Η Ελλάδα δεν διακρίθηκε στα νεότερα χρόνια για την κουλτούρα διαλόγου. Για πολλούς λόγους, ιστορικούς και κοινωνικούς, οι Έλληνες συνηθίζουν να κρύβουν το πραγματικό πρόβλημα «κάτω απ' το χαλί», να επιζητούν ανώδυνες συναινέσεις ή εντυπωσιακές ρήξεις και να μεταθέτουν την εξεύρεση επειγουσών λύσεων στο ακαθόριστο μέλλον. Στον δημόσιο δε διάλογο, ορμώμενοι από εφήμερες αντιλήψεις, τείνουν ακόμη να γενικεύουν αυθαίρετα, να παραβλέπουν τα αντίθετα επιχειρήματα (διολισθαίνοντας σε παράλληλους μονολόγους) και να εκλαμβάνουν κάθε αρνητικό σχόλιο ως προσωπική μομφή. Έτσι, η αντιλογία μετατρέπεται σε προσωπική αψιμαχία με υψηλούς τόνους και ανταλλαγές προσβολών, προς άγραν του τηλεοπτικού κοινού.
Αν αναλογιστεί κανείς πόσο μικρή χώρα είναι η Ελλάδα, και πόσο καλά γνωρίζονται όλοι μεταξύ τους, συμβαίνει ουκ ολίγες φορές στη ροή της συζήτησης να ταυτίζονται τα πρόσωπα με τις ιδιότητες που φέρουν (και τους θεσμούς που εκπροσωπούν) και η κριτική να γίνεται στη βάση προσωπικών προτιμήσεων, με επιχειρηματολογία καφενείου. Το επίπεδο των συζητήσεων που διεξάγονται στο Κοινοβούλιο, ο σεβασμός στους θεσμούς, η τήρηση της δημοσιογραφικής δεοντολογίας στην τηλεόραση και στα έντυπα και άλλα αντίστοιχα παραδείγματα εκφράζουν τον γενικό εκφυλισμό της κοινωνικής σφαίρας.
Η τάση αυτή εξελίχθηκε σε μόδα και ανέδειξε τη νέα γραμμή του εθνικού διχασμού, αυτή τη φορά μεταξύ των «φιλελέδων» και των «ψεκασμένων». Οι πρώτοι πιστεύουν ότι είναι οι ορθολογικοί και οι γνώστες των πάντων ενώ οι δεύτεροι οι αλληλέγγυοι και οι γνήσιοι ανθρωπιστές. Στην πράξη, είναι αμφότεροι γραφικές καρικατούρες ξένων προτύπων, ημιμαθείς κι εσωστρεφείς με πραγματικό σκοπό να «ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα» και όχι να εργαστούν για την εξυγίανση του τόπου. Η πολεμική κατάσταση που επικρατεί μεταξύ τους καθιστά αδύνατο να προκύψει κάτι γόνιμο και ανθηρό για τη χώρα.
Ο πολιτικός επιστήμονας παρατηρεί με μεγάλο ενδιαφέρον ότι στις προηγούμενες εκδοχές της, η διαίρεση της ελληνικής κοινωνίας ερχόταν να εκφράσει ένα σημαίνον κοινωνικό αίτημα και η σύγκρουση περιστρεφόταν γύρω από κάποιον ιδεολογικό άξονα. Ο Καποδίστριας, ο Τρικούπης και ο Βενιζέλος, όπως και οι αντίπαλοί τους κόμιζαν ένα βαθύ πολιτικό πρόταγμα, με το οποίο μπορεί κανείς να διαφωνούσε αλλά είχε ξεκάθαρο πρόσημο και κατεύθυνση για το μέλλον της Ελλάδας. Σήμερα, στα θολά νερά της μνημονιακής υποτέλειας, δεν υφίσταται κανένα τέτοιου είδους πρόταγμα. Οι ψευδο-μεταρρυθμιστές (και κυρίως ψευδο-φιλελεύθεροι) έχουν εναποθέσει όλες τις προσδοκίες τους στον ακαθόριστο «εξευρωπαϊσμό» της χώρας, χωρίς να είναι σε θέση ούτε να τον περιγράψουν ούτε να τον προσδιορίσουν χρονικά. Δεν λένε δηλαδή ούτε πώς θα μοιάζει η Ελλάδα μετά από αυτή τη «μεταμόρφωση», ούτε πόσο καιρό θα πάρει για να συμβεί. Από την άλλη, οι ψευδο-ριζοσπαστικοί βιώνοντας το ιδεολογικό αδιέξοδο της ουτοπικής τους πρότασης, απολύτως παραδομένοι στην αδρανοποίηση που επιφέρουν οι επιταγές του Μνημονίου, συμβιβάστηκαν με την κατάσταση και τις προνομίες της εξουσίας. Όπως έγραψε ο Καβάφης, «οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν». Τα δύο πρόσωπα του λαϊκισμού συγκρούονται στην κονίστρα του μηδενισμού.
Υπάρχει όμως κάτι πιο ανησυχητικό, που δείχνει ότι τα υγιή κοινωνικά κύτταρα είναι πλέον πολύ λίγα: η σιωπή της τέχνης και η αφασία της ακαδημίας. Η τέχνη είχε πάψει εδώ και χρόνια, ήδη από την περίοδο της μεγάλης καταναλωτικής ευχέρειας, να αντιδρά και να παράγει κοινωνική κριτική. Παράγοντες όπως οι χρηματοδοτήσεις για περιοδείες και φεστιβάλ, η αύξηση στις πωλήσεις του εμπορικού προϊόντος και η στροφή του «αόρατου χεριού της αγοράς» προς τις φτηνές (από κάθε άποψη) αναπαραγωγές, στέρεψαν την καθηλωτική πένα της ποίησης και του στίχου που κάποτε εξέφραζαν τον Ελύτη, τον Ρίτσο, τον Σεφέρη και αμέτρητους άλλους.
