Η εξυπηρέτηση της Τουρκίας στην Κύπρο

Η Κύπρος αποτελεί το νοτιοανατολικότερο σύνορο της Ε.Ε. και το ανώμαλο status quo που υφίσταται ως αποτέλεσμα της παράνομης κατοχής εδαφών της από την Τουρκία αναμφίβολα δεν ενισχύει την σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή.
PATRICK BAZ via Getty Images

Ενώ υπάρχει ένα μοναδικό μομέντουμ σε οτι αφορά το Κυπριακό, τόσο διεθνώς όσο και στο εσωτερικό και συγκεκριμένα στις ηγεσίες των δύο Κοινοτήτων της νήσου, στην Ελληνική Κοινότητα διαμορφώνεται ένα μέτωπο που σκοπεύει πάση θυσία να εναντιωθεί σε πιθανό σχέδιο συνολικής διευθέτησης.

Η Κύπρος αποτελεί το νοτιοανατολικότερο σύνορο της Ε.Ε. και το ανώμαλο status quo που υφίσταται ως αποτέλεσμα της παράνομης κατοχής εδαφών της από την Τουρκία αναμφίβολα δεν ενισχύει την σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή. Η ένταση στην Ουκρανία, η συνεχιζόμενη βία στη Συρία, οι λεπτές ισορροπίες που αφορούν το Ισραήλ μετά τη διεθνή συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και το πρόσφατο βίαιο ξύπνημα της Τουρκίας από την (ηθελημένη ή μη) αδράνειά της έναντι της απειλής του αιμοσταγούς ISIS, καθιστούν τη σταθερότητα στη περιοχή, τόσο σε μικρές όσο και σε μεγάλες εστίες τριβής, αδήριτη ανάγκη για τα δυτικά συμφέροντα.

Όσο προχωρούν οι διαπραγματεύσεις για διευθέτηση του Κυπριακού, τόσο εντείνονται οι αντιδράσεις από ένα συνονθύλευμα ακροδεξιών και κατά φαντασίαν σοσιαλδημοκρατών και κεντρώων πολιτικών, που για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου θα αποκαλώ «απορριπτικό» μέτωπο. Η αντίθεσή τους έγκειται στη συμφωνηθείσα από τις ίδιες τις Κοινότητες και επικυρωθείσα από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ μορφή της λύσης, ήτοι τη διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία (ΔΔΟ).

Η διαχρονική ρητορική του «απορριπτικού» μετώπου εστιάζεται πρωτίστως στη δικοινοτική πτυχή της μορφής της λύσης που επιδιώκεται. Με αιχμή του δόρατος την φερόμενη αντίθεση τους σε οποιαδήποτε μορφή λύσης «διαχωρίζει» τον κυπριακό λαό (εν είδει apartheid), οι «απορριπτικοί» αγγίζουν ομολογουμένως ένα ζήτημα που ουδέποτε αντιμετώπισε με κάποια στοιχειώδη παραδοχή ο κυπριακός ελληνισμός. Το ζήτημα αυτό αφορά το πως η Τουρκία κατόρθωσε η ιστορικά ελληνική νήσος Κύπρος να φιλοξενεί δυο εθνοτικά και θρησκευτικά διακριτές πληθυσμιακές ομάδες, αναγόμενες σε Κοινότητες (παρά την αναμεταξύ τους αισθητή αριθμητική διαφορά).

Η Τουρκία όμως δεν έχει κατορθώσει μόνο αυτά. Έχει εισβάλει στην Κύπρο, επικαλούμενη τις πρόνοιες της Συνθήκης Εγγυήσεως (όπως αναπτύσσω στο άρθρο «Ο Τομέας της Ασφάλειας στην Επίλυση του Κυπριακού») και παράνομα κατέχει μέρος της επικράτειάς της για 41 πλέον χρόνια, κατά παράβαση του Διεθνούς Δικαίου. Κρατά δέσμιες τις δυο Κοινότητες της Κύπρου σε παράλληλα σύμπαντα, επιτρέποντας στην παρέλευση του χρόνου να εδραιώνει την παρανομία της, μέχρι αυτή να περιβληθεί με μανδύα νομιμότητας, αναπόδραστο αποτέλεσμα σε μια διεθνή έννομη τάξη στην οποία οι κυρώσεις επί παραβάσεων των κανόνων της εξαρτώνται από την πολιτική βούληση της Διεθνούς Κοινότητας.

Εσχάτως δε, μετά την αναγνώριση από το ΕΔΑΔ του ένδικου μέσου της Τουρκίας στα κατεχόμενα ως ικανό να παρέχει αποτελεσματική θεραπεία για τις παραβάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των εκτοπισμένων που προσφεύγουν σε αυτό, η Τουρκία «εξαγοράζει» τις παραβάσεις θεμελιωδών δικαιωμάτων, «επιλύοντας» καθοδόν και μέρος της περιουσιακής πτυχής του Κυπριακού. Η εν λόγω εξέλιξη, αποτέλεσμα και αυτή της δικής μας αφελούς (ή και ιδιοτελούς σε κάποιες περιπτώσεις) «δικαστηριοποίησης» του Κυπριακού, με τα έννομα αποτελέσματα της ελλοχεύει τον πολιτικό κίνδυνο ανεπιστρεπτί τουρκοποίησης των κατεχομένων.

