Ότι πολλοί ιστορικοί και παιδαγωγοί στην Ελλάδα, και δυστυχώς ακόμη περισσότεροι διδακτικολόγοι της Ιστορίας στα ελληνικά πανεπιστήμια, πιστεύουν πως αποστολή της διδασκαλίας της Ιστορίας δεν είναι να αποκτήσει η νέα γενιά μια έγκυρη εικόνα του παρελθόντος, αλλά μια εικόνα συμβατή και φιλική με συγκεκριμένες πολιτικές-ιδεολογικές στοχεύσεις, συνιστά μια εκπαιδευτική τραγωδία.
Ότι διαχρονικά στην ελληνική εκπαίδευση κάτι δεν πάει καλά με το μάθημα της Ιστορίας, είναι κοινό μυστικό. Ότι στην περίοδο της μεταπολίτευσης τα αφηγήματα που η Αριστερά (κλασική, ανανεωτική και άλλη) κατόρθωσε να επιβάλει – πολύ πριν την «εθνική συμφιλίωση» του 1989 και τη δεύτερη κυβερνητική της θητεία μετά το 2015 – για την σύγχρονη ελληνική Ιστορία όχι μόνο στον δημόσιο λόγο, αλλά και στα σχολικά εγχειρίδια και την εκπαίδευση γενικότερα, είναι εξίσου μονόπλευρα, όσο και τα αντίστοιχα της περιόδου μέχρι το 1974, είναι γεγονός που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Απλά η παραδοχή του είναι δύσκολη, διότι η κυριαρχία αυτών των αφηγημάτων οφείλεται όχι στην διαφωτιστική δεινότητα της Αριστεράς, αλλά πρωτίστως στην καιροσκοπική στάση της σοσιαλδημοκρατικής και της συντηρητικής παράταξης και στην άνευ αρχών και ορίων αντιπαράθεση μεταξύ τους μετά το 1974. Ότι κάτω από συνθήκες φενακισμένης ιστορικής συνείδησης οποιασδήποτε κοπής η εργαλειοποίηση της Ιστορίας από την πολιτική συνιστά ρεαλιστική επιλογή για όσους την επιδιώκουν, είναι αυτονόητο. Οι αλλεπάλληλες «εθνικές συμφιλιώσεις» από το 1974 μέχρι τις μέρες μας, οι οποίες κατά κανόνα διακηρύσσονται και νομοθετούνται παραδόξως σε περιόδους πολιτικής πόλωσης και διχασμού, μαρτυρούν του λόγου το αληθές.
Το πιο πρόσφατο αφήγημα «εθνικής συμφιλίωσης» σε μια περίοδο ακραίας πόλωσης προκειμένου να νομιμοποιηθεί ιδεολογικο-πολιτικά η κυβερνητική σύμπραξη δύο ιδεολογικά μη-συμβατών – πάντα σε επίπεδο πολιτικής ρητορικής – σχηματισμών μετά τις εκλογές του 2015 είναι ο Γοργοπόταμος. Ιδιαίτερα από την πλευρά του μικρότερου κυβερνητικού εταίρου, που φαίνεται να αισθάνεται πιο έντονα την ανάγκη νομιμοποίησης αυτής της συνεργασίας, γίνεται συστηματικά επίκληση του Γοργοπόταμου, προκειμένου αυτή να δικαιολογηθεί.
Η αμέσως προηγούμενη κυβερνητική σύμπραξη μεταξύ «αστικών», όπως έχει καθιερωθεί να ονομάζονται, και «ριζοσπαστικών-αντισυστημικών», όπως αυτοπροσδιορίζονται ακόμη μέχρι σήμερα, κομμάτων επιχειρήθηκε να νομιμοποιηθεί το καλοκαίρι του 1989 μέσω της ανάγκης για κάθαρση και εθνική συμφιλίωση ταυτόχρονα. Ειδικά η περίπτωση αυτή πρέπει να αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία: Την εποχή που κατέρρεαν το ένα μετά το άλλο τα κομμουνιστικά καθεστώτα στην ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια, η ελληνική Αριστερά κατόρθωσε να επιβάλει σε θεσμικό επίπεδο κανόνες για το πώς πρέπει να σκεφτόμαστε και να μιλάμε για την δεκαετία του ’40.
