Από τότε που έγινε η επίθεση στο Βέλγιο, έχουμε ακούσει και διαβάσει πολλά και διάφορα για το ρόλο του Ισλάμ αλλά και τις επιπτώσεις που θα έχει σε σημαντικά ζητήματα, από τη διαχείριση του Μεταναστευτικού μέχρι το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης. Προφανώς, όσοι αποκαλούν εξτρεμιστές και τρομοκράτες όλους ανεξαιρέτως τους Μουσουλμάνους, είναι επιεικώς αδαείς. Αντίστοιχα, όλοι εκείνοι που διακηρύττουν πως το Ισλάμ δεν έχει τίποτα να κάνει με αυτό που έγινε ή, ακόμα χειρότερα, κατηγορούν την ίδια την Δύση ως αυτουργό της τρομοκρατίας λόγω του αποικιοκρατικού παρελθόντος της είναι εξίσου ανίδεοι. Μάλιστα, και οι δύο αυτές προσεγγίσεις δε μειώνουν, αλλά αυξάνουν τον κίνδυνο νέων επιθέσεων.
Για να καταφέρει η Ευρώπη να προστατεύσει τις ζωές των πολιτών της και να διατηρήσει την ασφάλεια εντός των συνόρων της, πρέπει πρωτίστως να κατανοήσει τη φύση της απειλής που αντιμετωπίζει. Ας κάνουμε λοιπόν ένα βήμα πίσω και ας δούμε λίγο τη μεγάλη εικόνα. Η άνοδος και η αυξημένη επιρροή του Ριζοσπαστικού Ισλάμ - ή μάλλον, για να είμαστε πιο συγκεκριμένοι, του Ουαχαμπισμού - δεν είναι ούτε τυχαία, ούτε πρόσφατη εξέλιξη. Λαμβάνει χώρα εδώ και πολλές δεκαετίες σε ολόκληρο τον κόσμο, χρηματοδοτούμενη με δισεκατομμύρια πετροδολαρίων από τη Σαουδική Αραβία κάθε χρόνο, και έχει οδηγήσει σε μια στροφή ενός μεγάλου τμήματος της Μουσουλμανικής κοινότητας όλων των δογμάτων προς μια πιο ακραία και θεοκρατική έκφανση του Ισλάμ, συμπεριλαμβανομένων και Μουσουλμάνων που ζουν σε κράτη της Δύσης. Είναι ο λόγος που οι εικόνες από το Αφγανιστάν και το Ιράν της δεκαετίας του '70 με γυναίκες που φορούν μίνι φούστες χωρίς μαντήλες στο κεφάλι τους φαντάζουν σήμερα αδιανόητες. Και είναι επίσης ο λόγος που το ΙΚ έχει καταφέρει τόσο εύκολα να στρατολογήσει αρκετούς μετανάστες δεύτερης και τρίτης γενιάς, οι οποίοι θεωρητικά δείχνουν να είναι πλήρως αφομοιωμένοι στις δυτικές κοινωνίες από όπου προέρχονται.
Σημειωτέον, ενώ οι τζιχαντιστές, που είναι μακράν η πιο ακραία επίπτωση της ριζοσπαστικοποίησης αυτής, αποτελούν σαφώς πάρα πολύ μικρό ποσοστό του Ισλαμικού κόσμου, οι επιπτώσεις σε θέματα που αφορούν τη διάχυση οπισθοδρομικών και αντιδημοκρατικών αντιλήψεων είναι επικίνδυνα ευρείες, ειδικά στις χώρες της Βορείου Αφρικής και της Μέσης Ανατολής. Θα αναφέρω χαρακτηριστικά δύο κατηγορίες σε πρόσφατη έρευνα του Pew Research Center.
