Η σκηνή από το «Ρετιρέ» του Γιάννη Δαλιανίδη στο Mega έχει μείνει κλασική: Η ευερέθιστη Κατερίνα Σοφιανού (Κατερίνα Γιουλάκη) πηγαίνει στην εφορία για τη ρύθμιση υπόθεσής της και βρίσκει τον έναν υπάλληλο να καπνίζει χαζομιλώντας στο τηλέφωνο, τον άλλον να τρώει τυρόπιτα (αδιαφορώντας για την ουρά μπροστά στο γραφείο του) και τον τρίτο να την κάνει «μπαλάκι» από τον έναν όροφο στον άλλο μέχρι εκείνη τελικά να απηυδήσει και να τους στείλει όλους στον αγύριστο.
Το «Ρετιρέ» γυρίστηκε το 1990, πριν από 27 ολόκληρα χρόνια, γι' αυτό και μου φάνηκε απίθανο Deja vu το γεγονός ότι έζησα σήμερα μία ανάλογη εμπειρία σε μία από τις κεντρικότερες ΔΟΥ της Αθήνας...
Πως ξεκίνησε η περιπέτεια μου;
Πριν από λίγους μήνες μου έκλεψαν το μηχανάκι και παρά τη δήλωση στην αστυνομία, μου είπαν ότι θα έπρεπε να πάω και στην εφορία να κάνω ανάλογη δήλωση προκειμένου να μη μου έρχονται τέλη κυκλοφορίας ή πρόστιμα ως«ανασφάλιστο».
Παίρνω λοιπόν κουράγιο, νερό και καραμελίτσες (καθότι καπνιστής και ζορίζομαι στις ουρές) και πηγαίνω σε μία ΔΟΥ, η οποία καταλαμβάνει τρεις ορόφους ενός κτηρίου.
Πουθενά γκισέ με πληροφορίες για το που θα έπρεπε να περιμένω. Προσπαθώ να βγάλω άκρη από τις ταμπελίτσες που έλεγαν κάτι ακαταλαβίστικα περί Μητρώα κατηγορίας Β', ΦΠΑ, Ενάρξεις, Λήξεις... μέχρι που εντοπίζω ένα φύλλο χαρτιού σε ένα τζάμι που έγραφε «Αυτοκίνητα».
«Ώπα, ίσως εδώ να είναι για μένα», σκέφτομαι.
Στην ουρά περίμεναν πέντε άτομα. Τους ζητώ συγγνώμη για να ρωτήσω τον υπάλληλο αν εκεί έπρεπε να περιμένω για τη δήλωση κλοπής, αλλά ο υπάλληλος κάνει πως δεν με ακούει. Ένας νεαρός, από αυτούς που περίμεναν στη σειρά, λέει αντ΄ αυτού ότι είμαι στο σωστό γκισέ και ότι κι ο ίδιος περίμενε για τον ίδιο λόγο (σε εκείνον μάλιστα είχε έρθει ήδη και το πρόστιμο για «ανασφάλιστη»... κλεμμένη μηχανή).
Κάθομαι στην ουρά, ανακουφισμένος που δεν θα περίμενα πολύ - τι στο καλό; πέντε άτομα ήταν! - και αρχίζω να παρατηρώ τον υπάλληλο πίσω από το τζάμι...
Η ζωή σε σλόου μόσιον: έπαιρνε ένα χαρτί στο χέρι του, το επεξεργαζόταν λες και προσπαθούσε να κατανοήσει τη θεωρία της «κβαντικής αβεβαιότητας» και μετά, πάντα με αργές κινήσεις, το τοποθετούσε πάλι στη στοίβα για να πάρει ένα άλλο χαρτί και να επαναλάβει τη διαδικασία. Αραιά και που, έστριβε προς τον υπολογιστή του και με ταχύτητα που θα μπορούσε να στείλει βουδιστή μοναχό στον ψυχίατρο, πληκτρολογούσε τα πλήκτρα ένα - ένα μέχρι να ανοίξει το «παράθυρο» που έψαχνε. Κάθε περίπου τρία λεπτά, σταματούσε τη διαδικασία για να φάει νωχελικά μία μπουκίτσα από το τοστ που είχε σε αλουμινόχαρτο ή ένα κουλουράκι από μία σπιτική σακούλα.
Ο χρόνος έμοιαζε να έχει μπει στο repeat μέχρι που χτύπησε το τηλέφωνο στο διπλανό γκισέ και το σήκωσε η συνάδελφος του δικού μου. Ήταν ο Τάσος! Από όσα καταλάβαμε όλοι στην ουρά, ο Τάσος ήταν συνάδελφος των δύο υπαλλήλων που τηλεφωνούσε να τους πει τι ωραία περνάει στις διακοπές τους. Η διπλανή υπάλληλος έλεγε μεγαλόφωνα τα όσα της έλεγε ο Τάσος στο τηλέφωνο και ο δικός μου υπάλληλος έκανε ερωτήσεις στην συνάδελφό του, τις οποίες εκείνη μετέφερε στον Τάσο για να μεταφέρει μετά τις απαντήσεις του στον δικό μου. Η θεματολογία ήταν «αν πήγε στην ταβέρνα που του είχε συστήσει» ο δικός μου υπάλληλος, «πως είναι η γυναίκα και τα παιδιά του», «πόσο πήζουν οι υπάλληλοι που δεν έχουν φύγει ακόμα διακοπές» και πόσο «θα πήξει αυτός, όταν γυρίσει». Στο διάστημα που γινόταν αυτός, ο τουλάχιστον 5λεπτος διάλογος, εμείς που περιμέναμε στις ουρές, σαν να είχαμε εξαφανιστεί από το οπτικό τους πεδίο.
