Για τη χαμένη τέχνη της ακρόασης, τις ελίτ που κωφεύουν στους προβληματισμούς του καθημερινού πολίτη, τον ρόλο της δημοσιογραφίας, την ποιότητα του δημόσιου λόγου και τους κινδύνους που ελλοχεύουν για τη Δημοκρατία μίλησε μεταξύ άλλων ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της «The New York Times Company» και πρώην γενικός διευθυντής του BBC, Mark Thompson κατά τη διάρκεια συζήτησης με τον διευθυντή της Καθημερινής, τον κ. Αλέξη Παπαχελά στο Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος την Παρασκευή που μας πέρασε.
Όταν ακούς έναν άνθρωπο αυτού του διαμετρήματος, ακόμη και εάν διαφωνείς με τοποθετήσεις του, αναπόφευκτα κάνεις συγκρίσεις και καταλήγεις σε συμπεράσματα, καθώς η πενία στον χώρο της δημοσιογραφίας και της πολιτικής στη χώρα μας έχει πάρει εφιαλτικές διαστάσεις, ενώ οι διανοούμενοι εκπλήσσουν με τη βουβαμάρα τους ή τις κοινοτοπίες στην έκφραση του λόγου τους, την ώρα που η πλειονότητα των πολιτών εκπίπτει σε μια άνευ προηγουμένου, όχι μόνο οικονομική αλλά και πνευματική διολίσθηση.
«Όλα εξαρτώνται από την ακρόαση. Μπορείς να μιλήσεις αποτελεσματικά μόνο όταν ξέρεις να ακούς. Όταν δεν ακούς, χάνεις το κοινό και οι πολίτες ψάχνουν να βρουν κάποιον που να τους ακούσει. Εκεί έγκειται και ο κίνδυνος του λαϊκισμού»
Όμως, εκτός από τα συμπεράσματα παραμένει μια πικρή αίσθηση ανημπόριας γιατί γνωρίζω, όλοι μας γνωρίζουμε, πως σήμερα, αύριο, μεθαύριο, τις μέρες και τους μήνες που ακολουθούν, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, θα διαβάσουμε τα ίδια μονότονα και ανούσια πολιτικά άρθρα, χωρίς καμία κριτική σκέψη. Θα δούμε υπογραφές ανθρώπων που δεν έχουν κανένα πάθος για μεγάλες ιδέες. Θα βομβαρδιστούμε με βλακώδη άρθρα στο διαδίκτυο και αναπαραγωγή κειμένων από ιστότοπο σε ιστότοπο με τους ίδιους προλόγους και επιλόγους.
Η κακοφωνία γίνεται κανόνας. Κυριαρχεί στον πολιτικό κόσμο. Εκφράσεις και συμπεριφορές χαμαιτυπείου αναπαράγονται και έχουν γίνει καθεστώς και κανονικότητα.
Η πλειονότητα των δημοσιογράφων δεν μελετά, δεν διαβάζει, δεν παράγει σκέψη. Χωρισμένοι σε πολιτικές φατρίες, ανάλογα με το «μαγαζί» που υπηρετούν, υποστηρίζουν την εκάστοτε «ορθοδοξία» τους, έτοιμοι να εκτελέσουν λεκτικά, ειρωνικά, σαρκαστικά, τον αντίπαλο. Η επιχειρηματολογία, η αναλυτική και συνθετική σκέψη ανύπαρκτη. Ο έλεγχος στην εξουσία ανύπαρκτος, η προάσπιση της Δημοκρατίας στα λόγια.
Και εδώ έρχεται ο γενικός διευθυντής των NY Times για να πει: «Όλα εξαρτώνται από την ακρόαση. Μπορείς να μιλήσεις αποτελεσματικά μόνο όταν ξέρεις να ακούς. Όταν δεν ακούς, χάνεις το κοινό και οι πολίτες ψάχνουν να βρουν κάποιον που να τους ακούσει. Εκεί έγκειται και ο κίνδυνος του λαϊκισμού».
«Οι πολίτες έχουν την αίσθηση ότι τιμωρούν τις κυβερνήσεις, δίνοντας εχθρικές απαντήσεις όταν τους ζητούν τη γνώμη τους. Αυτή είναι η αντίδραση όταν οι κυβερνήσεις δεν ακούν τους πολίτες τους»
Ο κ. Thomson, στη συζήτηση με θέμα «Τραμπ, Brexit και η κρίση στον πολιτικό λόγο» προέβη σε μια εκτενή αναφορά στη «χαμένη τέχνη της ακρόασης», με αναφορές στον Αριστοτέλη, στη Δημοκρατία που γεννήθηκε στον τόπο μας, κάνοντας ωστόσο, αν και συνηθισμένο στη Δύση που θέλει τον εαυτό της διασώστη της κλασικής ελληνικής σκέψης, άλματα αιώνων για να αναφερθεί στον Καρλομάγνο «τον Πατέρα της Ευρώπης», την Καρολίγγεια Αναγέννηση και τον Αλκουίνο της Υόρκης, ο οποίος έβαλε τα θεμέλια της εκπαίδευσης με έμφαση στη ρητορική, ως βασικό στοιχείο, όπως είπε, του ευρωπαϊκού οικοδομήματος που κινδυνεύει σήμερα να χαθεί.
