Σύστησε στο ευρύ κοινό σημαντικούς Έλληνες εικαστικούς και συνέβαλε αποφασιστικά στην ανάδειξή τους στο εξωτερικό. Μας γνώρισε ξένους δημιουργούς και με εξωστρέφεια οργάνωσε εκθέσεις σε συνεργασία με άλλους ιδιωτικούς, αλλά και κρατικούς φορείς. Έδωσε βήμα σε ιστορικούς και κριτικούς τέχνης για τη διοργάνωση θεματικών εκθέσεων, ήδη από το ’60, τότε που η συνεργασία θεωρητικών με γκαλερί ήταν παντελώς άγνωστη.
Η Τζούλια Δημακοπούλου, ψυχή της εμβληματικής γκαλερί «Νέες Μορφές», έπειτα από μια τόσο γόνιμη πορεία, υποδέχεται το φιλότεχνο κοινό και την καλλιτεχνική κοινότητα για να δείξει τη φορά αυτή δική της ζωγραφική.
Στο χώρο που σφράγισε το εγχώριο εικαστικό τοπίο και συνεχίζει σήμερα ως Ινστιτούτο Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης, κρέμασε τα δικά της έργα τιτλοφορώντας τα ως «Μνήμες». Μετρημένοι οι άνθρωποι που γνώριζαν ότι ζωγραφίζει, καθώς συνειδητά επέλεξε να κρατήσει τη σχέση αυτή ιδιωτική. Και είναι παράδοξο, αν σκεφτεί κανείς πόσες γενιές έμαθαν στις Νέες Μορφές να βλέπουν τέχνη. Από τα χρόνια της αφαίρεσης με τους μεγάλους Μάρθα, Λεφάκη και Σπυρόπουλο στα χρόνια της χούντας, όπου κυριαρχεί ένα κλίμα πολιτικοποίησης, και από τη δεκαετία του 1980 ως σήμερα, οπότε οι καλλιτέχνες φεύγουν από το τελάρο και πηγαίνουν στα νέα μέσα, η Δημακοπούλου υπηρέτησε τη σύγχρονη τέχνη με συνέπεια και επαγγελματισμό, χωρίς να προτάξει το δικό της εικαστικό ιδίωμα ή τους καλλιτέχνες που συγγενεύουν με αυτό.
Από τους πρώτους που γνώρισαν το ζωγραφικό της βλέμμα είναι ο σημαντικός δημιουργός Γιάννης Μιχαηλίδης: «Η πορεία μου με τη Τζούλια πάει πίσω στο ’67. Από τότε κιόλας μου αποκάλυψε ότι ζωγραφίζει, χωρίς όμως να μου δείξει αμέσως δουλειά της. Η ζωγραφική της ταυτίζεται με το Βγέθι, χωριό στην Κερατέα, όπου έκανε το όνειρό της πραγματικότητα. Εκεί, έκανε τις αποδράσεις του σαββατοκύριακου, αλλά και τις καλοκαιρινές της εξορμήσεις. Και καθώς το σπίτι τότε ήταν σε έναν έρημο τόπο, τα πρώτα έργα που μου έδειξε βασίζονταν στην ιδέα των σκυλιών. Τα ζώα αυτά δεν ήταν μοναχά φύλακες, αλλά πιστοί της σύντροφοι. Κι αν μπορώ να πω κάτι για τη ζωγραφική της είναι ότι απηχεί αυτό που αγαπούσε: τα ζώα και τη φύση. Η ίδια μάλιστα, όσο κι αν μοιάζει αντιφατικό, ήταν κυνηγός. Πάντοτε είχε μια ιδιαίτερη σχέση με τα ζώα κι αυτό, ίσως, εξηγείται από το γεγονός ότι κι ο πατέρας της ήταν κυνηγός – τον αγαπούσε πάρα πολύ – και φαίνεται πως είναι κάτι που μοιράζονταν.
Η δεύτερη φάση της δουλειά της αφορούσε τον περιβάλλοντα χώρο, δηλαδή πλάκες κοντά στη θάλασσα και δάση. Ήταν μια κοπιώδης δουλειά, γιατί κάθε φορά ξαναδούλευε το θέμα, τη «βασάνιζε» δηλαδή με ωραίο τρόπο. Σε καμιά περίπτωση δεν ήταν μια ενασχόληση «των ζωγράφων της Κυριακής». Κι άρχισε να αυτονομείται, όταν έφυγαν τα πρόσωπα και θέλησε να δει το μυστήριο του τοπίου, τον κόσμο που κρύβει. Εγώ, τουλάχιστον, δεν ξέρω για ποιο λόγο, στο δάσος φοβάμαι! Κι αυτό το ανακάλυψα στο έργο της Τζούλιας. Βλέποντάς το ένιωσα όπως όταν περπατάς σε δασώδες μέρος και ξαφνικά, το δάσος αρχίζει και φαντάζει ως μια οντότητα που λειτουργεί απειλητικά. Η χρωματική της γκάμα είναι υποτονική. Ζωγραφίζει ένα κίτρινο που υποχωρεί προς την ώχρα ή το κόκκινο προς το χοντροκόκκινο. Είναι όπως κλείνουμε το διάφραγμα στη φωτογραφική μηχανή. Εκτός από το τοπίο, την απασχόλησε και το πρόσωπο, δουλεύοντας αποκλειστικά με το συγγενικό-φιλικό της περιβάλλον. Απ’ όσο θυμάμαι, εκτός από εμένα και τη γυναίκα μου τη Βαγγελιώ, ζωγράφισε οικεία πρόσωπα, τους ζωγράφους Γιάννη Αδαμάκο και Νίκο Χουλιαρά, αλλά και τους κοντινούς της συνεργάτες, την Ιωάννα Μετζενιώτου και τη Μαρία Βασιλείου. Το γεγονός ότι δεν εξέθετε δείχνει τον επαγγελματισμό της. Η ζωγραφική της Τζούλιας δεν έχει σκοπό να εντυπωσιάσει, σκοπό έχει, αν μπορεί να το πει κανείς, να βγάλει προς τα έξω μια στάση ζωής ενός ανθρώπου που κατάφερε σε αντίξοες συνθήκες να κρατήσει πολύ καλά δύο καρπούζια σε μια μασχάλη».
