Λίγοι εκτός Ελλάδας θα το έχουν προσέξει ως τώρα, αλλά την περασμένη εβδομάδα η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ γιόρτασε τα δύο της χρόνια στην εξουσία. Εντάξει, ίσως το «γιόρτασε» να είναι υπερβολικός σαν όρος. Ίσως είναι πιο εύστοχο το «επέζησε» δύο χρόνια στην εξουσία κι αυτό μετά βίας.
Ενώ η πρώτη χρονιά αποτέλεσε αφορμή για περισυλλογή στα ΜΜΕ ανά τον κόσμο, αυτή τη χρονιά οι θαρραλέοι διάττοντες αστέρες της Αριστεράς πνίγηκαν από την πρώτη εβδομάδα του Ντόναλντ Τραμπ στην εξουσία καθώς και από τις προβλέψεις για τις επερχόμενες εκλογές στην Ολλανδία, τη Γαλλία και τη Γερμανία, που όλες απεικονίζονται σαν μάχη μεταξύ του πολιτικού mainstream και μιας επαναστατικής λαϊκιστικής ριζοσπαστικής δεξιάς.
Με ζητήματα όπως η μετανάστευση και η ασφάλεια να κυριαρχούν στην ατζέντα, ο γολγοθάς της Ελλάδας με τη λιτότητα μετά βίας απασχολεί τα οικονομικά πρωτοσέλιδα. Επιπλέον, το μομέντουμ της αριστερής λαϊκιστικής παράταξης έχει ξεκάθαρα περάσει. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι παρά μια σκιά του εαυτού του, τόσο στις δημοσκοπήσεις όσο και στην εξουσία, την ίδια στιγμή που το εξ Ισπανίας «αδερφάκι» του, οι Podemos, έχουν μειώσει σημαντικά το επίπεδο λαϊκισμού καθώς και τις σχέσεις τους με τους (πρώην) Έλληνες συντρόφους τους. Ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας δεν είναι καν απομονωμένος, απλώς αδιαφορούν για αυτόν.
Εν τω μεταξύ, η κατάσταση στην Ελλάδα πάει από το κακό στο χειρότερο -ή για να είμαστε πιο ακριβείς, από το χειρότερο στο πολύ χειρότερο (προς το παρόν). Η χώρα αντιμετωπίζει ακόμα οικονομική στασιμότητα και τεράστια ανεργία, ενώ ζωτικής σημασίας κρατικής μεταρρυθμίσεις δεν προχωράνε καν. Η όποια πρόοδος υπάρχει, βρίσκεται στα σημεία που ακριβώς ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν αντίθετος όταν είχε έρθει στην εξουσία: αποδοχή των προϋποθέσεων διάσωσης, συμπεριλαμβανομένων των περικοπών στον προϋπολογισμό και την ιδιωτικοποίηση μεγάλων επιχειρήσεων που ανήκουν στο κράτος. Το πιο οδυνηρό από την οπτική γωνία του ΣΥΡΙΖΑ, ήταν η πώληση της πλειοψηφίας του ΟΛΠ στην κινζεική εταιρεία Cosco - μια πώληση που τόσο έντονα σταμάτησε με τις πρώτες μέρες του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία το 2015.
Παρά τους εξευτελιστικούς συμβιβασμούς, η ελληνική οικονομία παραμένει σε επείγουσα κατάσταση και η απειλή του Grexit παραμονεύει πίσω από τις απογοητευτικές και παρατεταμένες διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και τους Ευρωπαίους δανειστές. Μάλιστα, ο Τσίπρας βρίσκεται περίπου στην ίδια θέση με την εποχή που ξάφνιασε τους πάντες με το ελληνικό δημοψήφισμα, τον Ιούλιο του 2015, χωρίς όμως τη βάσιμη απειλή είτε εκλογών είτε ενός δημοψηφίσματος. Μετά τη ντροπιαστική μεταβολή του 2015, το Eurogroup θα ζητήσει με ευχαρίστηση από τον Τσίπρα να ανοίξει τα χαρτιά του, σε περίπτωση που απειλήσει με νέο δημοψήφισμα - για να μην πούμε για το ότι πολλοί Έλληνες δε θα ταχθούν υπέρ ενός τέτοιου ενδεχόμενου, έχοντας «καεί» την τελευταία φορά. Ταυτόχρονα, οι απειλές για πρόωρες εκλογές φαίνεται να είναι εντελώς «κούφιες», δεδομένων των πρόσφατων δημοσκοπήσεων.
