Στη χώρα μας έχει δημιουργηθεί ένα μύθευμα που δρα σαν λαιμητόμος σε κάθε προσπάθεια ανόρθωσης της χώρας. Το μύθευμα βασίζεται στο σύνθημα της «Μικρής πλην τίμιας Ελλάδας», που πρωτοειπώθηκε το 19ου αιώνα και κατά καιρούς επανέρχεται στην πολιτική συζήτηση. Μιας Ελλάδας δηλαδή που θα πρέπει από τη μία να είναι σοβαρή και μετρημένη αλλά και από την άλλη να μην ζητάει πολλά. Ένα σύνθημα που ενώ υποδηλώνει μια ρεαλιστική προσέγγιση στην πραγματικότητα στην ουσία θέτει όρια στα όνειρα των Ελλήνων για μια ουσιαστική κοινωνική και οικονομική ανόρθωση.
Ας αναλύσουμε όμως λίγο αυτόν τον όρο του «μικρού κράτους». Κατ'αρχάς με αυστηρή ορολογία η Ελλάδα σε όρους γεωγραφίας είναι ένα μεσαίο κράτος, ως προς το μέγεθος του πληθυσμού της είναι 85η σε σύνολο 237 κρατών, ως προς την έκταση των εδαφών της 97η και σε όρους μεγέθους οικονομίας (ΑΕΠ 2016) 57η. Οπότε δεν ήμαστε και τόσο μικρή χώρα τελικά, αλλά θα συνεχίσουμε να χρησιμοποιούμε το συγκεκριμένο όρο στο παρόν άρθρο.
Είναι αλήθεια βέβαια ότι σε απόλυτους αριθμούς η Ελλάδα είναι μια χώρα που μπορεί να θεωρηθεί ως μικρή αλλά αυτό εντέλει θα πρέπει να μεταφράζεται και σε όρους γεωπολιτικής σημασίας; Με δέκα εκατομμύρια κατοίκους αποτελεί κλάσμα μόλις του πληθυσμού μεγάλων κρατών. Ωστόσο οι κάτοικοι της χώρας μας είναι οι διπλάσιοι της Δανίας. Μήπως και η Δανία είναι μια μικρή και ασήμαντη χώρα; Επίσης η γεωγραφική έκταση της χώρας μας είναι 131.957 τετραγωνικών χιλιομέτρα που σίγουρα αντιστοιχεί στις διαστάσεις μόλις μιας περιφέρειας των ΗΠΑ ή της Κίνας ή του Καναδά. Ωστόσο η Σιγκαπούρη έχει έκταση μόλις 719.1 τετραγωνικών χιλιομέτρων και το ΑΕΠ της ανέρχεται σε 297 δις δολάρια σχεδόν μία και μισή φορά της χώρας μας!
Από την άλλη βέβαια είναι αλήθεια ότι ένα μικρό κράτος βρίσκεται σε δύσκολη θέση όταν αναγκάζεται να ανταγωνίζεται μεγαλύτερα και πιο εύρωστα κράτη. Ωστόσο η Φινλανδία επιβίωσε επί δεκαετίες υπό τη σκιά της άλλοτε Σοβιετικής Ένωσης, το Ισραήλ βρίσκεται σε μόνιμη πολεμική ετοιμότητα σχεδόν με όλους τους γείτονες του ενώ η Νότια Κορέα βρίσκεται υπό μόνιμη πυρηνική απειλή. Τα τρία αυτά κράτη αναφέρονται γιατί ενώ είναι σχετικά μικρά κράτη αποτελούν διεθνώς ηγέτες της καινοτομίας και διαθέτουν από τις πλέον ανεπτυγμένες οικονομίες.
Ο υψηλός γεωπολιτικός κίνδυνος των περιοχών τους φαίνεται ότι δεν τα έχει επηρεάσει τόσο καταλυτικά. Θα πρέπει, λοιπόν, τα μικρότερα κράτη να είναι πειθήνια και να ακολουθούν τους ισχυρούς; Το παράδειγμα της Ισλανδίας είναι χαρακτηριστικό. Στους λεγόμενους «πολέμους του μπακαλιάρου» η Ισλανδία συγκρούσθηκε όχι μόνο με τη Μ. Βρετανία αλλά με το σύνολο των βορείων ευρωπαϊκών κρατών προκειμένου να επεκτείνει τη δικαιοδοσία του αλιευτικού της στόλου από τα 12 μίλια του 1958 στα 200 μίλια το 1976. Η διεκδίκηση του νεότευκτου (μόλις το 1944) αυτού κράτους δεν έγινε δίχως συγκρούσεις (στα όρια των πολεμικών επεισοδίων) αλλά στο τέλος εδραίωσε την παρουσία του και μάλιστα επηρέασε και το διεθνές δίκαιο.
Η συζήτηση μπορεί να συνεχισθεί για ώρα με παράθεση επιχειρημάτων και αντεπιχειρημάτων.
