Γλώσσα και Γέννηση του Χωροχρόνου

Η Μηχανική της Μνήμης και το Διαμάντι της Ελληνικής.
Open Image Modal
Scribe writing in Koine Greek on papyrus with a reed stylus by candlelight
aaronnystrom via Getty Images

Πρόσφατα, διάβασα σχεδόν απνευστί ένα βαθύπλουτο δοκίμιο, ονόματι «Ιστορία και Μνήμη (Εκδόσεις Νεφέλη)», του διαπρεπούς Γάλλου μεσαιωνολόγου Ζακ Λε Γκοφ, ενός ετοιμόλογου ιστορικού της Σχολής των «Annales», ιδίως του ρεύματος της «Nouvelle Histoire». Καθώς ξεφύλλιζα τα εισαγωγικά τμήματα του βιβλίου, συνάντησα ένα αινιγματικό τρόπον τινά κεφάλαιο, που ο συγγραφέας σκιαγραφεί το συνειρμό παρελθόντος – παρόντος – μέλλοντος στο σύστημα της γλώσσας.

Ανεξαρτήτως του αν αποδεικνύει για πολλοστή φορά ότι η ιστορία ως εξιχνίαση του παρελθόντος εφάπτεται με την γλωσσολογία ως ανακριτικό φακό της ανθρώπινης σημειολογίας, συσχετίζει την αντίληψη του χωροχρόνου με τους εκφραστικούς κανόνες της γλώσσας. Επ’ αυτού ακριβώς αποφαίνεται, πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η «Ιστορία της Γαλλίας… αρχίζει με τη γαλλική γλώσσα».

Ασφαλώς, η προσέγγιση του διακλαδίζεται στις γλωσσικές οικογένειες ανά την υφήλιο. Στην επιχειρηματολογία του αναφέρει βεβαίως την ελληνική, η οποία εξ’ απόψεως συνθετότητας, δομής και παλαιότητας, τόσο του ευρωπαϊκού όσο και του παγκόσμιου θησαυροφυλακίου, κατατάσσεται στις πιο ραφινάτες της ανθρωπότητας.

Άλλωστε αποτελεί γλώσσα – γενάρχη στον ινδοευρωπαϊκό κλάδο.

Ενθουσιάζει η κράση της καθώς αποκαλύπτει τις διαχρονικές παραστάσεις της συλλογικής ψυχής, δίχως εκείνη να υποστεί την προϊούσα αλλοτρίωση και θανάτωση του βασικού πυρήνα, του αρχέγονου σκελέτου της. Με άλλες λέξεις, η ελληνική ως γλωσσικός οργανισμός βελτιώνεται και προσαρμόζεται στο διάβα των εποχών με αναλλοίωτη τη μητρική της πλακέτα.

Ως εκ τούτου, αποτιμά το μοτίβο αφήγησης, της χρήσεως δηλαδή των χρόνων του ρήματος, από τα Ομηρικά Έπη, το Ευαγγέλιο έως το Δημοτικό Τραγούδι. Εξυπακούεται ότι δεν σταματά στην ελληνική αλλά η συγκριτική απλώνεται.

Σε μια ταπεινή απόπειρα ερμηνείας του σπουδαίου ιστορικού και ακαδημαϊκού, προεκτείνω τη συλλογιστική του συνηγορώντας σε μερικές σκέψεις.

Στη λειτουργία της γλώσσας φανερώνεται η μηχανική της μνήμης, βάσει της οποίας οι τύποι της ιστορικής γραμματικής βιδώνουν τις χωροχρονικές κλειδώσεις, μέσω της γραπτής και προφορικής μεταποίησης, στη κατασκευή της εθνικής σκέψης.

Το λεξιλόγιο, οι ρηματικοί τύποι, οι συντακτικοί κανόνες, οι αντωνυμίες, η ορθογραφία, εν γένει το ύφος όπως συνακόλουθα η αλληλουχία αυτών εντός ενιαίου κειμένου ή ομιλίας, μαρτυρούν την «χρονογένεση» της συνείδησης. Εξ΄ ου και η διαπίστωση της γλωσσολογίας ότι ο διαχωρισμός παρελθόντος – παρόντος – μέλλοντος δεν αποτελεί οικουμενικό κεκτημένο, το οποίο χάσμα θίγει επιστάμενα ο Λε Γκώφ.

