Εξορυκτικός Κλάδος: Αρμονική συνύπαρξη για Βιώσιμη Ανάπτυξη

Η δυναμικότητα του ελληνικού εξορυκτικού κλάδου οφείλεται στη μεγάλη ποικιλία των oρυκτών πόρων της χώρας, με πολλούς από αυτούς να κατέχουν πανευρωπαϊκή ή και παγκόσμια πρώτη θέση στις αντίστοιχες αλυσίδες αξίας, στη πρόσβαση σε λιμενικές εγκαταστάσεις με ανταγωνιστικό κόστος θαλασσίων μεταφορών, στο εξωστρεφές επιχειρηματικό πρότυπο που ανέπτυξαν έγκαιρα οι επιχειρήσεις του κλάδου, στη τεχνογνωσία που έχει αναπτυχθεί ή μεταφερθεί μέσω πολυεθνικών ομίλων καθώς επίσης στη προσφορά καινοτόμων λύσεων στις ανάγκες της αγοράς.
NurPhoto via Getty Images

Σημαντική άνοδο- για όγδοο κατά σειρά μήνα- κατέγραψε τον Ιούνιο έναντι του αντίστοιχου μήνα του 2016 ο κύκλος εργασιών της ελληνικής βιομηχανίας, με σταθερό «αιμοδότη» της την αγορά εκτός συνόρων.

Η αύξηση αυτή κατά 8,1% προήλθε από την αύξηση κατά 11,9% του δείκτη «Ορυχείων-Λατομείων» και κατά 8,1% του δείκτη «Μεταποιητικών Βιομηχανιών» και οφείλεται στην άνοδο κατά 17,2% των πωλήσεων προς την εξωτερική αγορά και μόλις κατά 2,3% στην εγχώρια αγορά.

Ειδικά για τον κλάδο Ορυχείων-Λατομείων η αύξηση του κύκλου εργασιών οφείλεται κυρίως στα λατομικά προϊόντα (βιομηχανικά ορυκτά, μάρμαρα, αδρανή υλικά) και στο λιγνίτη ενώ καταγράφηκε μείωση στα μεταλλεύματα. Η άνοδος προήλθε από την αύξηση του κύκλου εργασιών Εξωτερικής Αγοράς κατά 10,8% κυρίως από το κλάδο «άλλες εξορυκτικές και λατομικές δραστηριότητες».

Αυτές οι θετικές εξελίξεις σηματοδοτούν ότι η εθνική οικονομία φαίνεται να εξέρχεται από τη πολυετή ύφεση, έστω και πιο αργά του αναμενομένου και επιβεβαιώνουν ότι ο εξορυκτικός κλάδος είναι καθοριστικός για την ανάπτυξη της χώρας.

Η δυναμικότητα του ελληνικού εξορυκτικού κλάδου οφείλεται στη μεγάλη ποικιλία των oρυκτών πόρων της χώρας, με πολλούς από αυτούς να κατέχουν πανευρωπαϊκή ή και παγκόσμια πρώτη θέση στις αντίστοιχες αλυσίδες αξίας, στη πρόσβαση σε λιμενικές εγκαταστάσεις με ανταγωνιστικό κόστος θαλασσίων μεταφορών, στο εξωστρεφές επιχειρηματικό πρότυπο που ανέπτυξαν έγκαιρα οι επιχειρήσεις του κλάδου, στη τεχνογνωσία που έχει αναπτυχθεί ή μεταφερθεί μέσω πολυεθνικών ομίλων καθώς επίσης στη προσφορά καινοτόμων λύσεων στις ανάγκες της αγοράς.

Στην περίοδο της μακροχρόνιας κρίσης της ελληνικής οικονομίας η εξορυκτική βιομηχανία διατήρησε το παραγωγικό της δυναμικό, αντιπροσωπεύει το 3,4% του ΑΕΠ, και συνέχισε να υποστηρίζει τις εξαγωγές της χώρας καθώς επίσης να αποτελεί βάση εφοδιασμού και της εγχώριας μεταποιητικής βιομηχανίας. Οι επιχειρήσεις του κλάδου συνέχισαν να επενδύουν, παρ' όλο που οι δείκτες αποδοτικότητας βρίσκονται σε αρνητικό έδαφος και το 50% απ' αυτές δεν ήταν κερδοφόρες.