Τι ισχύει όμως για τα λεγόμενα και ως μικρά κράτη; Τα τελευταία χρόνια έχει ενισχυθεί ο ακαδημαϊκός διάλογος σχετικά με το παράδοξο των μικρών και μεσαίων κρατών που τείνουν να εδραιώνουν ισχυρή γεωπολιτική και οικονομική παρουσία. Από το παρελθόν ακόμα μπορούμε να δούμε ότι μικρά κράτη έχουν υπάρξει οι αναμφισβήτητοι ηγέτες της εποχής τους, όπως η Γαληνοτάτη Βενετική Δημοκρατία που από τον 9ο αιώνα μ.Χ. κυριάρχησε σχεδόν για μια χιλιετία στις θάλασσες της Μεσογείου, αναπτύσσοντας σημαντική ναυπηγική βιομηχανία. Επίσης, στον ελλαδικό χώρο, στον μεσαίωνα διάφορες πόλεις, όπως η Θήβα και η Κόρινθος, είχαν αναπτύξει αξιοζήλευτη οικονομική δραστηριότητα που τους επέτρεψαν να ανυψώσουν το ανάστημα τους απέναντι στους ισχυρούς της έκαστης εποχής. Ακόμα και σήμερα όμως τα σκανδιναβικά κράτη, που κάθε άλλο παρά μεγάλα κράτη μπορούν να χαρακτηρισθούν, διαγράφουν μια αξιοσημείωτη παρουσία ανταγωνιζόμενοι σε διάφορους οικονομικούς κλάδους τους «μεγάλους» παίκτες.
Ποιο είναι το μυστικό ευημερίας και εδραίωσης των μικρών κρατών όμως; Αν πάρουμε τη λίστα του Βρετανικού "Business Insider" που περιλαμβάνει τις 23 πόλεις με την καλύτερη ποιότητα ζωής στον κόσμο, για το 2017, θα παρατηρήσουμε ότι στη λίστα φιγουράρουν πόλεις σαν τη Στοκχόλμη της Σουηδίας, το Ουέλγκτον και το Όκλαντ της Ν. Ζηλανδίας, τη Βέρνη της Σουηδίας, το Άμστερνταμ της Ολλανδίας, την Κοπεγχάγη της Δανίας κλπ Σχεδόν οι μισές προτάσεις αναφέρονται σε πόλεις σχετικά μικρών κρατών τα οποία όμως διακρίνονται για τις ανεπτυγμένες δημόσιες υποδομές τους και την ανοιχτή κοινωνική δομή τους. Έχουν αναπτύξει βασικές κοινωνικές δομές (υγείας, παιδείας, ασφάλειας, κλπ) που επιτρέπουν στους πολίτες τους να ζουν με αίσθημα ασφάλειας για την καθημερινότητα τους. Είναι αδιάφορο το αν και κατά πόσον οι δομές αυτές είναι δημόσιες ή ιδιωτικές και σε ποιο ποσοστό αλλά το σημαντικό είναι ότι λειτουργούν αποτελεσματικά. Αποτελούν θεμέλια πάνω στα οποία δημιουργούνται οι περισσότερο εξελιγμένες κοινωνικές δομές και η επιχειρηματική δραστηριότητα. Εντέλει δημιουργούν μια κουλτούρα ποιότητας και αποτελεσματικότητας που εντρυφεί μέσα στην κουλτούρα της καθημερινότητας και θέτει τα στάνταρ για την επικοινωνία μεταξύ των πολιτών. Κοινώς οι πολίτες καλομαθαίνουν να διαβιούν σε ένα καλοκουρδισμένο σύστημα και θέτουν υψηλότερα στάνταρ για την περεταίρω ικανοποίηση τους τόσο από το δημόσιο όσο και τον ιδιωτικό τομέα. Η απαίτηση τους αυτή μεταφέρεται και στις διαπροσωπικές σχέσεις ενώ εμποτίζει και τα συναλλακτικά τους ήθη. Ως εκ τούτου η δημόσια κουλτούρα διαχέεται και στον ιδιωτικό τομέα τόσο στον τρόπο που οι ιδιωτικές εταιρείες αντιμετωπίζουν τους πελάτες τους όσο και στον τρόπο που τα στελέχη μαθαίνουν να συνεργάζονται μεταξύ τους.
Εδώ, λοιπόν, εισερχόμαστε σε μια παράμετρο πολύ σημαντική. Στα μικρά κράτη δεν τίθεται θέμα μικρού ή μεγάλου δημόσιο τομέα αλλά η απαίτηση ύπαρξης ενός καλύτερου κυβερνητικού μηχανισμού. Αυτό συμβαίνει διότι η σφαίρα του ιδιωτικού τομέα εμπλέκεται με αυτή του δημοσίου σε σημαντικό βαθμό. Οι παρεμβάσεις και οι ρυθμίσεις του κράτους επηρεάζουν δυσανάλογα σημαντικά την αγορά σε σχέση με μια πιο ευμεγέθη κοινωνία. Η αποτελεσματική λειτουργία του δημόσιου μηχανισμού είναι κομβικής σημασίας για την ανάπτυξη ενός μικρού κράτους για τους ακόλουθους λόγους.
