Το έργο του Χρόνη Μπότσογλου είναι συνδεδεμένο πια με τη νεότερη καλλιτεχνική ιστορία του τόπου. Δεν είναι μόνο ότι υπήρξε δάσκαλος σε πολλούς και σημαντικούς δημιουργούς. Είναι που πρότεινε και άφησε πλούσιο έργο από μια ζωγραφική σωματοποιημένη με απτικό χαρακτήρα, μέσα στην παράδοση όπως τη διαμόρφωσε με την επιλογή του.
Με άξονα το ανθρώπινο σώμα, η έκθεση του Μπότσογλου στην αίθουσα τέχνης «Σκουφά» ιχνηλατεί την αναμέτρηση του δημιουργού με διαχρονικά ερωτήματα, όπως η τρωτότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, ο ρόλος της μνήμης και η έννοια του βιωμένου χρόνου, ο κύκλος της ζωής και του θανάτου. Και ο ίδιος ο ζωγράφος μας καλεί ως «Νεκρομάντης», που ανακαλεί στη μνήμη του τους νεκρούς (εμβληματικό έργο της «Νέκυιας» από τη συλλογή του Σωτήρη Φέλιου που θα δοθεί για τους σκοπούς της έκθεσης). Όπως ο Τειρεσίας του Έλιοτ ταυτίζεται με όλα τα πρόσωπα της «Έρημης Χώρας», ο καλλιτέχνης ταυτίζεται με τους περασμένους δημιουργούς, που γι’ αυτόν αντιπροσωπεύουν την παράδοση. Παίρνοντας από την προσωπικότητά τους, δεν απαρνιέται την προσωπικότητά του, αλλά την πλουτίζει με μια βαθιά προοπτική.
Η ζωγραφική του Μπότσογλου ανθρωποκεντρική και ρεαλιστική, σε μια περίοδο μορφολογικών πειραματισμών και εννοιολογικών αναζητήσεων, κατέρχεται στα βάθη της ανθρώπινης ύπαρξης χωρίς εξωραϊσμούς, με μια απέραντη τρυφερότητα. Ξεκινά από τη «μάνα» και στα χρόνια της ωριμότητας μας αποκαλύπτεται ως συνομιλία του ζωγράφου με τους δασκάλους, με τους «Πατέρες» θα γράψει ο Γιώργος Βέλτσος. Με ένα αντιηρωικό πνεύμα στη δική του εικαστική κάθοδο στον Άδη, με μια σπαρακτική επίκληση οικείων ειδώλων στα πορτρέτα του Χαλεπά και του Τζιακομέτι, του Βαν Γκογκ και του Μπουζιάνη, του Πικάσο και του Μπέικον.
Από το 1980 και για το διάστημα περίπου μιας δεκαετίας ο Μπότσογλου δημιουργεί την ενότητα Σελίδες Ημερολογίου μια σειρά που αποτελείται κυρίως από ακουαρέλες, που αποτυπώνουν την επώδυνη σωματική και πνευματική αποσύνθεση της μητέρας του. Πρόκειται ουσιαστικά για ημερολόγιο καθώς αποτυπώνει στον καμβά τις απόπειρες συμφιλίωσης απέναντι στην κατάρρευση, τον εκφυλισμό και τη φθορά. Μέσα από την ιστόρηση του θανάτου της μάνας, ο ζωγράφος πραγματεύεται τη δική του θνητότητα. Έτσι, λίγο μετά την ολοκλήρωση αυτής της ενότητας ο καλλιτέχνης συλλαμβάνει την ιδέα μιας σύγχρονης Νέκυιας με προσωπικό χαρακτήρα, ένα από τα πλέον μνημειακά έργα της νεότερης ελληνικής ζωγραφικής.
Στη δεύτερη ενότητα που παρουσιάζεται στη «Σκουφά», ο καλλιτέχνης αφιερώνει έργα στους μεγάλους δασκάλους του παρελθόντος, από τους οποίους αντλεί δάνεια. Από το 2002, ο Μπότσογλου καταγίνεται με τη δημιουργία αυτών των πορτρέτων «εν είδει φόρου τιμής», όπως αναφέρει ο ίδιος, στους μεγάλους μαστόρους, που διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της ζωγραφικής πράξης και σκέψης του. Πέραν της σημασίας του έργου των καλλιτεχνών, πρόκειται για πρόσωπα που φέρουν ένα προσωπικό και καλλιτεχνικό μύθο, ένα προμηθεϊκό πρόσωπο.
Στην ουσία, ο καλλιτέχνης αυτοπροσωπογραφείται σε αυτές τις μυθοπλαστικές αναπαραστάσεις των καλλιτεχνών, στις οποίες προβάλλει τον εαυτό του, εξομολογούμενος ότι «όλα αυτά τα φανταστικά πορτρέτα, που ξεκινούν από κάποιες φωτογραφίες των προσώπων ή φωτογραφίες αυτοπροσωπογραφιών, είναι θεατρικές παραστάσεις συναισθηματικά φορτισμένου ιδεολογικού θιάσου, συμβολικές μορφές που ντύνονται πρόσωπα, τα οποία αγάπησα στα όνειρά μου, όπως οι σταρ του σινεμά κλέβουν τις επιθυμίες μας».
