Η καρδιά του σφυροκοπούσε στο στήθος του. Οι ανάσες του κοφτές τον έκαναν να λαχανιάζει ακόμα και έτσι ακίνητος που στεκόταν. Μερικές σταγόνες κρύου ιδρώτα λαμπύρισαν στο μέτωπό του. Το μούδιασμα που ένιωθε στο ένα του πόδι από τον τραυματισμό των προκριματικών έγινε έντονο. Δεν θα τα κατάφερνε. Ρεζίλι θα γινόταν. Τα έβαλε με τον εαυτό του. Πώς τόλμησε να στέκεται στη γραμμή εκκίνησης ανάμεσα στα πιο ηχηρά ονόματα του αθλητισμού; Κοίταξε με λύπη τα ολοκαίνουργια παπούτσια του. Με έρανο τα είχαν αγοράσει οι συγχωριανοί του από το Μαρούσι. Πόσο θα τους απογοήτευε για αυτή του την αποκοτιά. Σήκωσε το βλέμμα του ψηλά στον ουρανό, λες και περίμενε ένα σημάδι που θα του έδινε κουράγιο. Πήρε μια βαθιά ανάσα και έκλεισε τα μάτια του σφιχτά. Ο φόβος τύλιξε το κορμί του. Δεν ήταν έτοιμος για να αγωνιστεί κι ήταν αργά για να το βάλει στα πόδια.
Είχε μείνει ξάγρυπνος όλη νύχτα και προσευχόταν. Σε λίγα λεπτά, θα έδινε τον μεγαλύτερο αγώνα της ζωής του, αυτόν που θα τον ανέβαζε στο βάθρο των ημίθεων για να ατενίζει αιώνια με τα μάτια του νικητή. Ο άθλος ήταν μεγάλος και μόλις εκείνη τη στιγμή συνειδητοποιούσε το μέγεθός του. Αφετηρία στον Μαραθώνα και τερματισμός στο Καλλιμάρμαρο. Σαράντα χιλιόμετρα. Ποτέ δεν είχε τρέξει στη ζωή του. Με τι θράσος βρισκόταν εκεί;
Το κίνητρο ήταν ισχυρό. Μόνο στο βάθρο του νικητή θα μπορούσε να διεκδικήσει την αγαπημένη του Ελένη. Μόνο έτσι θα μπορούσε να παρακάμψει τις αντιρρήσεις της μητέρας της να δώσει την κόρη της σε έναν νερουλά. Προσπάθησε να ηρεμήσει. Μόνο οι δυο τους γνώριζαν ότι επρόκειτο για ένα αγώνα αγάπης, μια μάχη που έπρεπε να δώσει για τον έρωτα. Κανείς δεν ήξερε πως η νίκη θα έφερνε στην αγκαλιά του τη δική του Ωραία Ελένη. Αυτή που είχε ερωτευτεί και που τώρα έπρεπε να αποδείξει ότι ήταν ικανός να διεκδικήσει. Τα μάτια της είχε στο νου του για να θαρρεύει. Το άρωμά της κατέκλυζε τα ρουθούνια του και έκανε τον αέρα να μοσχοβολά. Το χαμόγελό της του χάριζε το θράσος για να παλέψει με αθλητές που είχαν αποδείξει την αξία τους.
Ο Σπύρος ήταν αγράμματος και φτωχός και η μάνα της φαντασμένη, πλούσια και δύστροπη. Έπρεπε να βρεθεί ένας τρόπος που θα παρέκαμπτε όλες τις αντιρρήσεις της.
«Αν τρέξεις και νικήσεις, δεν μπορεί να πει όχι», του είχε ψιθυρίσει.
Χωρίς καν να το σκεφτεί δήλωσε συμμετοχή. Ποτέ δεν είχε προπονηθεί, ποτέ δεν ανήκε σε κάποιο σύλλογο, ούτε καν τη διαδρομή γνώριζε. Δεν τον ενδιέφερε η διαδρομή, παρά μόνο αυτή που οδηγούσε στην καρδιά της αγαπημένης του.
Η ώρα πλησίαζε. Η ανάσα του στέρευε και το μουδιασμένο του πόδι όσο κι αν το έτριβε δεν έλεγε να περάσει. Η αβεβαιότητα τον έπνιξε. Για μια στιγμή σκέφτηκε να τα παρατήσει. Να λιποτακτήσει από τον έρωτα. Τα λόγια της Ελένης τον κράτησαν στη θέση του. Χάιδεψαν τα αφτιά του και του έδωσαν κουράγιο. Τον παρότρυναν να τρέξει, να αγωνιστεί για την πρωτιά, να κόψει το νήμα που πάνω του θα έγραφε το όνομά της. Έσφιξε τις μπουνιές του και ένιωσε για λίγο δυνατός. Μόνο για λίγο.
«Λάβετε θέσεις», η φωνή του αφέτη δεν του άφησε περιθώρια να το ξανασκεφτεί. Θα αγωνιζόταν. Θα κέρδιζε. Αυτός ήταν ο στόχος του. Μια πιστολιά πυροδότησε τον έρωτά του. Ξεκίνησαν για τη μεγάλη διαδρομή, ενώ οι καμπάνες της εκκλησίας μετέδιδαν το χαρμόσυνο γεγονός.
Ο Σπύρος έτρεχε και προσευχόταν. Έτρεχε, έτρεχε μηχανικά. Δεν είχε τακτική, δεν ήξερε να τρέχει. Απλώς έτρεχε. Ο έρωτας είχε δώσει φτερά στα πόδια του. Ήταν αποφασισμένος να κερδίσει την Ελένη, τη δική του Ελένη που τον περίμενε νικητή στο Καλλιμάρμαρο.
Είχε πολύ δρόμο μπροστά του, μα δεν είχε σκοπό να σταματήσει. Μια απρόσμενη αισιοδοξία τον πλημμύρισε πως θα νικήσει. Η καρδιά του χτυπούσε γρήγορα. Χτυπούσε στο ρυθμό του έρωτα, σε ένα τέμπο που συντόνιζε τα πόδια του.
«Έλλην, Έλλην» ο ψίθυρος από στόμα σε στόμα έγινε βουή και κατέκλυσε το στάδιο. Ο Σπύρος, στα είκοσι τρία του χρόνια, έγινε ήρωας. Ανέβηκε στο βάθρο του νικητή και εκτός από το μετάλλιο κέρδισε για πάντα την καρδιά της Ελένης.
Η Ελλάδα είχε κερδίσει, μα για τον Σπύρο και την Ελένη είχε κερδίσει ο έρωτας.