Είμαι κλέφτης. Κλέβω λέξεις. Το κάνω συνέχεια. Όμως διαλέγω από ποιους θα κλέψω. Παίρνω απ΄αυτούς που ξέρω ότι δεν θα με παρεξηγήσουν.
Να, για παράδειγμα ας πούμε για τον Ταρκόφσκι. Γράφει κάπου στο Μαρτυρολόγιο: «Ελπίζω ότι όσοι αναγνώστες πειστούν με αυτά που γράφω - αν όχι απολύτως, τουλάχιστον εν μέρει-θα γίνουν συγγενικά μου πνεύματα, έστω και μόνο σαν αναγνώριση του ότι δεν έχω μυστικά απ΄αυτούς».
Χωρίς να το καταλάβω στο πέρασμα των χρόνων βρέθηκα να έχω πολλούς συγγενείς. Μοιράζομαι κοινές εμπειρίες και αγωνίες μαζί τους και οι λέξεις τους- σκέψεις- είναι σαν ένδυμα, επένδυση του δικού μου λόγου, είναι η σκέπη τού είναι μου.
Στην ουσία πρόκειται για συνομιλητές και συμμετέχω, τουλάχιστον προσπαθώ, σ΄ένα διάλογο που διαρκεί αιώνες. Θεωρώ δε τον εαυτό μου τυχερό όταν συναντώ ανθρώπους ευγενείς, με ενσυνείδητη την αίσθηση του ωραίου στον άνθρωπο.
Προ ημερών, συνάντησα τον κ. Φίλιππο Κουτσαφτή. Μιλήσαμε για το ντοκιμαντέρ «Αγέλαστος Πέτρα» και το «Αρκαδία χαίρε». Για όσους δεν ξέρουν πρόκειται για έναν άνθρωπο που ζυμώνεται με τον χώρο και τον χρόνο. Χαμηλόφωνος, λιτός, μετρούσε την κάθε του λέξη και κάθε μια της άξιζε για άλλες χίλιες.
Όταν κλείσαμε το κασετόφωνο ειπώθηκαν πράγματα άλλα, μου είπε πόσο σκληρά εργάζεται, σε μια χώρα (σημείωση δική μου) που αυτό δεν αντιστοιχεί με τις ανάλογες απολαβές. Γίναμε μια μεγάλη παρέα. Μαζί με αυτόν τον άνθρωπο του μόχθου και ποιητή, ήταν ο Ταρκόφσκι, ο Σεφέρης, ο Παπαδιαμάντης, ο Γκαίτε, ο Λορεντζάτος, κάτι αμόρφωτοι άνθρωποι με πολιτισμό που θα τον ζήλευαν καθηγητάδες ακόμη και των πιο σπουδαίων πανεπιστημίων, χειρώνακτες και ναυτικοί, προγονοί μας, ζώντες και νεκροί.
Του είπα και μια ιστορία για ένα δεντράκι πριν 12 χρόνια στη Φολέγανδρο. Την επαναλαμβάνω.
Το δεντράκι αυτό ήταν φυτεμένο στην κεντρική πλατεία της χώρας της Φολεγάνδρου, στον προαύλιο χώρο μιας εκκλησίας. Ήταν ένα αδύνατο και εύθραυστο δεντράκι, το είδα και το επεσήμανα στον φίλο μου τον Στέλιο και τότε μου είπε το έξης απίστευτο: «Ένα βράδυ, το χειμώνα που μας πέρασε, λυσσομανούσε ο βοριάς και ξέρεις πως είναι όταν φυσάει στη χώρα... έ τότε όλη τη νύχτα μέχρι το ξημέρωμα, που έπεσε ο αέρας, έξι άτομα το κρατούσαν με βάρδιες όλη νύχτα για να μην σπάσει».
