Άτομα με αναπηρία: Η θεωρία της ένταξης, ιατρικό και κοινωνικό μοντέλο

Συμπερασματικά λοιπόν, χρειάζεται να σκεφτούμε το άτομο με αναπηρία ως ένα άτομο που ζει υπό συγκεκριμένες συνθήκες και που η ταυτότητα του μένει αναλλοίωτη και αυθεντική και δεν τον κάνει διαφορετικό σε σχέση με τους υπόλοιπους. Ο φόβος για τη διαφορετικότητα και η προκατάληψη πως το άτομο με αναπηρία δεν μπορεί να εκφράσει τις αρχές της προσωπικότητας και της ατομικότητας είναι αναγκαίο να ξεπεραστούν, καθώς η ικανότητα δημιουργίας συνθηκών φροντίδας, ικανών να κατανοούν και να υποδέχονται την ατομικότητα του καθενός, δημιουργούν με τη σειρά τους τις κοινωνίες ένταξης και ενσωμάτωσης.
demaerre via Getty Images

Περισσότερο από ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι σε όλο τον κόσμο έχουν προσβληθεί από κάποια μορφή αναπηρίας, δεδομένα που προκύπτουν από την πρώτη παγκόσμια έκθεση για την αναπηρία υπό την επίβλεψη του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (Π.Ο.Υ), γνωστός με το διεθνές αρκτικόλεξο WHO (World Health Organization), και από την Παγκόσμια Τράπεζα το 2011, κάτι που φυσικά αναμένεται να αυξηθεί λόγω των δημογραφικών αλλαγών ως προς την προοδευτική γήρανση του πληθυσμού. Πράγματι, εξαιτίας των διαφορετικών παθολογιών που μπορούν να προσβάλλουν ένα άτομο κατά τη διάρκεια της ζωής του, υπάρχει πιθανότητα να εμφανίσει μεγαλύτερους περιορισμούς στην φυσιολογική λειτουργία του και επομένως σοβαρότερες μορφές αναπηρίας.

Τα άτομα με αναπηρία σε αρκετές περιπτώσεις είναι αναγκασμένα να ζουν στο περιθώριο της κοινωνίας εξαιτίας των δυσκολιών και των εμποδίων που καθιστούν περιορισμένη την ενεργή συμμετοχή τους στις δραστηριότητες και εξαιτίας των ανυψωμένων «τειχών» που τους εμποδίζουν να απολαύσουν τα δικαιώματά τους. Τα προβλήματα της περιθωριοποίησης και των διακρίσεων είναι ακόμη πιο έντονα κατά την περίοδο της κρίσης, η οποία δημιουργεί αρνητικές συνέπειες ιδιαίτερα για τις πιο ευάλωτες ομάδες ενός πληθυσμού. Η αναπηρία μπορεί επομένως να οριστεί ως η αιτία αλλά και την ίδια στιγμή το αποτέλεσμα της φτώχειας: μια σωματική ή ψυχική βλάβη που προκαλεί την περιθωριοποίηση και εκθέτει τα άτομα σε ένα μεγαλύτερο ρίσκο φτώχειας.

Με ιδιαίτερη αναφορά για το δικαίωμα στην εργασία, τα περιστατικά διακρίσεων και αποκλεισμού που συνδέονται με τις δυσκολίες των δημοσίων αρχών για τη στήριξη του κόστους της περίθαλψης και των συντάξεων των πιο ευάλωτων ομάδων, αναδεικνύουν την ανάγκη να προωθηθούν νέες πολιτικές που να ενισχύουν όλες τις ανθρώπινες διαφορετικότητες και να εξασφαλίζουν στον καθένα αυτονομία και προσωπική ολοκλήρωση. Μόνο με την ανάκτηση αυτής της πηγής του ανθρωπίνου κεφαλαίου, που για πάρα πολύ καιρό δεν έχει αξιοποιηθεί πλήρως, και μόνο με την εξασφάλιση μεγαλύτερης πρόσβασης στην αγορά εργασίας θα είναι δυνατόν να επιτευχθεί μια αειφόρος ανάπτυξη στο χρόνο, που θα είναι προς όφελος όλων και όχι μερικών.

