«Φοβόμουν στην πατρίδα μου...Φοβόμουν όταν έφυγα από την Αφρική...Φοβόμουν μέσα στο δάσος που βρέθηκα για να περάσω τα σύνορα του Έβρου...Στην Αθήνα φοβόμουν πως θα πεθάνω...».Φόβος και ξανά φόβος σε όλη του τη ζωή. Και είναι μόλις 20 ετών.
Και τώρα; «Είμαι χαρούμενος που πέρασα αλλά η δυσκολία της ζωής συνεχίζεται. Πρέπει να πάω στο ΤΕΙ στον Πειραιά και με φοβίζει». Είναι η πρώτη φράση του 20χρονου πρόσφυγα Ζυλιέν, που αρίστευσε στις πανελλήνιες εξετάσεις και τώρα ετοιμάζεται να αφήσει το μόνο σπίτι που γνώρισε τα τελευταία τέσσερα χρόνια στην Κόνιτσα για να έρθει στον Πειραιά για σπουδές στο Τμήμα Ηλεκτρολόγων και Μηχανικών.
Η φωνή του, που έρχεται από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής είναι απαλή, ευγενική και «καθαρή». Μιλάει πολύ καλά ελληνικά, με ελαφρά γαλλική προφορά αλλά και ανεπαίσθητα χρωματισμένη από την ντοπιολαλιά των Ιωαννίνων. Και καθώς μου μιλάει καταλαβαίνω πως είναι πολύ θαρραλέος, ακριβώς επειδή φοβάται αλλά δεν παραιτείται...
«Στην Αθήνα ζούσα στο δρόμο. Χωρίς χρήματα, φαγητό...Νόμιζα πως φτάνουν οι μέρες που θα πεθάνω. Δεν θα κατάφερνα να ζήσω έτσι για πολύ ακόμα»Δεν ξέρω πως θα είναι τα πράγματα εκεί. Ελπίζω ο Θεός να με βοηθήσει». Στην ηλικία του, δεν ακούς συχνά κάποιον να επικαλείται το Θεό με αυτό τον τρόπο, και του το λέω. «Δεν είμαι μικρός πια. Στην πατρίδα μου, όταν γίνεσαι 18 ετών είσαι πια αποκλειστικά υπεύθυνος για τον εαυτό σου. Παίρνεις τη ζωή στα χέρια σου. Είσαι πια μεγάλος». Όσο για το Θεό; Δηλώνει θρησκευόμενος και πιστός χριστιανός.
Βέβαια η ενηλικίωση του Ζυλιέν, όπως μου εξηγεί και ο ίδιος, ήρθε πολύ νωρίς. Ακόμη και για τα δεδομένα της πατρίδας του. Από τα 16 του χρόνια, βρίσκεται μόνος, σε μια ξένη χώρα και χωρίς να γνωρίζει καν εάν οι γονείς και τα αδέρφια του είναι στη ζωή. «Δεν είμαι σίγουρος εάν ζουν ή εάν έχουν πεθάνει. Κάποιοι μου είπαν πως δεν υπάρχουν πια. Μου έδωσαν κάποιες πληροφορίες αλλά δεν είμαι σίγουρος. Συνεχίζω να ψάχνω και πιστεύω πως θα καταφέρω να τους βρω ζωντανούς».
«Δεν μου δίνει χαρά να θυμάμαι την πατρίδα μου. Εκεί που ήμουν δε θα ήθελε να γυρίσει κανείς»Πως όμως βρέθηκε στην Ελλάδα μόνος; Χωρίς τους δικούς του; «Δεν ήθελα να φύγω στην αρχή. Αλλά με έπεισαν. Η κατάσταση στην πατρίδα μου είναι πολύ άσχημη. Πολιτική αστάθεια, αναταραχές, εμφύλιοι, φόβος...Οι γονείς μου ήθελαν να με σώσουν. Ήταν επικίνδυνα εκεί...Ο πατέρας μου ασχολείτο με την πολιτική», λέει με σεμνότητα και μου εξηγεί πως γι αυτό το λόγο δεν θέλει να γίνει και γνωστό το επώνυμό του ούτε η χώρα στην οποία γεννήθηκε. «Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να κάνουν οι άνθρωποι», συμπληρώνει με νόημα.