Μπόρεσε με άλλα λόγια να επιβάλει σε επίπεδο νομοθεσίας την «πολιτικά ορθή» ιστορική αλήθεια για το τι ήταν και πότε ξεκίνησε ο εμφύλιος, αλλά και για το ποιος ευθύνεται για αυτόν. Κατάφερε επίσης να εξαφανίσει, μέσω της απαίτησης για καταστροφή των φακέλων, απαραίτητο ιστορικό υλικό για μια μελλοντική, αξιόπιστη και έγκυρη, αναπαράσταση της ιστορικής πραγματικότητας σε επίπεδο πολιτικής καθημερινότητας. Με τον τρόπο αυτό απομάκρυνε, στο μέτρο του δυνατού, το ενδεχόμενο να προκύψει μέσα από τη μελέτη του υλικού που καταστράφηκε μια ρεαλιστική εικόνα για τις επιδιώξεις και τις πρακτικές της Αριστεράς στην Ελλάδα στη δεκαετία του 40, δηλαδή της καθεστωτικής αλλαγής στο πρότυπο των σοσιαλιστικών χωρών της ανατολικής Ευρώπης - στην καλύτερη περίπτωση – με όλα τα μέσα, με νόμιμες αλλά και με επαναστατικές διαδικασίες, δηλαδή με ένοπλη βία.
Ο καταλύτης για την «εθνική συμφιλίωση» του 1989 ήταν η ανάγκη «κάθαρσης» από το θεωρούμενο ως διεφθαρμένο ΠΑΣΟΚ. Οι τότε υποτιθέμενοι αδιάφθοροι συμφιλιώθηκαν προσωρινά, όσο τους επέτρεπαν τα εκλογικά ποσοστά, προκειμένου να καταπολεμηθεί η διαφθορά και να τιμωρηθούν οι διεφθαρμένοι. Ο στόχος υπερέβαινε τις διαχωριστικές γραμμές των κυβερνητικών εταίρων, το συμφέρον του «τόπου» είχε προβάδισμα απέναντι στις ιδεολογικές αρχές. Συμπτωματικά το συμφέρον του «τόπου» συνέπιπτε τότε με το κομματικό συμφέρον των κυβερνητικών εταίρων, δηλαδή με τη συρρίκνωση ή την εξαφάνιση από την πολιτική σκηνή ενός μέχρι τότε μεγάλου κόμματος και τον διαμοιρασμό των ιματίων του. Η εξίσωση δεν ευδοκίμησε, αλλά η Αριστερά βγήκε πολλαπλά κερδισμένη από την σύμπραξη, ιδιαίτερα σε επίπεδο ιδεολογικής ηγεμονίας. Οι όροι της «εθνικής συμφιλίωσης» που κατάφερε να επιβάλει διαμόρφωσαν σε θεσμικό επίπεδο, και ειδικά στην εκπαίδευση, ό,τι θεωρείται και διδάσκεται έκτοτε ως ιστορική αλήθεια για τη δεκαετία του ’40 χωρίς καν τα αναλυτικά προγράμματα Ιστορίας να φέρουν τυπικά τη σφραγίδα ενός “αριστερού” υπουργού παιδείας. Από το 1989 και εξής το τελευταίο κατέστη περιττό.