Ασχέτως του αν το σχήμα του ιστορικού χρόνου απεικονίζεται άλλοτε γραμμικά άλλοτε σπειροειδώς, αναλόγως τη φιλοσοφική σχολή, η διανοητική του οργάνωση και η κοινωνική του εσωτερίκευση κτίζεται στο γλωσσικό κώδικα.

Εν προκειμένω, – επανερχόμαστε στο Γάλλο πανεπιστημιακό – τεκμηριώνει την  αλληλεπίδραση της γλωσσικής σύλληψης των χρονικών οριοθετήσεων με τον εξευγενισμό του συλλογικού πνευματικού μέτρου, αντιπαραβάλλοντας, σαν παράδειγμα, τα παλαιά γαλλικά (9ος – 13ος αιώνας μ.Χ.) με τα γαλλικά της Αναγέννησης (14ος – 15ος αιώνας μ.Χ.), όπου η σύγχυση και η πτωχεία αντικαθίσταται σταδιακά από την άγουρη ακρίβεια και τον πολλαπλασιασμό.

Αλήθεια, τι μας διδάσκει η παραπάνω παραδοχή; Stricto sensu μας εισάγει σε μια προβληματική.

Πρώτον, η ελληνική είναι ένα εκλεκτός, χιλιετής και ζωντανός κτύπος του πλανητικού πολιτισμού.

Δεύτερον, η καλλιέργεια της γλώσσας εξοπλίζει τους μεμονωμένους ομιλητές και παρεπόμενα το ευρύτερο έθνος, με το νοητικό δυναμισμό να διυλίζουν την πολυμέρεια της πραγματικότητας.

Τρίτον, η εκ φύσεως πολυπλοκότητα της γλώσσας, το πολυμήχανο της έκφρασης και η ακριβολογία – ταυτολογία των λέξεων-εννοιών σαλπίζει υψηλό πολιτισμικό κεκτημένο.  

Τέταρτον, η ιστορική συνείδηση και η εθνική ταυτότητα χαλυβδώνονται στην εμβρίθεια της αφήγησης τους, μέσα στον γλωσσικό αμφορέα στερεώνεται η σύνδεση των γενεών όπου ενθυλακώνεται η εθνική μνήμη.

Τελευταίο αλλά όχι έλασσον, το γλωσσικό σύστημα προσομοιάζει με τους εγκεφαλικούς νευρώνες, όσο πιο λεπτομερές τόσο πιο πολυφυές· και αρά ευφυέστερο και πιο καλοδουλεμένο.  

Πόσο επίκαιρο φαντάζει… Όλες οι εν λόγω παρατηρήσεις επιβεβαιώνουν πάλι πως ο έλεγχος της γλώσσας είναι ένα τρομοκρατικό εργαλείο χειραγώγησης και εξιλιθίωσης των συνειδήσεων ατομικών – συλλογικών.

Στα καθ’ ημάς λοιπόν, προπαντός επί της εκπαιδευτικής φιλοσοφίας του ελληνικού κράτους από τη μεταρρύθμιση του 80΄ και εντεύθεν, την περίοδο της δήθεν κοινωνικής «απελευθέρωσης», έχουμε έναν συνεχή σε επίπεδο θεσμών και καθημερινότητας εκφυλισμό της γλώσσας.

Διακεκριμένοι πανεπιστημιακοί και άνθρωποι των γραμμάτων, έχουν κρούσει αλλεπάλληλα τον κώδωνα, αναφορικά με τα συντονισμένα πλήγματα εναντίον του ελληνικού γλωσσικού αισθητηρίου από τα κανόνια ενός ελαφρόμυαλου «προοδευτισμού».