Στην ίδια κατάπτωση βρίσκεται και το Πανεπιστήμιο. Ο επιστημονικός κλάδος της Πολιτικής Επιστήμης διανύει μια εξέχουσα περίοδο για να θέσει προβληματισμούς, να μελετήσει τα συμπτώματα της πολυδιάστατης κρίσης και να ορθώσει λόγο αντικειμενικό και αμερόληπτο. Αντί να αξιοποιήσουν το μομέντουμ, προβεβλημένοι καθηγητές -εντός κι εκτός Ελλάδος-, κάνουν τηλεοπτική καριέρα με επιφυλλιδογραφία, ελέγξιμες δημοσιεύσεις και βιβλία «παραλίας», ενώ συνήθως μπορούν να επιδείξουν το πολύ ένα τευχίδιο μερικών δεκάδων σελίδων. Πολύ χαρακτηριστικά, επιλέγουν κι αυτοί την οδό της πόλωσης, λαμβάνοντας μέρος στην παράλογη σύγκρουση, ίσως επειδή στο βάθος υπάρχει πάντα η υπουργική προοπτική. Μεθοδολογικά πάντως καταλήγουν σε εντελώς αυθαίρετες συγκρίσεις δευτερογενών και τριτογενών πηγών (οι οποίες δεν στέκονται ούτε στις πιο ελαστικές διεθνείς αξιολογήσεις) ή σχολιάζουν ακροθιγώς ιστορικές περιόδους, όπως η Χούντα, υποπίπτοντας σε αντί-πραγματολογικές πλάνες.
Τέλος, υπάρχει και η περίπτωση του εκχυδαϊσμένου δημοσιογραφικού λόγου, με ατυχείς εκφράσεις, καθολική αποτυχία διαχείρισης των συναισθημάτων (στον αέρα) και συκοφαντικές -αφού δεν συνοδεύονται από τις απαραίτητες αποδείξεις- αναφορές κατά θεσμών (και προσώπων). Πολλές φορές, καταχραζόμενοι την προβολή που τους παρέχουν τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα, εκφεύγουν του ρόλου τους, και από απλή παράθεση στοιχείων, καταφεύγουν σε ad hominem επιθέσεις καταπατώντας απολύτως τη δεοντολογία που (πρέπει να) διέπει το λειτούργημα της ενημέρωσης. Κάποιοι υπερασπίζονται αυτές τις μεθόδους με το αιτιολογικό ότι απλώς εκφράζουν την άποψη των πολλών. Ακόμη κι αν αυτό ίσχυε, στη δημοκρατία δεν άρχει μια απροσδιόριστη «πλειοψηφία» (με την οποία κάποιος συμφωνεί ή διαφωνεί) αλλά οι θεσμικοί κανόνες που ισχύουν απαρέγκλιτα για όλους. Το δε επιχείρημα ότι «τα ίδια κάνουν και οι άλλοι» αποτελεί αντίστροφο λαϊκισμό και όχι προϊόν έρευνας, που ρίχνει περισσότερο λάδι στη φωτιά, αποκαλύπτοντας πόσο μοιάζουν τα δύο «άκρα» λογικής της πολιτικής μας κοινωνιολογίας.
Σε μια Ευρώπη που χάνει τον βηματισμό της, σε μια περιφέρεια με έντονη οικονομική κρίση και σε μια γειτονιά όπου αφυπνίζονται οι εθνικισμοί και οδηγούμαστε σε εκατέρωθεν απειλές, ο ελληνικός κόσμος οφείλει να αφυπνιστεί και να σχεδιάσει το μέλλον του στη βάση των δικών του αναγκών και στόχων. Ήδη, ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν Κλωντ Γιούνκερ με τη δημοσίευση των 5 σεναρίων για το μέλλον της Ευρώπης, ουσιαστικά προειδοποίησε για την πιθανότητα μετασχηματισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε μια κλειστή λέσχη των ισχυρών, με την περιφέρεια (στην οποία εντάσσει την Ελλάδα), να μετεξελίσσεται σε παρία ειδικού τύπου. Σε μία τέτοια περίπτωση, όσο το ευρωπαϊκό προκάλυμμα θα υποχωρεί τόσο η γειτονική Τουρκία θα ξεπροβάλλει ως η αδιαφιλονίκητη περιφερειακή δύναμη και υπάρχουν αρκετοί διεθνολόγοι που πιστεύουν ότι σε αυτή την περίπτωση η Ευρώπη δεν θα διστάσει να θυσιάσει κάτι από την Ελλάδα προκειμένου να διατηρήσει μια ευνοϊκή σύνδεση με την Τουρκία, κάνοντας τα «στραβά μάτια» σε ζητήματα του ευρωπαϊκού κεκτημένου. Η εκκωφαντική σιγή των Ευρωπαϊκών θεσμών στις δεσποτικές απαιτήσεις της τουρκικής πλευράς που εκφράστηκαν στη διάσκεψη για το Κυπριακό στο Κραν Μοντανά της Ελβετίας, αποτελούν τυπικό δείγμα γραφής.
Η αφύπνιση, όσο μακρινή κι αν φαίνεται, δεν θα προκύψει από το απονευρωμένο σύμπλεγμα της επικοινωνιακής υποκουλτούρας αλλά από υγιείς δυνάμεις με αναφορές στην κοινωνική βάση που θα έχουν ένα μόνο διακύβευμα: να χάσουν την πατρίδα τους.