Είχα ήδη συμπληρώσει μια εβδομάδα στη Γροιλανδία. Είχα δει τον βόρειο παγωμένο ωκεανό και είχα περιηγηθεί στον περίφημο κόλπο του Disco Bay . Είχα εξερευνήσει την πόλη του Ilulissat και είχα επισκεφτεί αρχαίους οικισμούς.
Διαβάστε επίσης:
Χρειαζόταν όμως κάτι παραπάνω για να νιώσω το μεγαλείο της παγωμένης φύσης. Μα φυσικά να ανέβω στο ψηλότερο σημείο του Sermermiut – παίρνοντας όχι την καθιερωμένη μπλε πορεία – το όνομα προέρχεται από το βαθμό δυσκολίας της αναρρίχησης- αλλά την κόκκινη που σε πάει από το εσωτερικό των παγωμένων βουνών.
Ακούγεται απλό, ιδίως για όσους είναι έμπειροι αναβάτες στα χιόνια. Όμως εγώ όχι μόνο δεν έχω ανέβει βουνό ποτέ- να θεωρήσω ότι ο Υμηττός στην περιοχή του Καρέα μάλλον δεν είναι κατόρθωμα-αλλά πέρα από κάτι αποτυχημένες προσπάθειές να μάθω σκι, δεν έχω μεγάλη σχέση ούτε με το χιόνι.
Ξεκίνησα λοιπόν χαρωπή, είχα και την ιδέα να κάνουμε πικ νικ στα βουνά- λες και θα πήγαινα στο λόφο του Λυκαβηττού- και ήμουν έτοιμη για την περιπέτεια. Η ανάβαση θα κρατούσε γύρω στις 4 ώρες και η απόσταση ήταν 10 χιλιόμετρα. Μου φάνηκε πολύ εύκολη. Στην τελική έχω τρέξει και Μαραθώνιο, στα 10 χλμ θα κολλούσα; (λεπτομέρεια βέβαια ότι αυτά τα 10 ήταν ανάβαση σε παγωμένο βουνό. Στην Γροιλανδία…).
Και μετά ήρθε η πραγματικότητα…
Τα χέρια μου πάγωναν και σχεδόν αγκυλώνονταν στις πέτρες, τα φαγητά για το πικ νικ με βάραιναν επικίνδυνα και η κάμερα χοροπηδούσε στο λαιμό μου τόσο πολύ που νόμιζα ότι θα με πνίξει το λουρί της. Και ανέβαινα, και ανέβαινα, και ένιωθα ότι ήμουν πάνω στο βουνό μια αιωνιότητα και ότι είχα διασχίσει άπειρα χιλιόμετρα ώστε να πω στον γιο μου θριαμβευτικά και με μισή ανάσα: βλέπεις τι εύκολο, σχεδόν φτάσαμε.
Το παιδί με κοίταξε βαριεστημένα.
-Τι φτάσαμε βρε μαμά; δεν βλέπεις πόσο αργά πας; Ακόμα ούτε στην πρώτη κόκκινη πέτρα δεν είμαστε.
Η πρώτη κόκκινη πέτρα, δηλαδή…το πρώτο χιλιόμετρο…και ακόμα δεν το είχα φτάσει καν;; Και εκεί που ήμουν έτοιμη να του πω ότι μια χαρά πάω και να μη κάνει τον έξυπνο, πατάω στο παχύ χιόνι και νιώθω να με ρουφάει μια τρύπα. Αφήνω μια σπαραχτική κραυγή – η κάμερα !!