Πολιτεία και κοινή γνώμη αναγνωρίζουν πλέον τον εξορυκτικό κλάδο ως στρατηγικό πλεονέκτημα και οδηγό ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, με το 86% των Ελλήνων να πιστεύουν ότι η αξιοποίηση των ορυκτών πόρων είναι κλειδί για την οικονομική ανάπτυξη, αλλά δεν υπάρχει γι' αυτό η απαραίτητη πολιτική βούληση.

Οι τοπικές κοινωνίες όμως δεν είναι παντού επαρκώς ενημερωμένες και δυσπιστούν ακόμα στην υπεύθυνη λειτουργία των εξορυκτικών επιχειρήσεων και τον αποτελεσματικό έλεγχο τους από τους αρμόδιους φορείς όσον αφορά στην τήρηση των περιβαλλοντικών όρων.

Για την εξορυκτική βιομηχανία-και ειδικά για τα μέλη του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων-η ορθολογική διαχείριση του περιβάλλοντος πέρα από σοβαρή κανονιστική υποχρέωση αποτελεί πεδίο καινοτομίας και υπεύθυνης λειτουργίας. Τα μέλη μας, υιοθετώντας από το 2006 «Κώδικα Βιώσιμης Ανάπτυξης», ενσωματώνουν στο σχεδιασμό και την υλοποίηση των εξορυκτικών έργων την προστασία του περιβάλλοντος και την αποκατάσταση του τοπίου και συνεργάζονται με τις εποπτεύουσες αρχές για τη συνεχή βελτίωση των εφαρμοζόμενων πρακτικών.

Επιπλέον ένα νέο στοιχείο στη διαχείριση του περιβάλλοντος, το οποίο καθιστά ουσιαστικά προσωρινή οπτική μεταβολή την επίπτωση της εξόρυξης στο περιβάλλον, είναι η δημιουργία ευκαιριών επαναχρησιμοποίησης ή και εγκατάστασης νέων χρήσεων γης ( μετα-μεταλλευτικές χρήσεις γης) σε περιοχές που έχει τελειώσει η εξορυκτική δραστηριότητα. Ήδη στη χώρα μας, πέρα από τα περίπου 3 εκατομμύρια δένδρα και θάμνους που έχουν φυτευθεί από το 2007 και τα περίπου 65.000 στρέμματα γης που έχουν αποκατασταθεί από το 1979 ( πάνω από 35% της έκτασης εξορυκτικών χώρων), έχουν γίνει πολλά έργα που αφορούν στην επαναδημιουργία καλλιεργήσιμων εκτάσεων, μετατροπή παλιών ορυχείων σε φωτοβολταϊκά πάρκα, καλλιέργεια αμπελώνων σε εκτάσεις εξοφλημένων ορυχείων, δημιουργία τεχνητών λιμνών και ανασύσταση υδροβιοτόπων, δημιουργία θεματικών μουσείων σχετικών με την εξόρυξη.

Ένα ζήτημα που επίσης απασχολεί είναι η δυνατότητα συνύπαρξης εξόρυξης και τουρισμού. Για πολλές περιοχές στον κόσμο οι γεωλογικές δομές αποτελούν την κοινή πηγή τόσο μοναδικών ορυκτών πόρων- ευκαιρία για ανάπτυξη εξορυκτικής δραστηριότητας-, όσο και μοναδικών γεωμορφολογικών στοιχείων-ευκαιρία για τουριστική ανάπτυξη (π.χ. απολιθωμένο δάσος Λέσβου, περιπατητικά μονοπάτια Miloterranean στη Μήλο, Θειωρυχεία Μήλου, λατομεία μαρμάρου στην Καρράρα Ιταλίας, Μεταλλευτικό Μουσείο Μήλου). Η συνύπαρξη αυτών των δύο δραστηριοτήτων, με κανόνες και αμοιβαίο σεβασμό, αποτελεί σημαντική ευκαιρία ισόρροπης ανάπτυξης αυτών των τόπων με ελαχιστοποίηση της έκθεσης των οικονομιών τους σε κυκλικά φαινόμενα καθώς η εξόρυξη αποτελεί δραστηριότητα με συνεχή λειτουργία καθ' όλη την διάρκεια του χρόνου.

