Αδιαμφισβήτητα, η παγκόσμια οικονομία διέρχεται μια δύσκολη περίοδο εύθραυστης ισορροπίας και αβεβαιότητας. Μια σειρά γεγονότων και καταστάσεων συγκλίνουν προς αυτό το συμπέρασμα:
•Η Κίνα δείχνει εμφανή σημάδια κόπωσης,
•Η ανάπτυξη στις ΗΠΑ επιβραδύνεται
•Η Ευρώπη παρουσιάζει πλήρη οικονομική στασιμότητα
•Οι πετρελαιοπαραγωγικές χώρες έχουν υποστεί καθίζηση
•Η απόφαση των Βρετανών για αποχώρηση από την Ε.Ε. ενδέχεται να αποτελέσει πλήγμα στο διεθνές εμπόριο
•Ο φόβος από τις συνεχείς τρομοκρατικές επιθέσεις ζημιώνει τα τουριστικά έσοδα.
Δεν αποτελεί λοιπόν έκπληξη ότι ο ρυθμός της ανάπτυξης παγκοσμίως εκτιμάται το 2016 μειωμένος σε μόλις 3,0% από 5,4% το 2010, με τις προοπτικές να μην είναι θετικές.
Ολοένα και περισσότερες κεντρικές τράπεζες έχουν υιοθετήσει για μεγάλο διάστημα την πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης και των αρνητικών επιτοκίων, επιδιώκοντας με αυτό τον τρόπο την αναθέρμανση της οικονομίας. Μάλιστα, οι εκδόσεις ομολόγων με αρνητική απόδοση, από χώρες όπως η Γερμανία, η Ιαπωνία και η Ελβετία, ξεπερνούν πλέον τα $15 τρισ. Η πολυετής όμως αυτή προσπάθεια δεν έχει μέχρι στιγμής αποδώσει τα αναμενόμενα, καθώς αντισταθμίζεται από τους εξής παράγοντες:
1.Τη δημοσιονομική λιτότητα (κυρίως στην Ευρώπη).
2.Την ύπαρξη πληθώρας κανονισμών, γραφειοκρατίας και υψηλής φορολογίας, που δυσκολεύουν το επιχειρείν.
3.Την απροθυμία στην εφαρμογή των αναγκαίων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για την άρση των εμποδίων.
Επιπλέον, η πολιτική αυτή καθίσταται ζημιογόνα για τις τράπεζες, αφού το περιθώριο κέρδος τους είναι μηδενικό από τη διαφορά επιτοκίων. Το πρόβλημα αυτό έρχεται να προστεθεί σε μια σειρά σημαντικών δυσκολιών που αντιμετωπίζει ο τραπεζικός τομέας, όπως είναι το μεγάλο ποσοστό κόκκινων δανείων, η επάρκεια κεφαλαίων τους, η επισφαλής απόδοση των επενδύσεων τους κ.α. Η συνέπεια όλων αυτών είναι η μειωμένη ροή δανεισμού προς τις επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα το πάγωμα της οικονομίας. Εξίσου ορατός είναι ο κίνδυνος κατάρρευσης κάποιας μεγάλης τράπεζας που θα δημιουργήσει ντόμινο αρνητικών εξελίξεων.
Αυτό μάλιστα που δημιουργεί εντύπωση είναι το υπέρογκο δημόσιο και ιδιωτικό χρέος, το οποίο όχι μόνο δε μειώθηκε μετά την κρίση του 2008, αλλά αντίθετα αυξήθηκε σε 7 χρόνια κατά $60 τρισ. Σήμερα, ξεπερνά πλέον τα $200 τρισ., είναι δηλαδή 2,5 φορές υψηλότερο από το παγκόσμιο ΑΕΠ (= $80 τρισ.). Το παρακάτω γράφημα αποτυπώνει ξεκάθαρα τη δυσανάλογη σχέση Χρέους προς ΑΕΠ των μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη.
Οι ανεπτυγμένες οικονομίες εμφανίζουν και δύο άλλα σημαντικά προβλήματα. Το πρώτο είναι η χαμηλή παραγωγικότητα: το 2015 μάλιστα οι ΗΠΑ κατέγραψαν μετά από 35 χρόνια αρνητική μεταβολή -0.2% στη μέση ωριαία παραγωγικότητα, η οποία προέκυψε κι από τη μείωση της σχιστολιθικής εξόρυξης πετρελαίου (λόγω χαμηλής τιμής). Το δεύτερο είναι η γήρανση του πληθυσμού. Οι λιγότερες γεννήσεις σε συνδυασμό με το αυξημένο προσδόκιμο ζωής οδηγούν σε μειωμένο εργατικό δυναμικό και παράλληλη αύξηση των συνταξιοδοτικών αναγκών. Το δημογραφικό πρόβλημα τείνει να εξελιχθεί σε βραδυφλεγή βόμβα και φυσικά είναι συνάρτηση των οικονομικών δυσκολιών και της ανεργίας που αντιμετωπίζουν τα νέα ζευγάρια.
Για να αποφευχθούν τα χειρότερα και η παγκόσμια κοινότητα να βγει από τη φάση αβεβαιότητας χρειάζεται η παρουσία ικανών ηγετών, που θα έχουν το θάρρος να πάρουν γενναίες και σωστές αποφάσεις, συνεισφέροντας στη βελτίωση των οικονομικών συνθηκών. Χρειάζεται επίσης όραμα και σαφές στρατηγικό σχέδιο για την αντιμετώπιση των προκλήσεων και τη χάραξη νέας εποχής.