Μου περιγράφει μια ζοφερή καθημερινότητα με κοφτές εκφράσεις και αναρωτιέμαι αν θα ήθελε να επιστρέψει αλλά και τι εικόνες του έρχονται στο μυαλό όταν κλείνει τα μάτια του. «Έχω άσχημες εικόνες. Δεν μου δίνει πλέον χαρά να θυμάμαι. Εκεί που ήμουν δε θα ήθελε να γυρίσει κανείς...». Τι έρχεται στο μυαλό του όμως όταν σκέφτεται την Ελλάδα. «Τα βουνά της Κόνιτσας. Όταν έφτασα εδώ και έκλαιγα, άνοιξα κάποια στιγμή τα μάτια μου και είδα το βουνό. Μου έδωσε δύναμη και χαρά. Και τώρα πια παίρνω χαρά και από τους ανθρώπους που γνώρισα εδώ. Την οικογένειά μου».
Ίσως γι αυτό η επιμονή των γονιών του λοιπόν να εγκαταλείψει τη χώρα του «για να σωθεί», όπως του έλεγαν, να νίκησε τελικά τις αντιστάσεις του Ζυλιέν. Αλλά μόνο αφού του υποσχέθηκαν πως σύντομα θα τον ακολουθούσαν. Τόσο οι γονείς όσο και τα τρία αδέρφια του. Οι δύο μεγαλύτερες αδελφές του και ο μικρότερος αδελφός του. «Ταξίδεψα αεροπορικώς μέχρι την Τουρκία αλλά μετά δεν ήξερα ούτε τι να κάνω, ούτε που να πάω». Όταν τον ρωτάω πως αποφάσισε να έρθει στην Ελλάδα, διστάζει να μου πει. Δεν θέλει να δώσει πολλές διευκρινίσεις. «Κάποιος μου είπε πως υπάρχει η δυνατότητα να πάω στην Ελλάδα. Μου είπαν πως είναι μια όμορφη χώρα, δίπλα στην Τουρκία» θυμάται. Αλλά μάλλον δεν του περιέγραψαν τι θα πρέπει να κάνει αλλά και να περάσει για να φτάσει μέχρι την άλλη πλευρά των συνόρων.
«Το πρόβλημα δεν το αντιμετωπίζεις στο ποτάμι αλλά στην πηγή...Φτάσαμε στο σημείο οι άνθρωποι που τρέχουν να γλυτώσουν από τις βόμβες του πολέμου να πνίγονται στο νερό». «Περπατούσα. Δεν ξέρω για πόσο. Θυμάμαι πως ήμουν μέσα στο δάσος. Ήταν όλα σκοτεινά. Χιόνιζε και είχε κρύο. Πολύ κρύο. Όλα γύρω μου ήταν τόσο άγνωστα...», αλλά οι δυσκολίες δεν τελείωσαν στον Έβρο. «Με συνέλαβαν γιατί δεν είχα “περάσει” στην Ελλάδα με τον σωστό τρόπο για κάποιους και με έβαλαν φυλακή στην Ορεστειάδα. Ήταν δύσκολα. Πολύ δύσκολα». Ακόμη και όταν αφέθηκε ελεύθερος και επιχείρησε να μείνει στην περιοχή ή και αργότερα στην Αλεξανδρούπολη κατάλαβε πως δεν θα μπορούσε να μείνει εκεί. «Δεν με ήθελαν. Το καταλάβαινα». Η κατάσταση όμως στην Αθήνα, που ήταν ο επόμενος σταθμός του αγοριού από την πατρίδα του στην Αφρική, δεν ήταν καλύτερη.