Προέκταση της εθνικής συμφιλίωσης του 1989 είναι και η πρόσφατη, μεγαλύτερης διάρκειας, «εθνική συμφιλίωση» σε κυβερνητικό επίπεδο - αλλά με αφανείς συνιστώσες τόσο από τη συντηρητική, όσο και από τη σοσιαλδημοκρατική παράταξη - μετά τις εκλογές του 2015: ένα ιδεολογικο-πολιτικά συντηρητικό και, τουλάχιστον στη φρασεολογία, πατριωτικό-εθνικιστικό κόμμα θα συμπράξει κυβερνητικά με ένα αυτοπροβαλλόμενο ως ριζοσπαστικό-αντισυστημικό, αριστερό-διεθνιστικό κόμμα προκειμένου να σωθεί η χώρα από την οικονομική και πολιτική εξάρτηση και να τιμωρηθούν οι διεφθαρμένοι «προηγούμενοι» - εννοείται όχι όλοι, αλλά όσοι βολεύει να στιγματιστούν.
Η υπέρβαση των ασύμβατων ιδεολογικών γραμμών θα γίνει τώρα με τη βοήθεια ενός αφηγήματος από τη δεκαετία του ’40: της σύμπραξης μεταξύ του ΕΔΕΣ (του Ζέρβα) και του ΕΑΜ για την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου.
Σύμφωνα με το αφήγημα, στη θέση του Τσολάκογλου βρίσκονται οι «νέοι Τσολάκογλου», στη θέση των Γερμανών ξανά οι Γερμανοί, στη θέση του Ζέρβα ο μικρός κυβερνητικός εταίρος και στη θέση του ΕΑΜ ο ιδεολογικά συγγενής μεγαλύτερος κυβερνητικός εταίρος. Με λίγη καλή θέληση και αρκετή ιστορική αγραμματοσύνη, η εικόνα ταιριάζει. Βέβαια λείπουν από το κάδρο οι συμμαχικοί σαμποτέρ που τοποθέτησαν τα εκρηκτικά στη γέφυρα, λείπουν οι «προτάσεις» από την πλευρά του ΕΑΜ στον Ζέρβα να αναλάβει την αρχιστρατηγία του αντάρτικου – δεν είχε προκύψει ακόμη ο Σαράφης – λείπει η προσπάθεια εκ μέρους του ΕΑΜ να διαλύσει τις ομάδες του Ζέρβα στην Ήπειρο ήδη από τις αρχές Οκτωβρίου του 1943, λείπει η εκστρατεία του ΕΛΑΣ κατά του Ζέρβα και η εκδίωξή του στην Κέρκυρα κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών, λείπει ο ρόλος του Ζέρβα και του ΚΚΕ στον παρατεταμένο εμφύλιο 1946-1949.
Και είναι λογικό να λείπουν, διότι αν υπήρχαν θα «θόλωναν» της εικόνα του ειδυλλίου Ζέρβα-Βελουχιώτη και τη «στραβή» της μη-εξόντωσης του Ζέρβα, των Δεκεμβριανών και όλων όσων ακολούθησαν μέχρι το 1949. Η κομματική συμφιλίωση διαρκείας που παρουσιάζεται από τον μικρότερο κυβερνητικό εταίρο – ο μεγαλύτερος, σοφά ποιών, απλά ανέχεται το αφήγημα δια της σιωπής – ως Γοργοπόταμος Νο 2 οφείλεται σε τρεις λόγους: Πρώτον δεν υπήρχαν μεταξύ των δύο κυβερνητικών εταίρων τριβές στο οικονομικό πεδίο, διότι τα οικονομικά προγράμματα και των δύο κομμάτων, στο βαθμό που υπήρχαν, ακυρώθηκαν υποχρεωτικά λόγω της στροφής που συντελέστηκε από την κυβέρνηση το καλοκαίρι του 2015 και της απόλυτης προσαρμογής - σαφώς υπέρτερης των προηγούμενων «Τσολάκογλου», όπως υβριστικά συκοφαντήθηκαν οι πολιτικοί αντίπαλοι - στη βούληση των δανειστών. Δεύτερον, επειδή εκεί που υπήρχε ελεύθερος χώρος άσκησης πολιτικής, το μεγαλύτερο κυβερνητικό κόμμα επέβαλε κατά κράτος τις θέσεις και τις απόψεις του είτε ερήμην των αντιρρήσεων του νέου «Ζέρβα», είτε σε συνεννόηση μαζί του. Σε κανένα κρίσιμο ζήτημα δεν κατάφερε ο μικρότερος εταίρος να αποτρέψει τις εξελίξεις θέτοντας βέτο, μάλλον επειδή γνώριζε ότι υπάρχουν και άλλοι πρόθυμοι να αναλάβουν το ρόλο του Ζέρβα, έτσι όπως τον θέλει ο Γοργοπόταμος Νο 2. Τρίτον, επειδή μέχρι σήμερα κανείς από τους δύο εταίρους δεν βίωσε ισχυρή πίεση εκ μέρους της αντιπολίτευσης ή της κοινωνίας, τέτοια που να θέτει εν αμφιβόλω την κυβερνητική σταθερότητα και τις μελλοντικές προοπτικές των δύο κομμάτων.