Η πολιτισμική εξέλιξη επέτρεψε τη μετάβαση σε μία νέα κατανόηση της έννοιας της αναπηρίας και αφύπνισε τις εθνικές κυβερνήσεις και τους διεθνείς οργανισμούς προς μια νέα κατεύθυνση για την προστασία της. Απόρροια αυτής αποτελεί η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη στις 13 Δεκεμβρίου 2006 για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία, η οποία δεσμεύει τις εθνικές κυβερνήσεις που την έχουν επικυρώσει να προσαρμοστούν σε αυτή τη νέα προσέγγιση που έχει στόχο την προώθηση μιας κουλτούρας που να δίνει την δυνατότητα στα άτομα με αναπηρίες να ζούνε ενεργά ως πολίτες και όχι να κατηγοριοποιούνται σε ειδικά γκέτο.

Decent work ή αλλιώς αξιοπρεπής εργασία είναι ο όρος που εκπροσωπεί τη νέα ανάπτυξη στην οποία βρίσκουν εφαρμογή οι υιοθετημένες πολιτικές της ΔΟΕ (Διεθνής Οργάνωση Εργασίας) ή αλλιώς ILO (International Labour Organization). Το σχέδιο αυτό παρουσιάστηκε από τον Γενικό Διευθυντή της ΔΟΕ Juan Somavia κατά τη διάρκεια της 87ης Διεθνούς Διάσκεψης Εργασίας το 1999. Ο πρωταρχικός της στόχος είναι να «[...] διασφαλίσει ότι όλοι οι άνδρες και γυναίκες έχουν πρόσβαση στην παραγωγική εργασία, σε συνθήκες ελευθερίας, ισότητας, ασφάλειας και ανθρώπινης αξιοπρέπειας».

Όπως λοιπόν στο διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο, έτσι και στο εθνικό η αναπηρία ήταν όλα αυτά τα χρόνια θέμα νομοθετικών δράσεων. Η νέα έκφραση στοχευόμενη εργασία επιτρέπει την σωστή εκτίμηση των ατόμων με αναπηρίες ως προς τις εργασιακές τους ικανότητες και την ένταξή τους σε θέσεις εργασίας μέσω προγραμμάτων στήριξης θετικών δράσεων που σχετίζονται με το περιβάλλον και τις διαπροσωπικές σχέσεις στους χώρους εργασίας, καθώς και έξω από αυτούς.

Όσον αφορά τον όρο «ένταξη», αυτός προκύπτει αρκετά περίπλοκος και επιδέχεται διάφορες ερμηνείες αλλά σε γενικές γραμμές θεωρείται μια εννοιολογική επέκταση του όρου «ενσωμάτωση». Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, η ενσωμάτωση συνεχίζει να ασχολείται με την αναπηρία, ενώ η ένταξη συγκεντρώνεται περισσότερο στο κομμάτι της ταυτότητας του ατόμου. Ως αποτέλεσμα ενισχύεται σε μεγάλο βαθμό ο αριθμός των ανθρώπων που χαρακτηρίζονται ως προβληματικοί επειδή το μοντέλο παρέμβασης παραμένει αυστηρά ιατρικό, δηλαδή βασισμένο στην αναζήτηση ενός υποτιθέμενου ελλείμματος που για τη θεραπεία του απαιτείται μια σειρά ιατρικών παρεμβάσεων.

