Διαβάζοντας το βιβλίο: «Το στρατηγικό Βάθος. Η διεθνής θέση της Τουρκίας» του καθηγητού, πρώην υπουργού εξωτερικών και πρωθυπουργού της Τουρκίας, Αχμέτ Νταβούτογλου, γίνεται αμέσως κατανοητός, ο τρόπος που προσεγγίζει η κυρίαρχη τουρκική πολιτική ελίτ το κυπριακό ζήτημα. Αφού αναλύει την γεωπολιτική σπουδαιότητα της Μεγαλονήσου καταλήγει στο συμπέρασμα πως η Κύπρος δεν πληροί τα κριτήρια ώστε να εμπέσει στην κατηγορία των χωρών στις οποίες δύναται να εφαρμοστεί το δόγμα «μηδενικών προβλημάτων», δηλαδή της αποδοχής από τις όμορες χώρες των βασικών στρατηγικών στοχοθεσιών της Άγκυρας, με αντάλλαγμα ειρηνικές διμερείς σχέσεις. Αναφέρει, στο υποκεφάλαιο: «Ο στρατηγικός γόρδιος της Τουρκίας: Η Κύπρος» (σελ:274-282), πως μια ανεξάρτητη Κύπρος μειώνει το γεωστρατηγικό βάθος της Τουρκίας, από την οποία απαιτείται, κατ' ελάχιστον, έλεγχος του τμήματος που αυτή κατέχει με την εισβολή του 1974. Με βάση το γεγονός αυτό, πρέπει να θεωρηθεί βέβαιο ότι οποιαδήποτε απόπειρα επίλυσης του Κυπριακού, η οποία θα αποστερεί τη δυνατότητα πολιτικής επίβλεψης ολόκληρου του νησιού από την Τουρκία, δεν πρόκειται να γίνει αποδεκτή. Ενδεικτικό είναι το παράθεμα, όπου ο Τούρκος πανεπιστημιακός διαπιστώνει: Ακόμη και αν δεν υπήρχε κανένας μουσουλμάνος Τούρκος στην Κύπρο, η Τουρκία είναι υποχρεωμένη να έχει ένα κυπριακό ζήτημα. (σελ: 279)
Πέραν όμως των γεωπολιτικών προσεγγίσεων, σημαντικότερης σημασίας είναι η πολιτειακή πτυχή του υπό συζήτηση σχεδίου επίλυσης, σχετικά με τον χαρακτήρα πολιτικής συγκρότησης της μελλοντικής «νέας Κυπριακής Δημοκρατίας». Η Κύπρος υφίστατο, λόγω της οικονομικής κρίσης, του 2012-2013, την πραγματική φύση των διακρατικών σχέσεων, ακόμη και εντός του προνομιακού διακυβερνητικού χώρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως συνέπεια της μεταβίβασης της νομισματικής της κυριαρχίας στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Λαμβάνοντας υπ' όψιν το εν λόγω γεγονός, καθώς και όλα όσα έχουν διαδραματιστεί τα τελευταία έτη στην γείτονα, τι προσδοκίες δημιουργούνται, ως προς τον «διακανονισμό» του εκκρεμούς ζητήματος, όταν η Τουρκία θα αναβαθμίζεται, από κατοχική δύναμη του βορείου τμήματος σε συνδαιτυμόνα και συναποφασίζοντα ολόκληρου του νησιού;
Το ενεργειακό «χαρτί», το οποίο επικαλούνται ορισμένοι ότι θα αποτελέσει τον καταλύτη για τη δρομολόγηση της διαδικασίας επίλυσης, δεν πρέπει να θεωρείται πως θα επαναδιευθετεί ζητήματα πολιτικής φύσης, τουτέστιν ο οικονομικός παράγων δεν θα μπορέσει να ανατρέψει τυχόν αλυσιτελείς, μη-λειτουργικές αρχικές πολιτικές αποφάσεις. Η ενσωμάτωση της Λευκωσίας στο ενεργειακό παίγνιο της ανατολικής Μεσογείου οφείλει να στοχεύει στην ενίσχυση της θέσης της Κυπριακής Δημοκρατίας και την διαιώνισή της, ως τέτοιας, κι όχι για να επιταχύνει την κατάργησή της. Συν τω χρόνω, συγκλίνοντας με τα συμφέροντα ισχυρών περιφερειακών παικτών θα επιδιώξει, υπό καλύτερες συνθήκες, την πολιτική επίλυση του προβλήματος. Είναι γεγονός πως οι σχέσεις Δύσης -Τουρκίας βαίνουν επιδεινούμενες, προς τι λοιπόν η ζέση για μια εική κι ως έτυχεν «διευθέτηση» του προβλήματος.