Όσο οι συνέπειες του (πρόσφατου) bailout γίνονται ολοένα και πιο ορατές στον ελληνικό λαό, ο ΣΥΡΙΖΑ θα συνεχίζει να χάνει τα ποσοστά του στις δημοσκοπήσεις. Η υποστήριξη αυτή έχει σχεδόν πέσει στο μισό τα τελευταία δύο χρόνια, ενώ τα ποσοστά του βασικού του αντιπάλου, της συντηρητικής Νέας Δημοκρατίας, έχουν σχεδόν διπλασιαστεί. Αυτή τη στιγμή η ΝΔ έχει ουσιαστικά διπλάσια δύναμη στις δημοσκοπήσεις σε σχέση με το ΣΥΡΙΖΑ, ενώ τα πιο πολλά από τα υπόλοιπα κόμματα έχουν μείνει σχετικά σταθερά. Η βασική εξαίρεση είναι ο άλλος εταίρος της κυβέρνησης, οι Ανεξάρτητοι Έλληνες, που στις δημοσκοπήσεις τον τελευταίο χρόνο μετριέται κάτω από το εκλογικό όριο εισόδου στη Βουλή (3%).
Ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε στην εξουσία με την υπόσχεση να ξηλώσει το ελληνικό πελατειακό σύστημα, αλλά μέχρι στιγμής δεν έχει πετύχει πολλά. Έχει κάνει πίσω στους δύο πιο ισχυρούς εξω-κοινοβουλευτικούς πρωταγωνιστές της χώρας, τα συνδικάτα και τους ολιγάρχες. Αντιθέτως, προσπάθησε να αντικαταστήσει πολιτικούς εντεταλμένους με δικούς του. Το τελευταίο και επίμαχο παράδειγμα είναι η τοποθέτηση του Βασίλη Μουλόπουλου για να λύσει τα οικονομικά και δομικά προβλήματα του ΔΟΛ. Ο Μουλόπουλος είναι πρώην βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ και τέως πρόεδρος ΔΣ της φιλοκυβερνητικής εφημερίδας «Αυγή», ενώ ο ΔΟΛ έχει στην ιδιοκτησία του δύο μεγάλες εφημερίδες και ένα ραδιοφωνικό σταθμό που είναι επικριτικοί απέναντι στην κυβέρνηση.
Ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας δεν είναι καν απομονωμένος, απλώς αδιαφορούν για αυτόν.
Σε μια προσπάθεια συγκάλυψης, η κυβέρνηση έγινε ολοένα και πιο στενόμυαλη και ακόμα και καταπιεστική απέναντι στους εγχώριους διαφωνούντες. Όχι μόνο προσπαθεί να αντικαταστήσει ανθρώπους - κλειδιά στον κρατικό μηχανισμό, συμπεριλαμβανομένων των τομέων της εκπαίδευσης και του δικαστικού σώματος, αλλά προσπαθεί επιπλέον να αλλάξει το υπάρχον σύστημα εξουσίας μέσα από αμφίβολα νέα νομοθετήματα. Επ' αυτού, ο νέος νόμος για τα ΜΜΕ, που επέτρεψε στην κυβέρνηση να δώσει η ίδια τις άδειες για τις τηλεοπτικές συχνότητες, αντί να αφήσει αυτή την αρμοδιότητα στην αρμόδια ανεξάρτητη αρχή, κρίθηκε αντισυνταγματικός από το ανώτατο δικαστήριο της χώρας. Ακολουθώντας το λαϊκιστικό ρεύμα, ο Υπουργός Νίκος Παππάς, που ήταν υπεύθυνος για τη διαδικασία δημοπρασίας των τηλεοπτικών αδειών, επιτέθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, διακηρύσσοντας πως «οι δικαστικές αποφάσεις δεν ρίχνουν τις Κυβερνήσεις, αλλά οι εκλογές».
Εν ολίγοις, με το πέρας δύο ετών, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει χάσει μεγάλο μέρος της δημοφιλίας του εντός της Ελλάδας κι έχει γίνει αδιάφορος για τους εκτός Ελλάδας. Δεν υπάρχουν πια συμπαθητικά άρθρα στο Guardian και ακόμα και το Open Democracy επέλεξε την κίνηση DIEM25 του Βαρουφάκη, αντί ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα. Σε οικονομικό επίπεδο η Ελλάδα βρίσκεται ακόμη υπό την απειλή του Grexit, λειτουργεί όμως σε ένα ακραίο διαφορετικό περιβάλλον από το ευρωπαϊκό, στο οποίο τα αριστερά κόμματα είναι ακόμη πιο αδύναμα σε σχέση με τα δύο προηγούμενα χρόνια και το Brexit και το προσφυγικό έχουν βάλει στο περιθώριο της πολιτικής κουβέντας τις πολιτικές λιτότητας. Για να καλύψει την ανικανότητά του ο ΣΥΡΙΖΑ, έχει αυξήσει τις λαϊκιστικές επιθέσεις του, αθετώντας απανωτά τη μία προεκλογική υπόσχεση μετά την άλλη. Το αν αυτό θα είναι αρκετό για να επιβιώσει και μια τρίτη χρονιά, φαίνεται μάλλον απίθανο.