Ένα μικρό πορτοκαλί βιβλίο στριμωγμένο ανάμεσα σε άλλα στη βιβλιοθήκη μου, μου τράβηξε την προσοχή. Ολότελα ξεχασμένο, ολότελα ανύπαρκτο στη μνήμη μου. Λεπτό και διακριτικό, παρά το ιδιαίτερο χρώμα του, χανόταν δίπλα σε πολυσέλιδα ογκώδη βιβλία. Άγγιξα τη ράχη του με τα ακροδάχτυλά μου. Το χάιδεψα και ήταν σαν να χάιδεψα τις μνήμες μου που βρήκαν μια χαραμάδα και ξεχύθηκαν στο μυαλό μου, για να με ταξιδέψουν στο παρελθόν. Χρόνια πίσω.
ΕΙΡ. Κάθε Δευτέρα βράδυ, λίγο πριν το δελτίο ειδήσεων των 9. Ασπρόμαυρη τηλεόραση και όλη η οικογένεια μπροστά στην οθόνη, για να δει την εκπομπή σου. Όλη η οικογένεια, εκτός από τον πατέρα μου που επέμενε, προφητικά, ότι μεγαλύτερη εφεύρεση από την τηλεόραση ήταν το κουμπάκι on-off.
Πίστεψέ με, δεν τον άκουγα. Περίμενα μόνο να βγεις στην οθόνη. Ασκούσες μια περίεργη γοητεία πάνω μου. Μου άρεσαν οι εκπομπές σου, ο τρόπος που τις παρουσίαζες, οι ερωτήσεις σου, το χαμόγελό σου, το χιούμορ σου, η ευφυΐα σου. Κατάφερνες να με κάνεις να ζω σε έναν άλλο κόσμο όσο διαρκούσε η εκπομπή, να ξυπνάς τα συναισθήματά μου, να με συγκινείς, αλλά και να με κάνεις να νιώθω ευτυχισμένη. Ήμουν μικρή και έγινες το πρότυπό μου. Φάνταζες διαφορετικός, κοινωνικός, μα και απόμακρος. Έμοιαζες σαν να μην σε ένοιαζε να εκτεθείς, αλλά και σαν να ήθελες να κρατήσεις όλα τα μυστικά σου μακριά από τον κόσμο. Ήσουν πολύ σπουδαίος στα παιδικά μου μάτια, έμοιαζες ανθρώπινος.
Μεγάλωσα. Κάποια βιβλία σου έπεσαν στα χέρια μου και πυροδότησαν το δημοσιογραφικό μου κύτταρο που μέχρι τότε ίσως ήταν σε λανθάνουσα κατάσταση. Ήσουν η αιτία που σπούδασα δημοσιογραφία, ήσουν εσύ που με έκανες να πιστέψω ότι μπορώ με τη γραφή μου να αλλάξω τον κόσμο. Με έκανες να πιστέψω ότι κι εγώ θα μπορούσα να είμαι η τελευταία ρομαντική του αιώνα που πέρασε, έτσι όπως το περιγράφεις στο πορτοκαλί βιβλίο σου. Η λέξη αλήθεια με στοίχειωνε και ήθελα να τη βρω και να την αποκαλύψω, διάφανη στον κόσμο. Και αφέθηκα στη γραφή σου και στα λόγια σου και όταν τέλειωσα τη δημοσιογραφία ήρθα σε επαφή με τη σκληρή πραγματικότητα.
Ελεύθερο ρεπορτάζ σε μεγάλη κυριακάτικη εφημερίδα. Το πρώτο μου κείμενο το έγραψα ίσα με είκοσι φορές και άλλες τόσες μου ζήτησε να το γράψω ο αρχισυντάκτης και το έκανα, χωρίς καμία διαμαρτυρία. Ιδιαίτερες συνεντεύξεις. Με κλέφτες της νύχτας. Ήμουν μικρή, μόνο 20 χρονών. Είχα άγνοια του κινδύνου. Είχα όμως πάθος και αγάπη για αυτή τη δουλειά. Ήθελα να βρω την αλήθεια αυτών των ανθρώπων, να καταλάβω εγώ και όλος ο κόσμος τι κρύβεται πίσω από αυτές τις προσωπικότητες. Ήμουν τόσο ενθουσιασμένη που μου εμπιστεύτηκαν ένα τόσο δύσκολο ρεπορτάζ. Ήταν το πρώτο και τελευταίο της δημοσιογραφικής μου καριέρας. Όταν μου ζητήθηκε να καταθέσω τα ονόματα και τα τηλέφωνα των ανθρώπων που είχα πάρει συνέντευξη, η χαρά μου εξανεμίστηκε στη στιγμή. Δεν θα μπορούσα να το κάνω αυτό και παραιτήθηκα. Δεν θα την ξεχάσω εκείνη τη μέρα. Με το κεφάλι κατεβασμένο γύρισα σπίτι. Μου πήρε μέρες να συνέλθω, ενώ έβλεπα τη δημοσιογραφική μου πορεία να τερματίζει.