Μια επιζήμια λύση, που θα διασώζει τις αφετηριακές κρατοκτόνες διατάξεις του «σχεδίου Ανάν» και θα εγκαθιδρύει ένα μη- δημοκρατικό και μη-λειτουργικό νέο κυπριακό «κράτος», δεν θα συνιστά αναστρέψιμη κατάσταση. Το ερώτημα που ανακύπτει είναι ποια παράμετρος ή γεγονός καθοδηγεί την σκέψη ορισμένων, σύμφωνα με την οποία η Άγκυρα, ιδιαίτερα στην παρούσα συγκυρία και υπό την ηγεσία του ΑΚΡ (Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης), θα συνδράμει στην επανίδρυση ενός βιώσιμου και δημοκρατικού κράτους στην Κύπρο; Το πιθανότερο είναι να επεμβαίνει θεσμικά, κι όταν κρίνει αμεσότερα, επί καθημερινής βάσεως και επί παντός επιστητού. Αλήθεια, υπάρχει δημοκρατικός πολίτης που θα επιζητούσε τη σημερινή Τουρκία ως πολιτειακό διαμορφωτή και επιδιαιτητή της πολιτικής κοινότητας που διαβιεί; Το πιθανότερο σενάριο δεν είναι η εφαρμογή του ευρωπαϊκού κεκτημένου στον κυπριακό Βορρά, αλλά η τουρκική αξίωση διάχυσης του μεταρρυθμιστικού «αριστουργήματος» του ΑΚΡ προς τον Νότο.
Οι, έστω και επιστημονικά επιλήψιμες, γεωπολιτικές αναλύσεις του Νταβούτογλου, οι οποίες υιοθετήθηκαν ως υλοποιήσιμες πολιτικές καταδεικνύουν την επιθυμία της τουρκικής κοινωνίας να διευρύνει με κάθε μέσο και προς κάθε κατεύθυνση την επιρροή της στο περιφερειακό σύστημα. Αντίθετα, στην Αθήνα και τη Λευκωσία, εμφανίζονται ως κυρίαρχες θέσεις που επιθυμούν διακαώς την «επίλυση» εκκρεμών ζητημάτων, ένα εκ των οποίων είναι το κυπριακό, επ' ωφελεία των κοινωνιών, δίχως όμως να μπορούν να προσδιορίσουν και να διευθετήσουν όλες τις πτυχές τους. Επί της ουσίας, όπως καταμαρτυρεί και ο χειρισμός της δημοσιονομικής κρίσης, ζητούμε από του εταίρους, συμμάχους και εχθρούς να συμμεριστούν την αυτοκατανόησή μας, πιστεύοντας, αφελώς, πως οσημέραι θα αποτελέσει και δική τους συνείδηση.
Στη συλλογιστική της Τουρκίας η δική μας, ως ελληνισμός, αυτοκατανόηση γίνεται αποδεκτή μόνο ως γεωπολιτικός ετεροπροσδιορισμός της Άγκυρας˙ ορισμένοι εμφανίστηκαν έτοιμοι να το αποδεχθούν, ήδη, από το 2004. Σταδιακά, και αρχής γενομένης από μια απευκταία «ανανική» λύση στην Κύπρο, η τουρκική πολιτική ελίτ θα ερμηνεύσει τοιουτοτρόπως και τον πολιτικό μας «αυτοπροσδιορισμό».
Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο Νέα Πολιτική