Το λάθος κάποιων φιλελεύθερων της Δύσης: Παρεξηγώντας την ελληνική κρίση και ο κίνδυνος των καλών προθέσεων

Εμβληματικές προσωπικότητες στην κριτική αυτή υπήρξαν δυο νομπελίστες οικονομολόγοι ο Paul Krugman και ο Joseph Stiglitz και ένας Βρετανός δημοσιογράφος, ο Paul Mason. Εντύπωση προκαλεί το πόσο λίγα γνώριζαν όλοι αυτοί για την ελληνική και την ευρωπαϊκή πολιτική. Δεν ήταν απλώς άγνοια αλλά και αδιαφορία να μάθουν κάτι γι' αυτήν πριν εκφράσουν άποψη, και μάλιστα σε υψηλούς τόνους, με αποτέλεσμα να κάνουν συστηματικά λάθος προβλέψεις. Έτσι, χαρακτηριστικά, ο Krugman μεγαλόστομα διακήρυττε, στις 5 Ιουλίου 2015, την ημέρα του εκτρωματικού από θεσμική τουλάχιστον άποψη δημοψηφίσματος το οποίο ο ίδιος υποστήριζε, ότι είτε η ΕΚΤ θα υποχωρήσει και θα χρηματοδοτήσει εκ νέου το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είτε η Ελλάδα θα προχωρήσει στην έκδοση εθνικού νομίσματος, αποχωρώντας από το ευρώ.
Yannis Behrakis / Reuters

Στις 23 Φεβρουαρίου 2015 προσκλήθηκα να μιλήσω για την ελληνική κρίση στο Κέντρο Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ. Είχε προηγηθεί η άνοδος στην εξουσία του Σύριζα, σε συνεργασία με τους ΑΝΕΛ, στις βουλευτικές εκλογές που προηγήθηκαν έναν μήνα πριν. Με έκπληξη διαπίστωσα ότι το κοινό που συμμετείχε στην εκδήλωση διακατέχονταν από αισθήματα συμπάθειας και κατανόησης απέναντι σε μια κυβέρνηση, το πρόγραμμα της οποίας προοιώνιζε την καταστροφή.

Πράγματι, σύμφωνα με την έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας, η ατελέσφορη διαπραγμάτευση της νέας ελληνικής κυβέρνησης με τους δανειστές της, που κατέληξε στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015, κόστισε 86 δισεκατομμύρια ευρώ στην ήδη καθημαγμένη ελληνική οικονομία. Επιπλέον, η επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων κλόνισε για χρόνια την εμπιστοσύνη των καταθετών και των επενδυτών ενώ, σύμφωνα με τις εκθέσεις του ΔΝΤ, η επιστροφή στην ύφεση επιδείνωσε δραματικά τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, καθιστώντας ένα νέο «κούρεμα» της παρούσας αξίας του προϋπόθεση για την έξοδο της Ελλάδας από τη μακρόχρονη κρίση και την επιστροφή της στις αγορές. Όλα αυτά δεν έγιναν τυχαία ούτε ήταν απρόβλεπτα. Πολλοί από μας στην Ελλάδα είχαμε από καιρό, ενίοτε με πάθος, προειδοποιήσει για το κακό που ζύγωνε. Όμως το πανεπιστημιακό κοινό στο Χάρβαρντ παρέμεινε καχύποπτο στις επισημάνσεις μου. Όταν, μάλιστα, ένας γηραιός και αξιοσέβαστος καθηγητής παρομοίωσε τον Αλέξη Τσίπρα με τον Τζων Κέννεντυ με κυρίευσε απελπισία.