Λοιπόν, ναι είχα πιστέψει ότι θα μπορούσα να σώσω τον κόσμο με τη γραφή μου. Συγκλονιζόμουν με διάφορα γεγονότα που συνέβαιναν και τις νύχτες έκλαιγα, γιατί ένιωθα ανίκανη να αλλάξω όσα δεν ήταν δίκαια. Εσύ δεν είπες, σ' αυτό το πορτοκαλί βιβλίο πως αν είχες ένα γιο που ήθελε να γίνει δημοσιογράφος, θα τον ρωτούσες αν είναι πάντα έτοιμος να κλάψει για ένα τυφλό οργανοπαίχτη ή για ένα σκύλο που σκοτώνεται στη μέση του δρόμου; Εσύ δεν είπες πως αν μπορεί να κλάψει, τότε μπορεί να γίνει δημοσιογράφος;
Αν ζούσες, σίγουρα θα του έκανες άλλες ερωτήσεις σήμερα. Θα τον ρωτούσες αν μπορεί να κλάψει για όλους τους πρόσφυγες που πνίγονται προσπαθώντας να πατήσουν στη στεριά, αν μπορεί να κλάψει για όλους τους αδικημένους αυτής της γης, αν μπορεί να κλάψει για τη χώρα του που δεν μπορεί να αναστηθεί. Πάντα θα υπάρχει κάτι που θα έκανε τους τελευταίους ρομαντικούς να κλάψουν.
Άλλαξαν τα πράγματα από τότε που έφυγες από τη ζωή. Άλλαξαν πολύ. Η είδηση έγινε εικόνα, απέκτησε χρώμα, αίμα, βία, έγινε video clip με την ανάλογη μουσική επένδυση. Απέκτησε ταχύτητα και οι αγχωμένες φωνές των δημοσιογράφων ακούγονται απειλητικές στην προσπάθεια να σπάσουν τα μηχανάκια της AGB. Οι δημοσιογράφοι έγιναν σκληροί, αμείλικτοι. Σταμάτησαν να παλεύουν για την αλήθεια, αγωνίζονται μόνο για τη θέση τους. Ξέχασαν τη λέξη «όριο», ο ηθικός τους κώδικας παραβιάζεται καθημερινά, όσες φορές κι αν τον έχει ψηφίσει η ΕΣΗΕΑ. Ο κόσμος τρομοκρατείται. Κάποιοι δεν μπορούν καν να το διαχειριστούν. Νιώθουν ένα αόρατο χέρι να τους σφίγγει το λαιμό κάθε φορά που στέκονται μπροστά στην τηλεόραση.
Και ξέρεις κάτι; Μετά από όλες αυτές τις αλλαγές σε αυτό το επάγγελμα που το λένε δημοσιογραφία, εγώ ακόμα κλαίω. Έχω παραμείνει ρομαντική. Ακόμα ονειρεύομαι έναν κόσμο διαφορετικό, πιο όμορφο, ειλικρινή, ανθρώπινο.
Νιώθω ότι με κορόιδεψες. Νιώθω ότι μου είπες ψέματα και σου θυμώνω. Ξέρω, αν σε είχα εδώ μπροστά μου τώρα, θα μου έλεγες ότι είμαι από τους τελευταίους ρομαντικούς. Δεν θα σε πιστέψω αυτή τη φορά. Αυτή τη φορά θα ακούσω τον πατέρα μου. «Μεγαλύτερη εφεύρεση από την τηλεόραση, είναι το κουμπάκι on-off».
Ούτε Αλάτι Ούτε Πιπέρι, ο τίτλος του πορτοκαλί βιβλίου σου. Το βάζω πίσω στη θέση του και ένας κόμπος ανεβαίνει στο λαιμό μου. Τα μάτια μου βουρκώνουν.
Έχεις δίκιο, Φρέντυ. Είμαστε ρομαντικοί, μα δεν θέλω να είμαστε οι τελευταίοι.