Επιπλέον η εξορυκτική δραστηριότητα αποτελεί μία διαχρονική οικονομική λειτουργία του ανθρώπου και έχει δημιουργήσει θέσεις-μνημεία από την αρχαιότητα μέχρι τώρα τα οποία αποτελούν ή μπορούν να αποτελέσουν πόλους έλξης θεματικού τουρισμού. Ενδεικτικά παραδείγματα τα αρχαία μεταλλεία Λαυρίου, αλατωρυχεία στην Αυστρία και στην Πολωνία, το Συνεδριακό Κέντρο στη Μήλο σε παλιό εργοστάσιο κατεργασίας καολίνης.

Η εξορυκτική βιομηχανία συνεισφέρει σημαντικά στην απασχόληση, με πάνω από 115.000 εργασίας, στη συντριπτική τους πλειοψηφία πλήρους απασχόλησης και ασφάλισης και χωρίς να έχουν θιγεί από τα μέτρα εσωτερικής υποτίμησης, στηρίζοντας σημαντικά το υφιστάμενο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και την περιφερειακή ανάπτυξη.

Επομένως ο εξορυκτικός κλάδος αποτελεί ήδη σημαντικό μέρος της οικονομίας με σημαντική αναπτυξιακή δυναμική λόγω της έντονης εξωστρέφειάς του, ακολουθώντας τις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης και συνυπάρχοντας αρμονικά και με άλλες χρήσεις γης ή οικονομικές δραστηριότητες όπως ο τουρισμός.

Όμως η μετατροπή των ορυκτών πόρων σε πλούτο έχει μεγάλο ρίσκο επένδυσης και μικρή αποδοτικότητα, απαιτεί κεφάλαια, εργατικό δυναμικό και επιχειρηματικότητα καθώς και σταθερό επενδυτικό κλίμα, αποτελεσματική χωροταξία και κανόνες αδειοδότησης, σταθερό φορολογικό καθεστώς, ασφάλεια δικαίου και καλές εργασιακές σχέσεις.

Ο κλάδος μας συνεργάζεται με το αρμόδιο υπουργείο για την εκπόνηση Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου για τις Ορυκτές Πρώτες Υλες καθώς και για τον εκσυγχρονισμό του Λατομικού Κώδικα που αφορά στον αποδεδειγμένα κρίσιμο για την εθνική οικονομία κλάδο των λατομείων. Το σχέδιο όμως του Λατομικού Κώδικα που βρίσκεται ήδη σε δημόσια διαβούλευση απέχει σημαντικά των προσδοκιών του κλάδου όσον αφορά στη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης πρόσβασης των υπεύθυνων επιχειρήσεων στους ορυκτούς πόρους, ενώ επιχειρείται η περαιτέρω επιβάρυνση με νέα περιβαλλοντικά τέλη, παρόλο που τα λατομεία καταβάλλουν ήδη σημαντικά ποσά στο ελληνικό δημόσιο και την τοπική αυτοδιοίκηση με τη μορφή μισθωμάτων και τελών για περιβαλλοντικά και κοινωφελή έργα.

Η αξιοποίηση των ορυκτών πόρων και η εξορυκτική βιομηχανία μπορεί να γίνει ατμομηχανή ενός νέου βιώσιμου παραγωγικού προτύπου της χώρας που θα φέρει περισσότερες εξαγωγές, νέες επενδύσεις και θα δημιουργήσει ή θα διατηρήσει θέσεις απασχόλησης υψηλής ποιότητας που είναι και το ζητούμενο από το κοινωνικό σύνολο.

Δημοφιλή