Σήμερα το δεντράκι είναι δέντρο έχει γερό κορμό και δεν το φοβίζει ο αέρας. Όταν είπα την ιστορία, το βλέμμα του κ. Κουτσάφτη άλλαξε, το άσπρο του ματιού του έγινε κόκκινο, συγκινήθηκε και είπε: «Μα αυτή η ιστορία είναι μια ταινία από μόνη της!».
Αυτή την αφήγηση την έχω κάνει σε πολλούς, μα οι περισσότεροι απλά την άκουσαν.
Όταν επέστρεψα στην καθημερινότητα μου ήρθε στο μυαλό ο συγχωρεμένος Βασίλης Καπετανέας (Ροδανός). Από τους σπουδαίους αντάρτες στην κατοχή, από τους πρώτους που πήραν μέρος στον αγώνα για τη λευτεριά. Έχασε αδέλφια, φίλους, φυλακίσθηκε. Και όμως έμεινε αισιόδοξος, πολυγραφότατος και εραστής του ωραίου λόγου έως τη δύση της ζωής του.
Τον γνώρισα λίγα χρόνια πριν πεθάνει, όταν έγραψε ένα βιβλίο για τον φίλο και συμπολεμιστή του, τον ποιητή, που διέπρεψε στην Ιταλία, Νίκο Μπλέτα-Δούκαρη. «Είχα χρέος απέναντι στον φίλο μου» μου είπε.
Έτσι και εγώ νιώθω ότι έχω χρέος απέναντι σε αυτόν, τον Μπλέτα, τον Κουτσαφτή, τον Ταρκόφσκι και τόσους άλλους που όπως λέει και ο Ελύτης «Μέσα στη θλίψη της απέραντης μετριότητας, που μας πνίγει από παντού, παρηγορούμαι ότι κάπου, σε κάποιο καμαράκι, κάποιοι πεισματάρηδες αγωνίζονται να εξουδετερώσουν τη φθορά».
Έχω χρέος να επιμείνω στην καλλιέργεια της ψυχής μου και στον αγώνα μου για μια πορεία προς το καλό. «Όποιος προδίδει τις αρχές του δεν μπορεί ποτέ πια να έχει αγνή σχέση με τη ζωή» με «συμβούλεψε» κάποτε ο Ταρκόφσκι.
Πολλές φορές αποτυγχάνω στο να μείνω ήρεμος και να δείξω κατανόηση, να νιώσω αγάπη. Όργίζομαι μπροστά στη χυδαιότητα και απέναντι σε όσους αναγάγουν το προσωπικό τους πρόβλημα και δυστυχία σε ιδεολογία.
Δεν αντέχω να ακούω άλλο τη λέξη «ελευθερία» και «ατομικά δικαιώματα», καραμέλα στο στόμα όλων, που δεν θέλουν να καταλάβουν πως «ελευθερία σημαίνει θυσία εν ονόματι της αγάπης». Δεν αντέχω άλλο τους «καλλιτέχνες που εκμεταλλεύονται κυνικότατα τον ελεύθερο χρόνο των τίμιων ανθρώπων του μόχθου, επωφελούμενοι από την αφέλεια, την άγνοια τους και την έλλειψη αισθητικής αγωγής για να τους καταστρέψουν κάθε πνευματική άμυνα και μ΄αυτό τον τρόπο να βγάλουν λεφτά», γράφει κάπου ο Ταρκόφσκι, για τον οποίο μια νεαρή κυρία του πνεύματος πρόσφατα μου είπε πως δεν θα έπρεπε να επιτρέπουν σε αυτόν τον άνθρωπο να κάνει ταινίες.
Αντίθετα, με γοητεύει η ικανότητα, λέει πάλι ο Ταρκόφσκι και οικειοποιούμαι την σκέψη του, ενός ανθρωπίνου πλάσματος να αντιστέκεται σθεναρά στις δυνάμεις που οδηγούν τους συνανθρώπους του στη ράτσα των ποντικών.
Θεωρώ χρέος την αντίσταση σε μια κοινωνία που εξευτελίζει τον άνθρωπο.