- Πρώτον, οι διαθέσιμοι πόροι ενός μικρού κράτους είναι περιορισμένοι. Η αποτελεσματική διαχείριση τους αποτελεί μεγάλη πρόκληση και οποιαδήποτε κακοδιαχείριση των δημοσίων πόρων μπορεί να επιφέρει καταστροφικά αποτελέσματα με συνέπειες απρόβλεπτες. Η περίπτωση της Ελλάδας είναι ενδεικτική των συνεπειών της κακής διοίκησης των δημοσιονομικών και των επιπτώσεων αυτής για τη χώρα.
- Δεύτερον, στα μικρά κράτη η δημόσια και η ιδιωτική σφαίρα της οικονομικής ζωής περιπλέκονται σε σημαντικό βαθμό. Ο δημόσιος τομέας πρέπει να είναι σε θέση να συνδιαλέγεται με τον ιδιωτικό τομέα και να συνεργάζεται μαζί του για την προώθηση της οικονομικής δραστηριότητας με τελικό σκοπό όμως τη διάχυση των οφελών σε ολόκληρη την κοινωνία. Αυτή η παράμετρος αποτελεί θεμέλιο λίθο για την επιβίωση των μικρών κρατών καθώς αυτά δεν έχουν άμεση πρόσβαση σε μεγάλες αγορές και απαιτείται η συνδρομή του κράτους προκειμένου να αναπτυχθεί δυναμικά ένας τομέας. Αυτό μπορεί να γίνει είτε μέσω των κρατικών προμηθειών, είτε μέσω της επιδότησης της έρευνας και της ανάπτυξης νέων προϊόντων είτε μέσω της δημιουργίας δικτύων γνώσης και συνεργασίας. Τα τελευταία αποτελούν το πιο δύσκολα αντιγράψιμο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα μιας οικονομίας και είναι σαφές ότι η ανάπτυξη και διαχείριση τους απαιτεί υψηλή διοικητική δεξιότητα.
- Τρίτον, ο μόνος παράγοντας που πάντα φέρνει τα μικρά κράτη σε πλεονεκτική θέση αποτελεί η αποτελεσματική ανάπτυξη ενός περιβάλλοντος που ωθεί την καινοτομία. Όλα τα παραδείγματα των επιτυχημένων μικρών κρατών εδράζονται στη συστηματική προσήλωση αυτών στην ανάπτυξη καινοτόμων προϊόντων. Με αυτόν τον τρόπο εδραιώνουν το ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα στη διεθνή οικονομία και με αυτόν τον τρόπο γίνονται μέλη της παγκόσμιας αλυσίδας αξίας διαφόρων βιομηχανικών κλάδων. Εννοείται ότι ο ρόλος των κρατικών υποδομών στην προώθηση της καινοτομίας, παίζει πάλι κομβικό ρόλο, ιδιαίτερα σε μικρά έθνη.
Για αυτό το λόγο στην περίπτωση της Ελλάδας είχε εξ΄ αρχής ορισθεί από όλους τους μελετητές ότι θα πρέπει ο δημόσιος τομέας της να εκσυγχρονισθεί. Δυστυχώς, ο όρος αυτός του «εκσυγχρονισμού» έχει τύχει κακομεταχείρισης στη χώρα μας σε βαθμό που κανένας πλέον να μη διαθέτει πλήρη κατανόηση του τι ακριβώς επιδιώκεται με τη διοικητική μεταρρύθμιση του ελληνικού δημόσιου. Είναι αλήθεια ότι ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια η χώρα μας έχει εξελίξει σημαντικά τις δημόσιες υποδομές της και έχει πετύχει υψηλά στάνταρ σε μια σειρά δημόσιων υπηρεσιών της αλλά η προσπάθεια γίνεται άρρυθμα και με σημαντικά κενά σε διάφορους τομείς.
Καταλήγοντας, γίνεται κατανοητό ότι η διεθνής εμπειρία έχει δείξει πως το επιτυχημένο μοντέλο ανάπτυξης των μικρών εθνών βασίζεται κατά κύριο λόγο στη θεμελίωση εξελιγμένων δημόσιων διοικητικών δομών. Προσοχή, όχι μεγάλων διοικητικών δομών αλλά αποτελεσματικών και ορθών για το ρόλο που θα κληθούν να διεκπεραιώσουν. Αυτές οι δομές θα πρέπει να στελεχωθούν με δημοσίους υπαλλήλους υψηλών δεξιοτήτων και να δομηθούν κατά τρόπο τέτοιο ώστε να επιτρέψουν τη συνεργασία με τους ιδιωτικούς φορείς και όχι τη νομικίστικη διεκπεραίωση των καθημερινών εργασιών τους.