Πρώτον, το ποσοστό των Μουσουλμάνων που θέλουν η Σαρία να γίνει ο επίσημος νόμος του κράτους, ανάλογα με τη χώρα καταγωγής τους, είναι: Αφγανιστάν 99%, Ιράκ 91%, Νίγηρας 86%, Πακιστάν 84%, Μαρόκο 83%, Μπαγκλαντές 82%, Τυνησία 71%. Δεύτερον, το ποσοστό των Μουσουλμάνων που συμφωνούν ή μερικώς συμφωνούν πως οι γυναίκες πρέπει πάντα να υπακούν τους άντρες τους, ανάλογα με τη χώρα καταγωγής τους, είναι: Αφγανιστάν 94%, Τυνισία 93%, Μαρόκο 92%, Ιράκ 92%, Πακιστάν 88%, Μπαγκλαντές 88%. Η επικράτηση τέτοιων απόψεων, που είναι ριζικά ασύμβατες με τον δυτικό τρόπο ζωής, αποτελούν το μεγαλύτερο εμπόδιο στην αφομοίωση των ανθρώπων αυτών. Και όσο η αφομοίωση αυτή δε γίνεται και αυξάνεται η περιθωριοποίηση των Μουσουλμανικών κοινοτήτων, τόσο πιο εύκολο γίνεται για τους τζιχαντιστές να δρουν, να κρύβονται και να επιστρατεύουν σε αυτές.
Όσο κι αν δεν μας αρέσει ή δε θέλουμε να το παραδεχτούμε, η εποχή της αθωότητας τελείωσε. Μετά από 70 χρόνια ειρήνης και σταθερότητας, η Ευρώπη αντιμετωπίζει μια πρωτόγνωρη απειλή για την ασφάλειά της που απαιτεί ισχυρή και αποφασιστική απάντηση από μια ενωμένη συνομοσπονδία. Η Ευρώπη πρέπει να θεσμοθετήσει κοινές δράσεις φύλαξης και προστασίας των συνόρων, συλλογής πληροφοριών και αστυνόμευσης. Πρέπει να θέσει εκτός νόμου και να τιμωρεί αυστηρά οποιαδήποτε επαφή ή συνεργασία με το ΙΚ από πολίτες της. Πρέπει να επισπεύσει την πολιτιστική αφομοίωση και αποριζοσπαστικοποίηση των Μουσουλμάνων που ζουν στην ήπειρο, σε στενή συνεργασία με την ίδια τη Μουσουλμανική κοινότητα. Πρέπει να αναθεωρήσει πολύ σοβαρά τις διπλωματικές σχέσεις της με τη Σαουδική Αραβία και τα άλλα Σουνιτικά κράτη του Κόλπου, ειδικά τώρα που οι ΗΠΑ δεν κατατάσσουν στις προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής τους τη Μέση Ανατολή.
Κυρίως, όμως, η Ευρώπη πρέπει να θεσπίσει μια νέα, υπερεθνική ταυτότητα για τους πολίτες της, η οποία θα ξεπερνάει το έθνος, το φύλο, τη φυλή και το θρήσκευμά τους. Το πάλαι πότε κραταιό επιχείρημα ότι η Ευρωπαϊκή ενοποίηση έγινε ώστε να μην ξαναβρεθούν ποτέ σε πόλεμο μεταξύ τους η Γερμανία και η Γαλλία έχει σχεδόν μηδενική απήχηση στην πλειονότητα των νέων Ευρωπαίων, καθώς οι περισσότεροι, παρά τη μόρφωση και τις ιστορικές γνώσεις τους, δεν μπορούν ούτε καν να διανοηθούν ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Ούτε μπορεί πλέον η Ευρωπαϊκή Ένωση να δικαιολογεί την ύπαρξή της στους πολίτες της μονάχα ως ένας εμπορικός συνεταιρισμός ή ένας μηχανισμός παραγωγής και αναδιανομής δανειακών συμβάσεων και Μνημονίων. Ακόμα και ο πιο Ευρωπαϊστής πολίτης θα καταλάβει το αδιέξοδο της παντελούς έλλειψης προοπτικής αν δεν αλλάξει ριζικά η φύση της Ένωσης, και θα την απομυθοποιήσει.