Υπό αυτή την έννοια ο Γοργοπόταμος του 2015 απόκτησε διάρκεια, επειδή ο νέος επίδοξος Ζέρβας, γνωρίζοντας ίσως από τα παθήματα του πραγματικού Ζέρβα τι σημαίνει άρνηση υποταγής στη βούληση του εταίρου με την σοσιαλιστική ιδεολογία, αλλά και ότι όλο και κάποιος νέος επίδοξος Σαράφης θα εμφανιστεί στο προσκήνιο αν υπάρξει δυστοκία στη «συνεργασία», ενσωματώθηκε πολιτικο-ιδεολογικά πλήρως στον μεγαλύτερο εταίρο και αποτελεί ουσιαστικά τη φυσική του προέκταση. Όπως άλλοι μικροί οπλαρχηγοί στην Κατοχή, και πάντως όχι ο Ζέρβας, είδαν κι αυτοί σταδιακά το φως το αληθινό και ξέχασαν ότι οι ιδέες τους ήταν ασύμβατες με εκείνες των πρωταγωνιστών για την επιβολή του καθεστώτος της λαοκρατίας. Όσοι δεν ήθελαν να ξεχάσουν τη διαφορά και αποφάσισαν την αυτονομία απόψεων και κινήσεων, χωρίς όμως να διαθέτουν μια κρίσιμη μάζα εμπειροπόλεμων μαχητών, είχαν την τύχη του σοσιαλδημοκράτη Ψαρρού.
Γοργοπόταμος διαρκείας στην Κατοχή ούτε υπήρξε, ούτε θα μπορούσε να υπάρξει από τη στιγμή που η αντίσταση χρησιμοποιήθηκε ως όχημα καθεστωτικής αλλαγής. Γιατί τώρα το ρολόι του νέου «Γοργοπόταμου» σταμάτησε στον Νοέμβριο του 1942 σχεδόν για μια τετραετία, έχει μια πολύ απλή εξήγηση: Ο προβαλλόμενος ως νέος «Γοργοπόταμος» δεν έχει καμία σχέση με τον ιστορικό, τον πραγματικό, Γοργοπόταμο. Οχι μόνο δεν προκλήθηκε καμία βλάβη στον “εχθρό”, αλλά υπήρξε συμφωνία καλής συντήρησης και επέκτασης της γέφυρας αντί για ανατίναξη. Απλά πρόκειται για ένα από τα πολλά παραδείγματα πολιτικής εργαλειοποίησης της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Μένει να δούμε αν η αποκόλληση των δύο εταίρων, όταν υπάρξει, θα νομιμοποιηθεί, όπως η συγκόλληση, με κάποιο επεισόδιο από τη δεκαετία του ’40 ή αν αναζητηθούν άλλοι, προσφορότεροι, συμβολισμοί από τον Όμηρο ή τοπυς τραγικούς.