Ξέρω πως ο θυμός μου και τα ξεσπάσματά μου μπορεί να βγαίνουν από το παιδί, που όπως σωστά μου διέγνωσε κάποιος, δεν το άκουσαν μικρό. Αλλά σίγουρα δεν είναι μόνο αυτό.
Δανείζομαι πάλι από τον Ταρκόφσκι όταν μιλάει για τον Ντοστογιέφσκι: «Ο Ντοστογιέφσκι ανακάλυψε μέσα του χαοτικές αβύσσους και ότι τόσο οι άγιοί του όσο κι αχρείοι του είναι προβολές του εαυτού του. Κάθε πρόσωπό του είναι επιτομή των πραγμάτων που βλέπει και τον σκέψεών του για τη ζωή, αλλά κανένας ήρωάς του δεν θα λέγαμε πως ενσαρκώνει στην εντέλεια την προσωπικότητά του».
Και εγώ στους άλλους πολλές φορές βλέπω τον χειρότερο εμένα. Εμένα, όπως μπορεί να έχω υπάρξει και όπως μπορώ να υπάρξω. Και όμως ξέρω πως πρέπει να βρεθεί τρόπος να πλησιάσουμε ο ένας τον άλλον, «είναι καθήκον της ανθρωπότητας».
Η αγάπη και η πίστη είναι το τελικό θαύμα.
Εάν αποτύχω, δεν μπορώ να μη σκεφτώ τον Οιδίποδα. «Ο ίδιος του ο νους σε συνδυασμό με τον άκαμπτο χαρακτήρα του συμβάλλει στον εκπλήρωση των χρησμών που έχουν διατυπωθεί για τον ίδιον», γράφει ο Βασίλειος Μαρκεζίνης σε μια από τις εξαιρετικές αναλύσεις του και συνεχίζει λέγοντας πως κάτι ανάλογο θα μπορούσαμε να πούμε για τη δυναμική, αλλά και αυτοκαταστροφική κόρη του.
«Ο Οιδίπους, στην απολογία του, ισχυρίζεται ότι δεν υποφέρει για τις πράξεις του, αλλά για τις αντιδράσεις του προς τα γεγονότα που υπερέβαιναν τον έλεγχό του» γράφει ο κ. Μαρκεζίνης και συνεχίζει: «...Και ο Σοφοκλής επεξεργάζεται με εξαιρετική επιμέλεια αυτήν τη μετάβαση από τον μεγάλο αμαρτωλό στον μεγαλειώδη ήρωα. Η εξέλιξη αυτή έχει στη ρίζα της το γεγονός ότι, με την πάροδο του χρόνου ο Οιδίπους είχε μάθει να αποδέχεται τη μοίρα...είχε πράγματι κατακτήσει μια ακόμη ιδιότητα:πώς να θλίβεται χωρίς να αφήνει τη θλίψη του να γίνει απόγνωση. Έξοχο μάθημα ζωής».
Έτσι και εγώ θα συνεχίσω να μαθαίνω, αδικώντας και αδικούμενος, μισώντας και συγχωρώντας, πάντα μαχόμενος, πάντα προσπαθώντας πως να μάθω να αγαπάω. Και αν αποτύχω, ας μείνω τότε με τον πόνο, άλλωστε αυτός είναι συνυφασμένος με την ίδια μας την ύπαρξη, αυτός μας κάνει ανθρώπινους.
Πηγές:
Αντρέι Ταρκόφσκι, Σμιλεύοντας το χρόνο, Εκδόσεις Νεφέλη
Μαρτυρόλογιο Ημερολόγια 1970 – 1986, Αντρέι Ταρκόφσκι, Εκδόσεις ΙΝΔΙΚΤΟΣ
Η Αρχαία ελληνική ποίηση με το βλέμμα καλλιτεχνών και ψυχολόγων, Μαρκεζίνης Βασίλειος, Εκδόσεις Ι. ΣΙΔΕΡΗΣ