«Περπατούσα. Δεν ξέρω για πόσο. Θυμάμαι πως ήμουν μέσα στο δάσος. Ήταν όλα σκοτεινά. Χιόνιζε και είχε κρύο. Πολύ κρύο. Όλα γύρω μου ήταν τόσο άγνωστα»Ο Ζυλιέν δεν ήξερε τη γλώσσα, δεν ήξερε τίποτε για την πρωτεύουσα τη χώρας στην οποία μετανάστευσε και ήταν ακόμη ένας έφηβος, μόλις 16 ετών από μια μακρινή χώρα της Αφρικής. Χρήματα δεν είχε και σιγά- σιγά μάλιστα φαίνεται πως είχε αρχίσει να χάνει και τη θέληση να συνεχίζει να αγωνίζεται. «Δεν είχα φαγητό ή ακόμη και νερό. Νόμιζα πως φτάνουν οι μέρες που θα πεθάνω. Δεν θα κατάφερνα να ζήσω έτσι για πολύ ακόμα». Ήρθε όμως η απόφαση από το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, όμως μου εξηγεί με μια αίσθηση ανακούφισης ακόμη και τώρα. Τέσσερα χρόνια μετά. Η φωνή του αλλάζει. Γίνεται πιο ζωηρή. Όπως όταν μας μιλάει ένας φίλος για μια ευχάριστη εμπειρία. «Με έστειλαν στην Κόνιτσα, στο Κέντρο Προστασίας Ανήλικων Προσφύγων. Και όλα άλλαξαν. Εδώ έκανα από την αρχή φίλους, πήγα σχολείο. Βρήκα..πως να το πω; Μια οικογένεια».
Φυσικά η συζήτηση φτάνει στο σχολείο. Εξάλλου ήταν οι εξαιρετικές του επιδόσεις στις πανελλαδικές που με έκαναν να τον αναζητήσω και να του ζητήσω να μας πει την ιστορία του. Όσα είχα ακούσει νωρίτερα για τον Ζυλιέν δεν ήταν τίποτα μπροστά σε αυτό που μου περιέγραψε. «Αμέσως ζήτησα να πάω σχολείο. Αλλά δεν ήξερα τη γλώσσα. Η καθηγήτρια μου, η κ.Γιάννα Νίκου μου έκανε μαθήματα κάθε μέρα. Και μέσα σε τρεις μήνες είχα μάθει ελληνικά». Φυσικά χρειάστηκε να το ρωτήσω και δεύτερη φορά εάν είπε «μέσα σε τρεις μήνες» γιατί πίστευα πως είχα παρακούσει...Αλλά όχι. Έμαθε ελληνικά μέσα σε τρεις μήνες!
Αυτό όμως που καθιστά ακόμη πιο αξιέπαινο αυτό του το κατόρθωμα ήταν πως ο ίδιος μιλούσε μόνο γαλλικά και η καθηγήτρια του ελληνικά. «Αλλά τελικά τα καταφέραμε» λέει με ενθουσιασμό.
«Στην Κόνιτσα δεν ένοιωσα τον ρατσισμό. Ήμουν τυχερός. Με δέχθηκαν. Στην Αθήνα, όταν ζούσα στο δρόμο, ήταν αλλιώς. Δεν με ήθελαν πουθενά. Το καταλάβαινα»Όπως μου εξηγεί, είναι πολύ καλός στα θεωρητικά μαθήματα και στις γλώσσες- προφανώς- αλλα η αγάπη του είναι τα μαθηματικά. Συζητώντας για τις επιδόσεις του στο σχολείο που αραδιάζει τους βαθμούς του στις τάξεις του ΕΠΑΛ της Κόνιτσας- 18.5, 19.3 κλπ- και βέβαια τον βαθμό απολυτηρίου με το απόλυτο 19.8 αλλά και τα 18.500 μόρια στις πανελλαδικές που τον έστειλαν «καρφί» στο ΤΕΙ Ηλεκτρολόγων Μηχανικών Πειραιά.
Με τέτοιους βαθμούς βέβαια είναι να απορεί κανείς που επέλεξε ένα ΤΕΙ και όχι ένα πανεπιστήμιο. Κι όμως αυτή ήταν η πρώτη του επιλογή. «Όταν ήμουν πιο μικρός ήθελα να γίνει γιατρός. Αλλά η γλώσσα ήταν ένα εμπόδιο. Πήγα στο ΕΠΑΛ, είμαι και αρκετά μεγάλος πια οπότε αυτή ήταν η καλύτερη επιλογή. Μου αρέσει και θέλω να γίνω καθηγητής. Θέλω να διδάσκω. Θέλω όσα μαθαίνω, όσα γνωρίζω να τα μοιράζομαι με τους άλλους».