Τον προσωπικό χαρακτήρα της Δημακοπούλου σε όλη την ζωγραφική της πορεία επισημαίνει ο γνωστός εικαστικός Γιάννης Αδαμάκος, στενός φίλος και συνεργάτης της γκαλερί επί πολλά χρόνια. «Η πρώτη μου έκθεση, φοιτητής ακόμη, έγινε στις Νέες Μορφές το ’78. Εκεί, είδε την έκθεση ο Τάσσος (Α. Αλεβίζος, διακεκριμένος χαράκτης και ζωγράφος) και μου έδωσε υποτροφία για το Παρίσι. Επομένως, η γκαλερί στάθηκε καθοριστική ως ”διαβατήριο”, αλλά αυτό δεν περιορίστηκε σε όρους επαγγελματικούς. Θέλω να πω, κι αυτό δεν αφορά μόνο εμένα, η Τζούλια Δημακοπούλου ανέπτυξε σχέσεις ζωής με τους ζωγράφους. Νιώθαμε όλοι οι συνεργάτες της τη φροντίδα και την αγάπη της γι’ αυτό καμιά φορά αισθανόμουν ότι την ”καταπιέζαμε”. Κι αυτό γιατί δεν είχε χρόνο για τον εαυτό της. Παλιότερα ήταν πιο σύντομες οι εκθέσεις , άρα ο χρόνος προετοιμασίας για τους καλλιτέχνες που παρουσίαζε, ήταν εξαιρετικά πιεστικός. Έτσι, η ζωγραφική έγινε ένα ”φρούριο”∙ μέσα εκεί έβρισκε το τοπίο που αγαπούσε κι αυτό, εντέλει, ήταν το προσωπικό της ησυχαστήριο. Κι ενώ το κράτησε για την ίδια, ήξερε όμως που απευθυνόταν κάθε φορά. Γιατί και η μοναξιά του καλλιτέχνη δεν είναι μικρό πράγμα. Έχει ανάγκη από την γνώμη του άλλου.
Είναι περίεργο, αλλά κοιτώντας την ζωγραφική της, δεν κατάλαβα ποιος ζωγράφος της άρεσε! Δεν υπάρχει δηλαδή, το στοιχείο κάποιου γνωστού δημιουργού στο έργο της. Είχε την πολυτέλεια να αποστασιοποιείται από τα έργα που εξέθετε στην γκαλερί και δεν ”πέρασε” κανέναν στη δουλειά της. Ήξερε, όμως, από ζωγραφική, σε έπειθε. Υπάρχει μία απίστευτη συνέπεια σε όλη της την πορεία κι αυτό είναι αληθινά εντυπωσιακό. Η πορεία αυτή είναι αναγνωρίσιμη με μία εξέλιξη εσωτερική. Γι’ αυτό και της έλεγα χαριτολογώντας ”άντε, θα σου βρω και γκαλερί”. Και μέσα στη ζωγραφική της αποκαλύπτεται η ίδια. Ενώ είναι ένας πολύ οργανωμένος άνθρωπος, παράλληλα, διακρίνεται από μια λεπταίσθητη ευαισθησία. Αυτά είναι τα χαρακτηριστικά που ξεχωρίζω στη ζωγραφική της».
Για δεκαετίες η Τζούλια Δημακοπούλου υπηρέτησε το όραμα σημαντικών δημιουργών κι άνοιξε το βλέμμα μας σε μεγάλες στιγμές της τέχνης. Σήμερα, αποκαλύπτει η ίδια ένα παράθυρο στο δικό της κόσμο.
«Η τέχνη είναι το μέσο που μας βοηθάει να αφουγκραστούμε τις φωνές και τους ψιθύρους των συνανθρώπων, τις σκέψεις και τα συναισθήματα. Το ότι κάθε καλλιτέχνης που καταθέτει το δικό του αυθεντικό όραμα, μας δίνει μια ”καινούργια” θέαση – ένα παράθυρο στον κόσμο».
Τζούλια Δημακοπούλου, Νέες Μορφές 50 Χρόνια μετά
Οι «Μνήμες» της Τζούλιας Δημακοπούλου εγκαινιάζονται το Σάββατο 9 Δεκεμβρίου 2017, 11:00 - 17:00, στο iset (Βαλαωρίτου 9, Κολωνάκι). Διάρκεια έκθεσης έως 14 Ιανουαρίου 2018. Ώρες λειτουργίας: Τρίτη-Παρασκευή 10:00 - 17:00, Σάββατο 10:00 - 15:00. Είσοδος ελεύθερη.