Στη τελευταία ενότητα ο καλλιτέχνης «αφηγείται» τη ζωή μέσα από την ερωτική πράξη με σκηνές αποκαλυπτικού χαρακτήρα. Ο έρωτας και ο θάνατος είναι οι δύο άξονες της ζωής του. Τον έρωτα τον θεωρεί αντίδοτο του θανάτου. Κι όσο περνούν τα χρόνια, αφήνει το πεισιθάνατο κι αποζητά στη ζωγραφική, τη ζωή. «Η ερωτική πράξη αποτελεί το βασικό ένστικτο της ζωής και η στάση που κρατάμε απέναντι στον έρωτα μας καθορίζει», λέει ο ίδιος ο καλλιτέχνης, που θεωρεί πως η συγκεκριμένη ενότητα είναι η πιο παρακινδυνευμένη, αλλά και από τις πιο σοβαρές δουλειές του.
«Στα έργα του Χρόνη Μπότσογλου, οι εικόνες των ερωτικών περιπτύξεων ενός άνδρα και μιας γυναίκας, δεν είναι μια ακόμα εκδοχή του Κάμα Σούτρα, είναι ένα εικαστικό ημερολόγιο έρευνας, και συγχρόνως ένα ημερολόγιο ζωής, με θέμα τον έρωτα: την επιθυμία, τη συνουσία και την απόλαυση. Το ζήτημα που βασάνισε τον Μπότσογλου πάνω από είκοσι χρόνια είναι η «συναισθησία», η από κοινού, δηλαδή, λειτουργία όλων των αισθήσεων κατά την ερωτική πράξη, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο μπορεί η «συναισθησία» να εκφραστεί εικαστικά. Στον έρωτα το σώμα μετέχει ως όλον με την ταυτόχρονη λειτουργία των πέντε αισθήσεων», επισημαίνει ο Χρήστος Λάζος.
Ο Χρόνης Μπότσογλου, από τους σημαντικότερους εν ζωή έλληνες ζωγράφους, εντάσσεται στην παράδοση μιας παραστατικής ανθρωποκεντρικής τέχνης με ιδιαίτερο, όμως, χαρακτήρα. Ως άλλος μύστης, βυθίζεται μνημονικά στον κόσμο των νεκρών, για να αναγνωρίσει αγαπημένες φωνές και σκιές, συνομιλώντας μαζί τους. Καταδύεται στο εικαστικό ταξίδι της «Νέκυιας» κι εξελίσσει τη ζωγραφική του σε ένα μαγικό ρεαλισμό, σε αυτόν που ίσως ο Φελλίνι μετέφερε με τον κινηματογραφικό του φακό. Αυτόν το ρεαλισμό ο Έλληνας δημιουργός τον προσεγγίζει μυθοπλαστικά, μέσα από είδωλα οδυσσειακά, μέσα από μια παράδοση ζώσα. Η Νέκυια δεν υπήρξε ένα απλό εύρημα, ένα τέχνασμα που βοήθησε τον ζωγράφο να ταυτίσει προβολικά κάποια πρόσωπα πραγματικά με είδωλα του μύθου. Είναι ο ζωντανός χώρος που του επέτρεψε να μιλήσει με όρους ιστορικούς.
Κι έχει νόημα μια ανάγνωση του έργου, όπως τη διατύπωσε ο μεγάλος μας Άγγελος Δεληβορριάς, κάπως διαφορετική: «Όχι δηλαδή ακριβώς ως κατάβαση, ως κάθοδο της συνείδησης στα ερέβη ενός κόσμου οπωσδήποτε σημαντικού, αμετάκλητα όμως παρωχημένου. Αλλά ως ανάδυση, ως άνοδο των αναμνήσεων σ′ ένα δοξαστικό που θα μπορούσε να προσληφθεί και ως διακήρυξη πίστης στην επίκαιρη πάντοτε αλήθεια ότι: ο χρόνος της μνήμης μας είναι και ο χρόνος της ύπαρξής μας».
Το σώμα, το «φτωχό σαρκίο» του ζωγράφου, υπήρξε η κατεξοχήν συνθήκη μέσα από την οποία ο ίδιος βίωσε, δοκιμάστηκε και αφηγήθηκε την ανθρώπινη πραγματικότητα.
Και στο πληθωρικό σώμα έργων του, ο Μπότσογλου διατυπώνει ορισμένες από τις δυνάμει άπειρες εκδοχές μιας θεματικής που επεξεργάζεται, για να καταλήξει να δηλώνει ουσιαστικά ότι καθόλη τη ζωή του δεν έκανε παρά ένα έργο «κάθε καλλιτέχνης έχει να πει ένα, μόνο ένα λόγο. Ακόμη κι αν είναι ο Φειδίας, ακόμα κι αν είναι ο Όμηρος, ακόμη κι αν είναι ο Δάντης… Έτσι νομίζω ότι τα έργο τέχνης είναι κομμάτια ενός έργου. Τα ποιήματα αποσπάσματα του ενός και ίδιου ποιήματος. Δεν εννοώ βέβαια ότι κάθε καλλιτέχνης δεν έχει τη δική του πορεία, τη δική του τελείωση. Εννοώ πως τα δέντρα μεγαλώνουν, ανθίζουν, καρποφορούν. Έτσι είναι τα πράγματα στη φύση ακόμη. Έτσι ακόμη καταλαβαίνω την τέχνη».
«Σταθμοί» Χρόνη Μπότσογλου. Εγκαίνια Πέμπτη 18 Οκτωβρίου. Η έκθεση θα διαρκέσει έως 11 Νοεμβρίου. Σκουφά 4, Κολωνάκι.