Ναι το πρώτο που σκέφτηκα δεν ήταν ότι σκοτώνομαι, αλλά ότι θα σπάσει η φωτογραφική μου μηχανή. Ο μικρός έτρεξε έντρομος, φωνάζοντας, μαμααα είσαι καλά;
Εντάξει θα ζούσα…Είχα απλώς πατήσει ένα βαθύ σημείο του χιονιού…
Μπορεί εγώ βέβαια να ένιωθα σαν τον Λεοναρντο Ντι Καπριο όταν πάλεψε με την αρκούδα στο The Revenant, ή σαν τους πρώτους εξερευνητές του Βόρειου Πόλου, όμως κάτι παππούδες με είχαν ήδη ξεπεράσει και ανέβαιναν σαν να ήταν σε ευθεία. Το ίδιο και ο γιος μου που όχι μόνο ανέβαινε μια χαρά, αλλά έτρεχε κιόλας. Όταν κάποια στιγμή όμως γλίστρησε και σωριάστηκε στο χιόνι, αφού σιγουρεύτηκα ότι δεν είχε πάθει τίποτα, δεν κρατήθηκα και του είπα; είδες για να τρέχεις και να με κοροϊδεύεις; (και ένιωσα μια τόση δα μικρή ικανοποίηση να με πλημμυρίζει…).
Μπορεί να είμαστε στους πάγους της Γροιλανδίας, αλλά τα παιδιά δεν παύουν να είναι παιδιά και πεινάνε, διψάνε, θέλουν τουαλέτα (όσοι είστε γονείς εδώ θα με νιώσετε…). Και η Ελληνίδα μάνα, παραμένει πάντα μια Ελληνίδα μάνα όσο και αν παγώσει. Έτσι βρήκαμε μια κορυφή όπου είχαν βάλει ένα ξύλινο παγκάκι, και αποφασίσαμε να φάμε. Δεν είχα υπολογίσει όμως ότι το να απλώσεις πετσέτα, τυράκια, σαλάμια, ψωμί, ντομάτες κλπ δεν είναι τόσο απλό στους -20 βαθμούς. Και όχι μόνο αυτό αλλά ήθελα να ξεπλύνω και τις ντομάτες με νερό. Το οποίο νερό είχε παγώσει και μαζί του είχε παγώσει και κάθε ζωή από τα δάχτυλα μου. Και από τα χέρια μου. Και απο τα πόδια μου. Πρέπει να κατάπια αμάσητα τα τυράκια και σε χρόνο πιο γρήγορο από τη σκέψη μου – που ήταν ήδη σε αργή κίνηση- τα μαζέψαμε όλα και συνεχίσαμε.
Τώρα το έμαθα. Απλά δεν κάνεις πικ νικ στον αρκτικό κύκλο….
Όμως όλα αυτά ήταν τόσο ασήμαντα απέναντι σε αυτό που θα αντικρίζαμε όταν τελικά φτάσαμε στην άλλη πλευρά του βουνού. Μου πήρε λίγα λεπτά να συνειδητοποιήσω ότι αυτό που έβλεπα ήταν αλήθεια και ήταν εκεί μπροστά μου…
Κατάλευκοι πάγοι απλώνονταν σε διάφορα σχήματα μέχρι την γραμμή του ορίζοντα. Βουτούσαν μέσα σε κρυστάλλινα νερά που χρύσιζαν στο φως του αρκτικού ήλιου.
Το νερό διάφανο γαλάζιο στις παρυφές των πάγων, έπαιρνε ένα βαθύ μπλε χρώμα όσο οι όγκοι τους έριχναν την επιβλητική σκιά τους στα νερά. Χιλιάδες χρόνια ιστορίας, χιλιάδες μυστικά άρρηκτα δεμένα με την επιβίωση μας κρύβονταν μέσα στα σώματα αυτών των πάγων.
Κάποιοι κομμένοι σχεδόν με γεωμετρική ακρίβεια και άλλοι μικρότεροι και δαντελωτοί, μοιάζανε να πλέουν στην επιφάνεια της θάλασσας σαν λευκές βαρκούλες. Και όπου κοιτούσε το βλέμμα σου, χανόταν στο μπλε της θάλασσας και στο γαλάζιο του ουρανού. Και οι αιωνόβιοι πάγοι στέκονταν ανάμεσα στα σύνορα της γης και του αέρα, περήφανοι στην λευκή σιωπή τους, μάρτυρες της ιστορίας μας και φύλακες του μέλλοντος μας.
Και το μόνο που μπορώ να σκεφτώ εκείνη την στιγμή, απέναντι σε αυτό το απέραντο παγωμένο γαλάζιο είναι τα λόγια του δικού μας ποιητή:
Θεέ μου , τι μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε…
Περισσότερα στο Fragkiska Megaloudi