Ο δικοινοτισμός πρόκειται να αποκτήσει ομοσπονδιακή έκφανση σε πιθανή διευθέτηση του Κυπριακού, κάτι το οποίο ενοχλεί το «απορριπτικό» μέτωπο, που εκλαμβάνει τέτοια ρύθμιση ως νομιμοποίηση του παράνομου μορφώματος που εγκαθίδρυσε η Τουρκία στα κατεχόμενα. Αντιλαμβάνονται τη ΔΔΟ ως επικύρωση των τετελεσμένων της τουρκικής εισβολής και κατοχής, ενώ στη πραγματικότητα η επικύρωση αυτή λαμβάνει χώρα, σε λανθάνουσα έστω κατάσταση, ενόσω συνεχίζεται το υφιστάμενο status quo. Το γεγονός οτι η καταστροφή, δηλαδή η διχοτόμηση της Κύπρου ως διαχρονικός τουρκικός σχεδιασμός, δεν εκδηλώνει νομικά τα συμπτώματα της στη παρούσα περίοδο, δεν σημαίνει οτι δεν θα αποκαλυφθεί ως ένα νομικά επικυρωμένο γεγονός όταν και εφόσον εξαντληθούν οι πιθανότητες πολιτικής διευθέτησης του προβλήματος.

Η οδυνηρή πραγματικότητα είναι πως ο δυαδισμός υπό τη μορφή του δικοινοτισμού ενυπάρχει στην Κύπρο από το 1960 και την εγκαθίδρυση του κυπριακού Κράτους. Είναι μάλιστα το πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό του κυπριακού Συντάγματος. Το Σύνταγμα είναι ουσιαστικά ένα αποτυχημένο (εκ των πραγμάτων) πείραμα διαμοιρασμού εξουσιών μεταξύ της Ελληνικής και της Τουρκικής Κοινότητας. Όπως εύστοχα είχε παρατηρήσει ο S.A. De Smith το 1964, για κάποιον που τελούσε υπό άγνοια για τις πολιτικές πραγματικότητες, εύλογα θα αναρωτιόταν κατα πόσο η συνταγματική αρχιτεκτονική της Κυπριακής Δημοκρατίας ήταν προϊόν ενός εφιαλτικού διαλόγου ανάμεσα σε έναν συνταγματολόγο και έναν μαθηματικό.

Το «απορριπτικό» μέτωπο προσομοιάζει με την συμπεριφορά νηπίου που αρκείται στο να δηλώνει τι θέλει. Δηλαδή προτάσσει ως εύηχο αξίωμα πως το Κυπριακό είναι πρόβλημα εισβολής και κατοχής, χωρίς να καταθέτει ποτέ οποιαδήποτε πρόταση για μια ρεαλιστική οδό επανατοποθέτησής του ως τέτοιου.

Πρώτιστα, οι «απορριπτικοί» οφείλουν να πείσουν όλους μας πως μιλούν σοβαρά και δεν διαπνέονται από μια ιδιοτελή εξυπηρέτηση ιδίων συμφερόντων από τη συντήρηση του status quo. Για παράδειγμα, δεν προβληματίζει καθόλου τους οπαδούς αυτών των ανθρώπων το γεγονός πως ουδείς από τα ηγετικά στελέχη του χώρου είναι εκτοπισμένος; Πως τα οικονομικά περιουσιακά στοιχεία και συμφέροντα των περισσοτέρων εξ αυτών βρίσκονται στις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου και ενδεχόμενη λύση ενδέχεται να απομειώσει την αξία τους; Πως ουδείς εκ των πολιτικών αυτών έχει οποιοδήποτε οικονομικό πρόβλημα;

Αφού απαντηθούν αυτά, που είναι ζητήματα ακεραιότητας και διαφάνειας, έχουν μπροστά τους ένα τιτάνιο έργο: να εξηγήσουν αφ'ενός πως θα αντιστρέψουν τον χρόνο για να βρεθεί ο κυπριακός ελληνισμός ex ante της αποδοχής των Συμφωνιών Ζυρίχης Λονδίνου και την συνταγματική κατοχύρωση των δυο Κοινοτήτων και αφ'ετέρου πως θα ανατραπούν οι τουρκικές αξιώσεις, τις οποίες η πάροδος του χρόνου και οι επί εδάφους συνθήκες μετατρέπουν σε «κατακτήσεις».

Οι «απορριπτικοί» επενδύουν (ματαίως, κατά την άποψη μου) αφ'ενός στο κοινό εκείνο που ουδέποτε αποδέχθηκε την πανωλεθρία του 1974 και αφ'ετέρου στο κοινό που, όπως και οι ίδιοι, είναι πρόθυμο να προσποιηθεί οτι υπερασπίζεται την εξάλειψη κάθε μορφής «διάκρισης» στην Κύπρο ως πρόσχημα για συντήρηση του status quo μέχρι νεωτέρας. Το αποτέλεσμα της «απορριπτικής» πολιτικής, όποτε αυτή ασκήθηκε από θέση εξουσίας, ήταν η εδραίωση της τουρκοποίησης των κατεχομένων εδαφών.

Ο κυπριακός ελληνισμός μόνο τις τελευταίες δεκαετίες αποδέχθηκε (εν μέρει) πολιτικά, ιστορικά και αξιακά τις αυτοχειρίες του 1960, του 1963 και του 1974 ως προς τις διαχρονικές διεκδικήσεις του, συμπεριλαμβανομένης ασφαλώς της Ενώσεως. Αν επικρατήσουν οι «απορριπτικοί», ίσως να συντελεστεί ακόμη μια αυτοχειρία. Ασφαλώς οι θέσεις που εκφράζουν αυτοί οι άνθρωποι συνιστούν υποκρισία, ή, στην καλύτερη των περιπτώσεων, αφέλεια. Μάλλον συνδέεται με το σύνηθες ελληνικό ελάττωμα της εκ των υστέρων αντίδρασης και αντίστασης σε καταστάσεις και ατραπούς που ο ίδιος ο Έλληνας πάντοτε οδηγεί εαυτόν.

Δημοφιλή