Η εμπειρία μου αυτή με έκανε να σκεφτώ πιο συστηματικά για τον τρόπο που οι ξένοι ανέγνωσαν την ελληνική κρίση και τις επιπτώσεις που αυτή η ανάγνωση είχε στην παράταση και στην εμβάθυνσή της. Είναι αλήθεια ότι έχοντας κατακτήσει, μετά το 2010, μια περίοπτη θέση στα πρωτοσέλιδα παγκοσμίως, η ελληνική κρίση σκιαγραφήθηκε με διαφορετικό τρόπο ανά περιοχή του πλανήτη, ανάλογα με τις κυρίαρχες προτεραιότητες και τις προσλαμβάνουσες κάθε μιας. Στον ευρωπαϊκό βορρά η κρίση θεωρήθηκε το προϊόν της διαφθοράς και της υπερκατανάλωσης ενός ανέμελου νότου. Στη Γαλλία η κρίση είχε να κάνει με έναν ανεξέλεγκτο καπιταλισμό. Στην Αμερική η κρίση συμβόλιζε την παρακμή της Ευρώπης και ούτω καθεξής. Με λίγα λόγια, η ελληνική κρίση έπαψε να αφορά την Ελλάδα και τα συγκεκριμένα προβλήματά της και κατέστη έκφραση μιας ευρύτερης παθογένειας ανάλογα με τις προϋπάρχουσες αντιλήψεις κάθε κοινού. Εν τέλει, όλοι απέκτησαν άποψη, ακόμα κι όταν δεν ήξεραν παρά ελάχιστα γι' αυτή καθαυτή την ελληνική κρίση.

Ανάμεσα σε όλους αυτούς με άποψη για την ελληνική κρίση διεθνώς ξεχώρισαν διάφοροι φιλελεύθεροι αναλυτές για τους οποίους το ελληνικό δράμα πρόσφερε μια καλή ευκαιρία να επικρίνουν την οικονομική ορθοδοξία του καιρού μας, τις δυτικές κυβερνήσεις για την πολιτική τους, το ΔΝΤ και ούτω καθεξής. Η αφετηρία τους είχε μια λογική: η υπέρμετρη λιτότητα μπορεί να κάνει περισσότερο κακό από ότι καλό, όταν συμπιέζει το ΑΕΠ περισσότερο από ότι το δημόσιο χρέος. Αλλά και οι προθέσεις τους ήταν συχνά καλές: το δράμα του ελληνικού λαού δε μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητους τους καλοπροαίρετους της Δύσης, ιδίως όταν αντιπαρατίθεται στο πείσμα και τη μικρονοηκότητα μιας ισχυρής Γερμανίας, που φαίνονταν να μην έχει διδαχθεί από το παρελθόν της. Στο τέλος-τέλος, προσπαθώντας να προστατεύσει τα συμφέροντά της, η Γερμανία τα έβλαπτε και ένα πρόβλημα μερικών δεκάδων δισεκατομμυρίων διογκώθηκε σε πρόβλημα εκατοντάδων με κίνδυνο να καταστεί πρόβλημα τρισεκατομμυρίων, εξαιτίας της διστακτικότητας αλλά και της έλλειψης ευρύτερης ηγετικής αντίληψης της σημερινής Γερμανίας.

Εμβληματικές προσωπικότητες στην κριτική αυτή υπήρξαν δυο νομπελίστες οικονομολόγοι ο Paul Krugman και ο Joseph Stiglitz και ένας Βρετανός δημοσιογράφος, ο Paul Mason. Εντύπωση προκαλεί το πόσο λίγα γνώριζαν όλοι αυτοί για την ελληνική και την ευρωπαϊκή πολιτική. Δεν ήταν απλώς άγνοια αλλά και αδιαφορία να μάθουν κάτι γι' αυτήν πριν εκφράσουν άποψη, και μάλιστα σε υψηλούς τόνους, με αποτέλεσμα να κάνουν συστηματικά λάθος προβλέψεις. Έτσι, χαρακτηριστικά, ο Krugman μεγαλόστομα διακήρυττε, στις 5 Ιουλίου 2015, την ημέρα του εκτρωματικού από θεσμική τουλάχιστον άποψη δημοψηφίσματος το οποίο ο ίδιος υποστήριζε, ότι είτε η ΕΚΤ θα υποχωρήσει και θα χρηματοδοτήσει εκ νέου το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είτε η Ελλάδα θα προχωρήσει στην έκδοση εθνικού νομίσματος, αποχωρώντας από το ευρώ. Δεν περνούσε από το μυαλό του Krugman ότι τελικά θα υποχωρούσε η Ελλάδα, προκειμένου να παραμείνει στο ευρώ, καθώς η ριζοσπαστική κυβέρνησή της ενέδωσε, και με το παραπάνω, σε όλες τις απαιτήσεις των δανειστών της. Αν, ωστόσο, ο Krugman είχε λίγο ασχοληθεί με την ελληνική πολιτική θα ήταν περισσότερο υποψιασμένος.