Προκύπτουν επομένως δύο είδη μοντέλων αναπηρίας: το ιατρικό και το κοινωνικό. Το πρώτο, όπως ειπώθηκε ήδη, βασίζεται στην έννοια της αναπηρίας εννοούμενη σαν διαφορετικότητα ως προς τη φυσική ομαλότητα. Με αυτή λοιπόν την έννοια η αναπηρία είναι μια βιολογική κατάσταση που εμποδίζει τους ανθρώπους να έχουν μια ορισμένη ποιότητα ζωής και τη συμμετοχή τους στις δραστηριότητες της κοινωνίας. Επιπλέον, αντιμετωπίζει την αναπηρία ως μια κατάσταση που προκλήθηκε άμεσα από τη νόσο, από τραύματα ή άλλα προβλήματα υγείας που χρήζουν ιατρικής περίθαλψης και περιποίησης από ειδικούς. Από την άλλη πλευρά το κοινωνικό μοντέλο αντιμετωπίζει τα άτομα με αναπηρία όπως ακριβώς αντιμετωπίζει όλους τους ανθρώπους και θεωρεί πως το πρόβλημα προέρχεται από την κοινωνία υποστηρίζοντας πως η αναπηρία δεν αποτελεί έλλειμμα αλλά μια τεράστια αλληλεπίδραση συνθηκών.

Επομένως, η καλύτερη λύση που μπορεί να εφαρμοστεί έγκειται στην καταπολέμηση όλων εκείνων των στερεότυπων και των ξεπερασμένων αντιλήψεων που λειτουργούν σαν τοίχος και εμποδίζουν την ένταξη των ανθρώπων με αναπηρία στην κοινωνία. Μια κοινωνική εκστρατεία συλλογικής ευθύνης θα μπορούσε να αποτελέσει τον ακρογωνιαίο λίθο της αντιμετώπισης του προβλήματος και να επιφέρει την κοινωνική και ιδεολογική αλλαγή, η οποία σε πολιτικό επίπεδο αποτελεί ζήτημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Μιλώντας για ένταξη είναι σημαντικό να αναφερθεί το εγχειρίδιο Index που προσφέρει σε μαθητές, καθηγητές, γονείς και διευθυντές σχολείων αλλά και σε άλλα μέλη της τοπικής κοινότητας να σχεδιάσουν στο δικό τους περιβάλλον κατάλληλες συνθήκες ένταξης, όπου η διαφορετικότητα θα χρησιμεύει ως μοχλός προόδου σε όλους τους τομείς. Το Index εφευρέθηκε από το Centre for Studies on Inclusive Education (CSIE), έναν ανεξάρτητο φορέα ο οποίος με τα χρόνια έχει γίνει σημείο αναφοράς για την προώθηση μεθόδων ένταξης στο σχολικό σύστημα που βρίσκεται στο Ηνωμένο Βασίλειο. Με άλλα λόγια προωθεί την ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς και συμβουλεύει πως για την πραγματοποίηση ενός περιβάλλοντος ένταξης πρωταρχικός όρος είναι η αποδοχή της διαφορετικότητας, ο σεβασμός του εαυτού μας και των άλλων ανθρώπων και η αυτογνωσία που πηγάζει από την αποδοχή του να εργαζόμαστε όλοι μαζί σε ένα θετικό περιβάλλον, πλούσιο σε ιδέες και προτάσεις. Τέτοιες αξίες επιτυγχάνονται με την ανάπτυξη πολιτικών, πρακτικών και κουλτούρων ένταξης.

Συμπερασματικά λοιπόν, χρειάζεται να σκεφτούμε το άτομο με αναπηρία ως ένα άτομο που ζει υπό συγκεκριμένες συνθήκες και που η ταυτότητα του μένει αναλλοίωτη και αυθεντική και δεν τον κάνει διαφορετικό σε σχέση με τους υπόλοιπους. Ο φόβος για τη διαφορετικότητα και η προκατάληψη πως το άτομο με αναπηρία δεν μπορεί να εκφράσει τις αρχές της προσωπικότητας και της ατομικότητας είναι αναγκαίο να ξεπεραστούν, καθώς η ικανότητα δημιουργίας συνθηκών φροντίδας, ικανών να κατανοούν και να υποδέχονται την ατομικότητα του καθενός, δημιουργούν με τη σειρά τους τις κοινωνίες ένταξης και ενσωμάτωσης.

«Δεν ξέρω που οδηγεί ο δρόμος μου, αλλά περπατάω καλύτερα όταν το δικό σου χέρι σφίγγει δυνατά το δικό μου».

(Alfred Louis Charles de Musset-Pathay, Παρίσι, 1810-1857)

Δημοφιλή