Για τον κ. Thompson, η τέχνη της ρητορικής έγκειται στην ικανότητα να αντιλαμβάνεσαι τη διάθεση του ακροατηρίου και αυτό επιτυγχάνεται μόνο εάν ακούς. Όμως, όπως φαίνεται, οι ελίτ και οι πολιτικοί δεν ακούν. Κάνουν πως ακούν, άλλα στην ουσία κωφεύουν. Αυτό αποδεικνύεται από τα αποτελέσματα πρόσφατων ψηφοφοριών όπως για παράδειγμα το δημοψήφισμα για το Brexit, την εκλογή του Τραμπ, καθώς και την άνοδο λαϊκιστικών κομμάτων, είτε αυτά ισχυρίζονται ότι πρόσκεινται στην Αριστερά, είτε ξεκάθαρα ανήκουν στην ακροδεξιά.
«Οι πολίτες έχουν την αίσθηση ότι τιμωρούν τις κυβερνήσεις, δίνοντας εχθρικές απαντήσεις όταν τους ζητούν τη γνώμη τους. Αυτή είναι η αντίδραση όταν οι κυβερνήσεις δεν ακούν τους πολίτες τους» σχολίασε ο γενικός διευθυντής των New York Times, κάνοντας αναφορά στο Brexit , για το οποίο θεωρεί πως πρόκειται για τη χειρότερη απόφαση των τελευταίων αιώνων και εκτιμά ότι οι επιπτώσεις θα είναι τρομακτικές.
Για την εκλογή του κ. Ντόναλντ Τραμπ και την ήττα της πολιτικής του αντιπάλου, της κ. Χίλαρι Κλίντον, ανέφερε ορισμένα ενδεικτικά παραδείγματα.
Συγκεκριμένα έκανε αναφορά σε μια εκδήλωση της LGBT κοινότητας στην οποία εκφώνησε μια ομιλία η υποψήφια των Δημοκρατικών κατά την οποία χαρακτήρισε «αξιοθρήνητους» και «χωρίς σωτηρία» μια μεγάλη μερίδα πολιτών που δεν μοιράζονταν τις ίδιες πεποιθήσεις, που η ίδια δήλωνε πως πρεσβεύει. Όμως, παρασυρμένη από την αίσθηση ότι μιλάει σε ένα κοινό που του έλεγε αυτά που ήθελε να ακούσει, ξέχασε πως υπήρχε η τηλεόραση και το μήνυμά της πέρασε σε ένα μεγάλο ποσοστό, ενδεχομένως μετριοπαθών πολιτών, που μπορεί να μη συμφωνούσαν με ένα μέρος της ατζέντας των Δημοκρατικών, αλλά αντί επιχειρημάτων άκουσε πως είναι «καταδικασμένο και αξιοθρήνητο».
Ο αποκλεισμός από το δημόσιο διάλογο αναπόφευκτα έχει επιπτώσεις, υποστήριξε ο κ. Thompson και έκανε ακόμη μια αναφορά, αυτή τη φορά σε έναν αφροαμερικανό οδηγό ταξί, που ενώ δήλωνε πως εάν μπορούσε θα ψήφιζε τον Δημοκρατικό Bernie Sanders, αλλά από τη στιγμή που δεν μπορούσε απέρριπτε την Κλίντον υπέρ του Τραμπ. «Ψεύδεται» είπε για την Κλίντον.
«Οι Αμερικανοί πολίτες που ψήφισαν τον Τραμπ, ζήτησαν τη διακοπή της κουλτούρας του ψεύδους της Ουάσιγκτον» σχολίασε ο κ. Mark Thompson.
«Η Δημοκρατία είναι ένα εργαλείο που σε αναγκάζει να συζητήσεις και με όσους δεν συμφωνείς, ακόμη και εάν οι απόψεις τους σε απωθούν»
Όσο για τον Τραμπ, αυτός αντίθετα ακούει, είναι σαν ένας stand up comedian, που αλληλεπιδρά με το κοινό του, λέει ο γενικός διευθυντής των NY Times και ανακάλεσε τη στιγμή που επισκέφθηκε την εφημερίδα του για να απαντήσει σε μια σειρά ερωτήσεων.
«Απαντούσε τις ερωτήσεις ως άνθρωπος, και όχι ως πολιτικός» είπε, χωρίς ωστόσο να του δίνει ελαφρυντικά για την πολιτική του.
«Η Δημοκρατία είναι ένα εργαλείο που σε αναγκάζει να συζητήσεις και με όσους δεν συμφωνείς, ακόμη και εάν οι απόψεις τους σε απωθούν» είπε και εξέφρασε σφόδρα την αντίθεσή του στο κίνημα που ζητεί τον αποκλεισμό κάποιων εκφραστών ορισμένων απόψεων, και υποστηρίζει ότι δεν πρέπει να δίνεται βήμα σε ακραίες φωνές.