Η Ευρώπη χρειάζεται να δώσει μια σαφή και ξεκάθαρη αίσθηση ταυτότητας στους πολίτες της, η οποία θα τους εμπνεύσει τη θέσπιση πραγματικών δεσμών με την ιστορία της, τις κοινές αρχές και αξίες της αλλά κυρίως μεταξύ των ίδιων των ανθρώπων της. Διαφορετικά, όσο ο κόσμος δεν κάνει αυτή την Ευρωπαϊκή ταυτότητα κτήμα του και αναπόσπαστο κομμάτι της ύπαρξής του, τόσο θα αυξάνονται η αδιαφορία και η δυσφορία προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και οι φωνές που θα καλούν για έξοδο από αυτήν, χαρίζοντας έδαφος στον εθνικισμό, το λαϊκισμό, τον απομονωτισμό και την ακροδεξιά. Ειδικά υπό το καθεστώς του φόβου, ο ευρωσκεπτικισμός αυτός θα θεριέψει. Αντίστοιχα, οι Μουσουλμάνοι που ζουν στην Ευρώπη, είτε είναι άρτια αφιχθέντες μετανάστες είτε είναι γεννημένοι σε αυτήν, πρέπει πάνω από όλα να νιώθουν Ευρωπαίοι ώστε να μπορέσουν να αφομοιωθούν πλήρως σε αυτήν, και όχι να ζουν στο περιθώριο και να ταυτίζονται μόνο με τη θρησκεία τους ή τη χώρα καταγωγής τους, καλλιεργώντας μίσος μέσα τους για την κοινωνία που τους φιλοξενεί.
Ο Πρόεδρος Ολάντ δήλωσε για τις επιθέσεις στο Βέλγιο ότι βρισκόμαστε σε πόλεμο. Δεν ξεκαθάρισε, όμως με τί και με ποιους βρισκόμαστε, ούτε τί σκοπεύουμε να κάνουμε γι'αυτό. Αυτό είναι χαρακτηριστικό της αμηχανίας και της αδυναμίας της ευρωπαϊκής ηγεσίας να πει τα πράγματα με το όνομά τους αλλά και να εμπνεύσει συνολικά τους Ευρωπαίους πολίτες να συνταχθούν πίσω από μια κοινή στρατηγική. Οι επικλήσεις έτσι γενικώς για ενότητα, οι συγκεντρώσεις σε πλατείες και οι καμπάνιες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν θα μας προστατεύσουν από όσους θέλουν να μας βλάψουν. Μόνο η συλλογική και αποφασιστική δράση θα το καταφέρει αυτό.
Το πρώτο βήμα προς αυτό το σκοπό είναι να κατανοήσουμε και να αναγνωρίσουμε ποιoς είναι ο εχθρός μας και τι ακριβώς επιζητά.
Το δεύτερο είναι να υιοθετήσουμε τη νέα μας κοινή ταυτότητα, ο καθένας μας ατομικά και όλα τα κράτη σε θεσμικό επίπεδο συλλογικά, ώστε ως πραγματικά ενωμένη Ευρώπη να αμυνθούμε έναντι του εχθρού αυτού. Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω πώς και με ποιες πρωτοβουλίες ακριβώς θα καταφέρει η Ευρωπαϊκή ηγεσία να καθιερώσει την ταυτότητα αυτή, αλλά είμαι βέβαιος πως αν αυτό δε γίνει, τότε θα αντιστραφεί η πορεία της ενοποίησης και θα αρχίσει η κατρακύλα της κάθε χώρας ξεχωριστά προς την αβεβαιότητα και την απομόνωση, καθιστώντας μας όλους εύκολα θύματα ακραίων και αντιδημοκρατικών απειλών.
Πηγές: