«Στα μάτια η χαρά! Φεύγουμε παιδιά, τις ζώνες σας, δεθείτε καλά, αργήσαμε! Ο παππούς και η γιαγιά περιμένει». «Να το το χωριό, πίσω από το μεγάλο Βουνό!»
« 'Ελα πατέρα, στο δρόμο είμαστε όπου να'ναι φτάνουμε».
« Άντε βρε παιδιά, πάει το μεσημέρι. Το τραπέζι είναι έτοιμο, η μάνα σας έφτιαξε πίτα, λαχανοντολμάδες, σαλάτες, και το κοντοσούβλι στην ώρα του. Ώσπου να έρθετε, να φάμε, να σας δούμε λιγάκι, πάει πέρασε η ώρα...».
Πόσο μεγάλος είναι ο χρόνος της αναμονής, και πόσο γρήγορα περνάει η ώρα όταν ο παππούς περιμένει στο χωριό να δει έστω και για ένα κυριακάτικο μεσημέρι το μήνα, τα εγγονάκια του απ' την Αθήνα. «Ήρθανε!» Και να αγκαλιές και χαρές όταν στο μικρό μπακαλικάκι του κυρ Κώστα και της κυρα Λένης σμίγει η οικογένεια ξανά.
Γιατί το «Μπακάλικο 17», το μικρό οινοπαντοπωλείο της γειτονιάς, είναι και το σπίτι της οικογένειας, που όλους τους καλούς χωράει. Ό,τι ώρα και να πάει, και Σάββατα και Κυριακές, το μαγαζάκι είναι ανοιχτά, για ένα πακέτο μακαρόνια, ένα μπουκάλι λάδι, λίγο τυρί φέτα. Όταν το ρύζι δεν φτάνει για τα γεμιστά, και το γάλα τελειώνει, ο κυρ Κώστας είναι εκεί, και το μεσημέρι της Κυριακής, ακόμα και όταν όλη η οικογένεια και η χαρά είναι γύρω από το τραπέζι, σηκώνεται, αν χρειαστεί, να δώσει στο γείτονα ένα μπουκάλι κρασί, και ας είναι και βερεσέ, γιατί ο κυρ Κώστας και η κυρα Λένη έχουν τεφτέρι που γράφει, ξεγράφει και κάποιες φορές διαγράφει.
Η πόρτα είναι πάντα ανοιχτή και ο κυρ Κώστας στο πόδι. Σ' αυτό το μπακαλικάκι μεγάλωσε, με αυτό ανέθρεψε και σπούδασε μαζί με την κυρα Λένη του τα τρία τους παιδιά. Τον έναν Πολιτικό Μηχανικό, τον άλλον Χημικό Μηχανικό και την κοπέλα Πολιτικές Επιστήμες. Τώρα έχουν 6 εγγόνια, μια μεγάλη αγκαλιά για τα παιδιά, ένα διαρκές χαμόγελο στα χείλη και έναν καλό λόγο για κάθε επισκέπτη, γείτονα, συγχωριανό, φίλο.
Στο μικρό μπακαλικάκι της Λιβαδειάς ανταμώνει η οικογένεια, συναντιέται η γειτονιά!
«Έτσι κάνουμε όλοι χωριό. Είμαστε καλά δόξα το θεό και το παλεύουμε. Οι καιροί είναι δύσκολοι, αλλά έτσι είναι, ο ένας βοηθάει τον άλλον. Υπάρχει ανέχεια, αλλά έρχεται η ώρα και ο συγχωριανός σε ξεπληρώνει με τον τρόπο του. Άλλος με λάδι ή κρασί της παραγωγής του, με αυγουλάκια ή μέλι. Και η ζωή συνεχίζεται... Αν έχεις δίνεις, δεν έχεις και πάλι δίνεις.
Για μας χαρά μας είναι να βλέπουμε τα παιδιά μας, και τη μικρή μας γειτονιά να αντέχει στη κρίση και να μεγαλώνει...» λέει ο κυρ Κώστας στην ώρα του καφέ, έξω στην μικρή αυλή που παίζουν τα παιδιά με τα εγγόνια.
Και το μπακαλικάκι έγινε παιδότοπος όπου ανάμεσα σε κονσέρβες και απορρυπαντικά περνάνε αυτοκίνητα, τρακτέρ, κούκλες και παπάκια...
Η πίτα της γιαγιάς είναι τόσο καλή που τρώει ακόμα και η μικρή κουκλίτσα που έχει πάρει πρώτη θέση στην αυλή, ενώ όλοι σκοτώνονται για μια θέση στον ήλιο.
« Άντε, και την άλλη Κυριακή θα 'ναι εδώ οι άλλοι.....»
Ο Έλληνας και στην ανέχεια έχει και δίνει, και όταν δίνει έχει ακόμα πιο πολλά!
Ποιος είπε ότι είναι φτωχός! Πώς μπορεί με τόση ευτυχία!