«Πώς θα έχετε επιχειρήματα εάν δεν τους έχετε ακούσει; Πρέπει να μπορείς να αφουγκραστείς τις ιδέες του άλλου, ακόμη και εάν τις θεωρείς λάθος και αποκρουστικές. Το να ακούμε τον άλλο δεν σημαίνει ότι αποκτά αξιοπιστία ή συμφωνούμε μαζί του» είπε και πρόσθεσε πως η απαγόρευση του να μη δίνεις βήμα είναι μια «παιδική και επικίνδυνη ιδέα». Για τον ίδιο και κατ΄επέκταση για τους NY Times, δεν έχει σημασία εάν μπορούμε να πείσουμε τους εαυτούς μας και τους φίλους μας, αλλά να μπορούμε να μεταπείσουμε τον άλλο.
«Τι θα συμβεί εάν στο μέλλον υπάρξει ένας πιο ''εκλεπτυσμένος Τραμπ'' με σκοτεινή ατζέντα;»
«Ο Τραμπ είναι ένα σύμπτωμα ή έρχεται κάτι χειρότερο; Δεν έχει σχέση σε ποια πολιτική παράταξη ανήκει. Αυτό που ήθελε ήταν να γίνει πρόεδρος» είπε, ενώ ισχυρίστηκε πως ο Αμερικανός πρόεδρος δεν έχει μια πραγματική πολιτική ατζέντα.
Στο σημείο αυτό εξέφρασε έναν προβληματισμό που αφορά όχι μόνο τις ΗΠΑ αλλά και τη Γηραιά Ήπειρο. Εκτίμησε ότι στα χρόνια που θα ακολουθήσουν εκατομμύρια θέσεις εργασίας θα χαθούν, εκατομμύρια άνθρωποι από τη Μέση Ανατολή και αλλού θα προσπαθήσουν να φύγουν από τις χώρες τους και να βρουν καταφύγιο στις ΗΠΑ ή στην Ευρώπη, η παγκοσμιοποίηση θα φέρει αλλαγές και ανισότητες. «Τι θα γίνει τότε εάν υπάρξει ένας πιο ''εκλεπτυσμένος Τραμπ'' με σκοτεινή ατζέντα;» διερωτήθηκε.
Ο τόνος του κ. Thompson έγινε απαισιόδοξος κάνοντας έναν παραλληλισμό με την δεκαετία του 1930 και παρατήρησε σημάδια παρακμής της Δύσης.
Ο δημοσιογράφος πρέπει να σηκώσει το ανάστημά του...
και η δημοσιογραφία είναι κάτι που κοστίζει και πρέπει να πληρώνεται καλά».
Υπογράμμισε την ανάγκη μια φορολογικής μεταρρύθμισης με την οποία οι πολίτες να δουν ότι φορολογούνται οι πλούσιοι και πως κάτι αλλάζει και γι' αυτούς. Ίσως αυτό να ήταν μια κίνηση που να δείχνει ότι εισακούονται.
Όσον αφορά στη δημοσιογραφία, είπε πως αυτή είναι η στιγμή της. «Οι δημοσιογράφοι πρέπει να εξηγήσουν στον κόσμο τι συμβαίνει. Ο δημοσιογράφος πρέπει να σηκώσει το ανάστημά του». Πρακτικά αυτό σημαίνει, όπως διευκρίνισε ο κ. Thompson, πως «η δημοσιογραφία είναι κάτι που κοστίζει και πρέπει να πληρώνεται καλά». Σημείωσε δε πως από την ημέρα ανόδου του Τραμπ στην εξουσία οι πωλήσεις της εφημερίδας και οι ψηφιακές συνδρομές αυξήθηκαν, ενώ επενδύθηκαν 5 εκατομμύρια δολάρια για την ενίσχυση της ερευνητικής δημοσιογραφίας στα γραφεία της Ουάσιγκτον.
Ο κ. Mark Thompson συνέδεσε τη δημοσιογραφία, τον δημοσιογραφικό λόγο με τη δημοκρατία λέγοντας πως «είναι άσκηση στην ακρόαση και στην κριτική σκέψη, πρέπει να μάθουμε στους νέους να αναζητούν την αλήθεια», ενώ για το πως επιτυγχάνουν οι δημοσιογράφοι της εφημερίδας να κατακτούν την τέχνη της ακρόασης είπε πως τους βγάζουν έξω για ρεπορτάζ, για να κατανοήσουν τι συμβαίνει.
«Η δημοσιογραφία ανήκει στον κύκλο των τεχνών και του πολιτισμού και απαιτεί δημιουργικότητα. Εάν αφοσιωθείτε σε αυτή, χωρίς συμβιβασμούς, θα σας ανταμείψει με πολλούς τρόπους. Είναι απαραίτητη για τη Δημοκρατία» ήταν η συμβουλή τους προς φερέλπιδες και εν ενέργεια δημοσιογράφους.