Υπέρμαχος του τελευταίου, μια «πεφωτισμένη» διανόηση πριμοδοτεί παντί τω τρόπω τον υποβιβασμό της γλώσσας, σαν «επανάσταση» εναντίον της καθυστέρησης. Μάλλον αγνοεί τα προλεχθέντα ή τα παραβλέπει εσκεμμένα. Η κυρίαρχη νοοτροπία προωθεί τη διαρκή κλιμάκωση της γλωσσικής αφαιρετικότητας, την απαλλαγή από τα περιττά «στολίδια», τα οποία βαπτίζει γραφικά στερεότυπα.

Προσπαθεί με διάφορους τάχα «νεωτερισμούς» να «ξεμωράνει» τη γλωσσική επικοινωνία, καθιστώντας την πιο «υπανάπτυκτη» ή – όπως υποστηρίζει εύηχα – πιο «εύκολη». Εν τοις πράγμασι, διαφημίζει την άκρατη απλοποίηση, την αποψίλωση της ποιότητας και το στέγνωμα της καλλιέπειας εχθρεύεται την ευρυχωρία της αντίληψης μας, επιβραδύνει το νου καταργώντας τις χωροχρονικές διαστάσεις του κόσμου.

Περισφίγγει τη συλλογική μνήμη, την ανάγνωση του παρόντος και την ενατένιση του μέλλοντος σε κάτι ρηχά τηλεγραφήματα.

Αλήθεια παρατηρούμε τα ανοιχτά βαθουλώματα; Τη σήμερον έχουμε «χαζέψει» εξαιτίας του ξεχειλώματος της ορθογραφίας, κάποιοι μάλιστα συζητούν την εξαφάνιση του τονισμού και την ομογενοποίηση της προφοράς κ.α. Αν είναι δυνατόν…

Είναι θλιβερό η ελληνική, παρά τις συντονισμένες επιθέσεις που δέχεται η κλασσική παιδεία από την κουλτούρα του μεταμοντερνισμού, να αποτελεί αδιαψεύστως γλώσσα – δεξαμενή της δυτικής σκέψης και της παγκόσμιας επιστήμης, δηλαδή κύρια πηγή αναδημιουργίας νοήματος, και το «γαλαντόμο» ομώνυμο κράτος με δεινές εκπτώσεις επί μια περίπου 50ετία παλεύει να φτωχύνει τη γλωσσική ύλη και κοσμοθέαση του σύγχρονου Έλληνα.

Διόλου τυχαίο είναι ότι μερίδα ελληνοφώνων άλλοτε μεταφράζουν και άλλοτε δυσφορούν στην προσπάθεια τους – όπως σοφά έλεγε ο Χρήστος Γιανναράς και ο Σαράντος Καργάκος – να κατανοήσουν τον Παπαδιαμάντη, τον Ροΐδη(οπαδός της δημοτικής παρεμπιπτόντως), τον Βιζυηνό ή τον Ακάθιστο Ύμνο του Ρωμανού του Μελωδού, τούτου του διθυραμβικού κοσμήματος της βυζαντινής υμνογραφίας.  

Ευτυχώς, μέσα στο ελληνόφωνο πλήθος, εντός και εκτός Ελλάδος, υπάρχουν χιλιάδες μάστορες της ελληνικής γλώσσας, πανεπιστημιακοί, κληρικοί, πνευματικοί ταγοί, λόγιοι που προστατεύουν την ποιότητα της, το εθνικό μας διαμάντι.

Η γλώσσα αναπαριστά μια κλειδοθήκη. Ως έθνος είμαστε νομείς μιας αμύθητου πλάτους και βάθους κλειδοθήκης με αναρίθμητους κρίκους. Η ελληνική μας παρέχει απαρομοίαστη πρόσβαση στον χωροχρόνο, στη διαλεύκανση των διαμερισμάτων του, αυτός ο θησαυρός μας καθιστά προνομιούχους και παράλληλα υπόλογους…

Ας το εμπεδώσουμε και ας αντισταθούμε σθεναρά στην πολιορκία της προωθούμενης κουλτούρας της «αλαλίας», έχουμε αστείρευτες δυνάμεις εναντίον της.

-- --