Βέβαια εάν υπήρχε η δυνατότητα μιας υποτροφίας θα ήθελε πολύ να σπουδάσει και στο εξωτερικό.
Αναπόφευκτα η συζήτηση πάει και στα φαινόμενα ρατσισμού στην Ελλάδα αλλά και στις αυξανόμενες προσφυγικές ροές.
«Διαβάζω στις εφημερίδες και βλέπω στην τηλεόραση για τον ρατσισμό στην Ελλάδα. Αλλά αισθάνομαι πολύ τυχερός. Εδώ στην Κόνιτσα δεν τον ένοιωσα ποτέ. Είναι σαν να με ήξεραν. Να είμαι δικός τους άνθρωπος. Με δέχθηκαν στην Εκκλησία, στο σχολείο, στην κοινωνία τους. Στην Αθήνα, όταν ζούσα στο δρόμο, ήταν αλλιώς. Δεν με ήθελαν πουθενά. Το καταλάβαινα...Και στην Ορεστειάδα το ίδιο, ακόμη και όταν βρήκα κάποιους και με πήγαν για να μείνω για λίγο σε ένα κατεστραμμένο σπίτι...πάλι ένοιωθα πως δεν με ήθελαν».
«Η καθηγήτρια μου, μου έμαθε ελληνικά σε τρεις μήνες...αν και εγώ μιλούσα μόνο γαλλικά και εκείνη ελληνικά» Όταν τον ρωτάω για τους πρόσφυγες που έρχονται κατά χιλιάδες στην Ελλάδα φαίνεται να είναι έτοιμος να απαντήσει. Σαν να θέλει να αξιοποιήσει την ευκαιρία για να περάσει ένα μήνυμα. Σε εμένα, στους Έλληνες, στην Ευρώπη. «Είμαι ένα άνθρωπος της ειρήνης. Όλοι στην ΕΕ, τις ΗΠΑ τους μεγάλους διεθνείς οργανισμούς πρέπει να καταλάβουμε πως σε αυτό τον κόσμο ζούμε μαζί. Τον κατοικούμε όλοι. Πρέπει να υπάρχει ειρήνη στις πατρίδες όλων μας. Το πρόβλημα δεν το αντιμετωπίζεις στο ποτάμι αλλά στην πηγή. Πρέπει να δουλέψουμε γι' αυτό. Χρησιμοποιούμε τα όπλα για να κάνουμε αυτό που θέλουμε, από τα πρώτα χρόνια ζωής αυτού του κόσμου. Μέχρι σήμερα το κάνουμε και φτάσαμε στο σημείο οι άνθρωποι που τρέχουν να γλυτώσουν από τις βόμβες του πολέμου να πνίγονται στο νερό...».
Και μου ζητά να καταλάβω: «Όσοι έρχονται εδώ δεν θέλουν να αφήσουν πίσω τη μητέρα και τον πατέρα τους και να μην ξέρουν εάν ζουν ή εάν πέθαναν, όπως εγώ. Δεν θέλουν να κάνουν βόλτα στην Ελλάδα. Είναι ανάγκη να αλλάξει η κατάσταση στις χώρες τους, για να μην χρειάζεται να φύγουν αλλά και για να μπορέσουν να γυρίσουν πίσω».
Έχει όμως ένα μήνυμα και για τους πρόσφυγες που τώρα, όπως μας είπε βλέπει στην τηλεόραση «και κάθε φορά νομίζω πως είμαι εγώ στη θέση τους». Αυτό που τους ζητά είναι να δείξουν σεβασμό στη χώρα που τους υποδέχεται ακόμη και εάν δεν το θέλει. Σεβασμό στην κουλτούρα, στους ανθρώπους, στην κοινωνία. «Να προσαρμοστούν. Να προσέχουν τη συμπεριφορά τους...και έτσι ίσως να καταφέρουμε όλοι να έχουμε μια καλή ζωή.
«Όταν ήρθα στην Κόνιτσα έκλαιγα. Αλλά όταν άνοιξα κάποια στιγμή τα μάτια μου και είδα το βουνό πήρα δύναμη. Αυτό μου έρχεται στο μυαλό όταν σκέφτομαι την Ελλάδα»