Εν τέλει, οι απόψεις αυτών των ξένων φιλελεύθερων αναλυτών αναπαρήχθησαν μαζικά στο εσωτερικό της χώρας και προσέφεραν έρεισμα σε έναν ανερμάτιστο αλλά με τεράστιο κόστος λαϊκισμό. Στην ουσία, ακόμα κι άθελά τους, συνετέλεσαν στην επιστροφή της κρίσης το 2015 ή σε μια δεύτερη ελληνική κρίση με την οποία η εξαντλημένη χώρα σήμερα ταλαιπωρείται. Ποιο ήταν το λάθος στην ανάγνωση όλων αυτών των φιλελεύθερων «υπερασπιστών» της Ελλάδας; Το βασικό είχε να κάνει με το γεγονός ότι από τη στιγμή που η Ελλάδα εκδιώχθηκε από τις αγορές και η χρηματοδότηση για την επιβίωσή της πέρασε στις κυβερνήσεις των εταίρων-δανειστών της, το ελληνικό πρόβλημα έπαψε να είναι οικονομικό και κατέστη βαθύτατα πολιτικό. Η επίκληση του Κεϋνσιανισμού και της ανάγκης τόνωσης της ζήτησης, άσχετα αν ήταν σωστή ή λάθος, αποτελούσε θεωρητικολογία όταν αυτή η τόνωση περνούσε μέσα από χρηματοδότηση που δεν ήλεγχε η ελληνική κυβέρνηση και είχε να κάνει με περίπλοκες πολιτικές ισορροπίες στο εσωτερικό των δανειστριών χωρών. Η αντίθεση των δανειστών στη νέα ελληνική κυβέρνηση δεν είχε να κάνει με την έλλειψη δημοκρατίας στην Ευρώπη αλλά, αντίθετα, με το γεγονός ότι κάθε μια χώρα που δάνειζε στην Ελλάδα είχε το δικό της κοινοβούλιο και τη δική της κοινή γνώμη να λάβει υπόψη. Περισσότερη δημοκρατία, και μάλιστα άμεση με δημοψηφίσματα, δεν θα διευκόλυνε απαραίτητα τη διάσωση της Ελλάδας.

Οι αναλυτές αγνοούσαν μια βασική αλήθεια που όλοι εμείς στην Ελλάδα γνωρίζουμε: καμία ελληνική κυβέρνηση δε μπορούσε να αποφασίσει την έξοδο από το ευρώ, τόσο γιατί η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων παρέμενε και παραμένει αντίθετη αλλά και γιατί μια έξοδος δε θα μπορούσε ποτέ να είναι ομαλή και θα συνοδεύονταν από μια θεσμική εκτροπή για τη διατήρηση μιας στοιχειώδους τάξης κατά τη διάρκεια της μετάβασης στο εθνικό νόμισμα. Όσοι γνωρίζουν τις ελλείψεις της ελληνικής διοίκησης, γνωρίζουν πόσο θα δυσκολεύονταν το ελληνικό κράτος να εγγυηθεί την ανέφελη μετάβαση. Γι' αυτό και ο Αλέξης Τσίπρας προτίμησε την κωλοτούμπα από το να επιμείνει στη ρήξη.

Εν τέλει, το κόστος όλων αυτών των προτροπών για ρήξη και έξοδο το πληρώνουν και θα συνεχίσουν να το πληρώνουν για πολλά χρόνια οι Έλληνες πολίτες. Οι ξένοι φιλελεύθεροι αναλυτές συνεχίζουν να αρθρογραφούν με την ίδια ανεμελιά και αυταρέσκεια, ενίοτε με πάθος για χώρες που πολύ λίγο γνωρίζουν.

Η παρούσα ανάρτηση είναι μέρος μιας σειράς που συμπαρήγαγε το Huffington Post και το Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts, ενόψει του Συνεδρίου με τίτλο «Η στροφή της Ελλάδας: Ένα Κρίσιμο Τεστ για την Ευρώπη», το οποίο θα εξετάσει τα πλεονεκτήματα και τις αδυναμίες της Ελλάδας από την πλευρά της πολιτικής, των επιχειρήσεων, των επενδύσεων καθώς και της οικονομίας, της κοινωνίας και των διεθνών σχέσεων αλλά και των συνεπειών που έχουν για το μέλλον της ευρωζώνης. Η σειρά αυτή θα ασχοληθεί με κάποιες από αυτές τις προκλήσεις ενόψει του Συνεδρίου. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη «Στροφή της Ελλάδας» επισκεφτείτε την ιστοσελίδα.

Δημοφιλή