη εφαρμογή των συμφωνηθέντων και επουδενί μειώσεις φόρων, όπως είδαμε σε όλα τα προηγούμενα προγράμματα.
Τα ερωτήματα είναι κρίσιμα ενόψει των επερχόμενων εκλογών και θα πρέπει οι επίδοξες κυβερνητικές δυνάμεις όπως η ΝΔ και το ΚΙΝΑΛ να τοποθετηθούν με σαφήνεια, για το τι θα πράξουν εάν τα επιτόκια παραμένουν σε αυτά τα επίπεδα, προκειμένου οι Έλληνες και οι Ελληνίδες να αποφασίσουμε με ξεκάθαρη εικόνα και προθέσεις!