Λίγες ημέρες μετά την ανακοίνωση της Unesco περί έναρξης διαλόγου Αθήνας - Λονδίνου σε επίπεδο υπουργών Πολιτισμού για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα, η μακροχρόνια διαμάχη λαμβάνει νέα τροπή μετά τον ισχυρισμό του Βρετανικού Μουσείου ότι μεγάλο μέρος αυτών ανασύρθηκε από τα ερείπια γύρω από το μνημείο και δεν αποκόπηκε από τον Παρθενώνα.
Σύμφωνα με τον Guardian, ο ισχυρισμός αυτός διατυπώθηκε στη Σύνοδο της Διακυβερνητικής Επιτροπής της Unesco, που πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι την περασμένη εβδομάδα.
«Μεγάλο μέρος της ζωφόρου στην πραγματικότητα αφαιρέθηκε από τα ερείπια γύρω από τον Παρθενώνα», δήλωσε ο αναπληρωτής διευθυντής του Μουσείου, Δρ Τζόναθαν Ουίλιαμς, στην ετήσια Σύνοδο της Επιτροπής για την προώθηση της επιστροφής πολιτιστικών αγαθών. «Τα αντικείμενα αυτά δεν αφαιρέθηκαν όλα από το κτίριο, όπως έχει υποστηριχθεί».
Σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής, τα Γλυπτά αποσπάστηκαν βίαια από τον ναό του 5ου αιώνα π.Χ. με τη χρήση πριονιών μαρμάρου, σε πλήρη γνώση του Έλγιν, τότε πρέσβη της Βρετανίας στην Οθωμανική αυτοκρατορία.
Η χρήση πριονιών και άλλων εργαλείων επιβεβαιώνεται και στην αλληλογραφία του διπλωμάτη με τον Τζιοβάνι Μπατίστα Λουζιέρι, τον Ιταλό ζωγράφο στον οποίον ανέθεσε την επίβλεψη της αφαίρεσης των αρχαιοτήτων το 1801.
Σε μία επιστολή, ο Λουζιέρι παρακαλεί τον Έλγιν «να στείλει στην Αθήνα, το συντομότερο δυνατόν, 12 πριόνια μαρμάρου διαφόρων μεγεθών».
Σε δήλωσή της στον Guardian την Κυριακή 22 Μαΐου, η υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, κατηγορεί τον Έλγιν για κατά συρροή κλοπές.
«Εδώ και χρόνια, οι ελληνικές αρχές και η διεθνής επιστημονική κοινότητα έχουν αποδείξει με ακλόνητα επιχειρήματα τα αληθινά γεγονότα γύρω από την αφαίρεση των Γλυπτών του Παρθενώνα. Ο Λόρδος Έλγιν χρησιμοποίησε παράνομα και άδικα μέσα για να αρπάξει και να εξάγει τα Γλυπτά του Παρθενώνα, χωρίς πραγματική νομική άδεια για κάτι τέτοιο, σε μια κατάφωρη πράξη κατά συρροή κλοπής », είπε η Λίνα Μενδώνη.
Ο Λουζιέρι είχε παραδεχτεί σε επιστολή προς τον Έλγιν το 1802 ότι «αναγκάστηκε να είναι λίγο βάρβαρος» κατά τη διάρκεια αφαίρεσης ενός γλυπτού αναγλύφου ή μίας μετόπης, που απεικονίζει μια γυναίκα να παρασύρεται από έναν Κένταυρο.
Απαντώντας στους ισχυρισμούς του Γουίλιαμς, ο διάσημος αρχαιολόγος, Άντονι Σνόντγκρας, επεσήμανε πως δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο πρώτος στόχος του Λουζιέρι -οι μετόπες στη νότια πλευρά του Παρθενώνα- «αποκολλήθηκαν βίαια» και επικαλέστηκε τις μαρτυρίες ταξιδιωτών οι οποίοι ήταν μάρτυρες των «ανεπανόρθωτων ζημιών» που προκλήθηκαν στο κτίριο.
Ο Σνόντγκρας, ο οποίος είναι επίτιμος πρόεδρος της Βρετανικής Επιτροπής για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα, δήλωσε ότι η έλλειψη τεκμηριωμένων στοιχείων καθιστά «αδύνατο να ποσοτικοποιηθεί ή ακόμη και να τεκμηριωθεί» ποιο ποσοστό των Γλυπτών βρισκόταν ανάμεσα στα χαλάσματα κατά τη διάρκεια των τεσσάρων ετών που η ομάδα του Έλγιν εργάστηκε στον χώρο. Όμως παρέμενε αδιαμφισβήτητο ότι στην προσπάθειά της να αποκτήσει όσο το δυνατόν περισσότερα από τα αγάλματα και τα γλυπτά, κομμάτια αποκόπηκαν βίαια από το μνημείο.
«Προκειμένου να μειώσει το βάρος για τη μεταφορά, ο Λουζιέρι είχε πριονίσει και πετάξει το πίσω μέρος των περισσότερων όγκων, έτσι ώστε να διατηρήσει ανέπαφο μόνο το μπροστινό γλυπτό πρόσωπο», είπε για τη μνημειώδη ζωφόρο που απεικονίζει την πομπή των Παναθηναίων.
Ο αναπληρωτής διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου παραδέχτηκε ότι τα μνημεία της Ακρόπολης είναι θαυμάσια διατηρημένα, αλλά είπε ότι η επιθυμία της Ελλάδας για επανένωση του μνημείου είναι αδύνατη καθώς έχει καταστραφεί μεγάλο μέρος πριν φτάσει ο Έλγιν στην Αθήνα.
«Δεν θα υπάρξει ποτέ η μαγική στιγμή της επανένωσης γιατί τα μισά από τα γλυπτά του Παρθενώνα έχουν χαθεί για πάντα, τα μισά από τα Γλυπτά είχαν καταστραφεί μέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα, πριν βρεθεί ο Έλγιν στην Αθήνα».
Η Λίνα Μενδώνη επισήμανε ότι σε ένα διεθνές περιβάλλον όπου οι θησαυροί επαναπατρίζονται όλο και περισσότερο στις χώρες προέλευσης τους, η προσπάθεια επιστροφής θα συνεχιστεί.
«Η Ελλάδα είναι έτοιμη να ξεκινήσει έναν ειλικρινή διάλογο με το Ηνωμένο Βασίλειο, με καλή πίστη και εντός του νομικού και ηθικού πλαισίου που ορίζουν οι συστάσεις και οι αποφάσεις της Unesco».