Με τα πολλά τελειώνει το τηλεφώνημα, προχωρά η ουρά και φτάνει η δική μου σειρά. Εξηγώ τι ζητώ και παραδίδω την αστυνομική βεβαίωση για την κλοπή.
«Κανονικά δεν θα έπρεπε να σε εξυπηρετήσω», μου λέει στον ενικό ο υπάλληλος (προφανώς λόγω οικειότητας από την αναμονή μου τόση ώρα μπροστά του).
«Γιατί;», τον ρωτώ, «και ο προηγούμενος κύριος το ίδιο αίτημα είχε και τον εξυπηρετήσατε».
«Κανονικά θα έπρεπε να σας στέλνω όλους στο υπουργείο Μεταφορών. Εκεί να τα δηλώνετε αυτά. Κακώς ασχολούμαι εγώ. Θα διαμαρτυρηθούν οι συνάδελφοι...»
«Είμαι σίγουρος ότι δεν τους λείπει η έξτρα δουλειά», του απαντώ, «σας παρακαλώ εξυπηρετήστε με γιατί αναγκάστηκα να χάσω το μεροκάματο σήμερα για να διευθετήσω το ζήτημα».
«Άντε, τέλος πάντων», συγκατανεύει με μεγαλοπρέπεια φιλάνθρωπου και ξεκινά τη διαδικασία ανάγνωσης χαρτιού, πλήκτρου στο κομπιούτερ και μπουκιάς τοστ.
Τόσες φορές που διάβασε τη δήλωση κλοπής (5 γραμμές ήταν) θα έπρεπε να την είχε μάθει απέξω αλλά «δεν πειράζει», σκέφτηκα από μέσα μου, «ο άνθρωπος μπορεί να το κάνει από υπευθυνότητα για να μη γίνει κάποιο λάθος...»
Δεν γίνεται ηλεκτρονική διακυβέρνηση στη χώρα του «Ρετιρέ».
Όταν τελείωσε με το καλό την «υπόθεσή» μου, μου επιστρέφει τη δήλωση της αστυνομίας μαζί με ένα άλλο χαρτί με «κουτάκια»:
«Αυτό θα το συμπληρώσεις και θα το πας στον τέταρτο όροφο στο πρωτόκολλο».
«Ωραία, σας ευχαριστώ», του λέω και τον αφήνω να γείρει στην καρέκλα του, καθώς φαινόταν στα όρια υπερκόπωσης.
Ανεβαίνω στον τέταρτο, βρίσκω το γκισέ με το «πρωτόκολλο» και... παθαίνω σοκ: η υπάλληλος πίσω από το τζάμι κάπνιζε σαν φουγάρο!
Είχα πολλά χρόνια να δω σε δημόσια υπηρεσία υπάλληλο να καπνίζει και μου φάνηκε πολύ παράταιρη και παλιά η εικόνα, κάτι σαν το «Ρετιρέ»...
Ως βαρύς καπνιστής, δεν οργίστηκα βέβαια. Κατάλαβα τον εθισμό της γυναίκας, αλλά μου έμεινε η απορία γιατί οι συνάδελφοί της (και όσοι περίμεναν να εξυπηρετηθούν) έπρεπε να καπνίζουν μαζί της...
-«Ήρθα για να πρωτοκολλήσετε αυτή τη δήλωση κλοπής», της λέω όταν φτάνει η σειρά μου.
-«Τιιι; Κι άλλη κλοπή;»
-«Πιστέψτε με, δεν το επεδίωξα»
-«Μα δεν γίνεται αυτό το πράγμα! Κάθε μέρα μου έρχονται δέκα κλοπές!»
-«Αφήστε τα, Σικάγο έγινε η Αθήνα...»
-«Αν δεν ήμουν σε αυτή τη θέση, δεν θα το πίστευα ότι γίνονται τόσες κλοπές!».
-«Εγώ δυστυχώς το έμαθα απότομα με την απώλεια της περιουσίας μου...»
Η υπάλληλος μπαίνει στο κομπιούτερ και - ίσως λόγω συμπόνιας για το πάθημά μου - κάνει την επαλήθευση στο πιτς φυτίλι, γράφει ένα νούμερο στο χαρτί με τα «κουτάκια» που συμπλήρωσα, και μου το επιστρέφει.
-«Α, ωραία, τελείωσα;» τη ρωτάω.
-«Τι τελείωσες; Θα ξαναπάς στον όροφο που ήσουν πριν και θα το δώσεις πάλι στον συνάδελφο.»
(Πλέον στα αυτιά μου ακούγεται ολοζώντανη η μουσική του «Ρετιρέ»...)
Ξαναπάω στον αρχικό υπάλληλο, περιμένω πάλι στην ουρά, παρακολουθώντας τις κινήσεις του (είπαμε: ανάγνωση, πλήκτρο, κουλουράκι), του δίνω το χαρτί, περνάει κάτι στοιχεία στον υπολογιστή και μου εκτυπώνει ένα άλλο χαρτί.
Η περιπέτειά μου φαινόταν να φτάνει στο τέλος της.
Ναι, είχα πάρει στα χέρια μου τη δήλωση κλοπής μηχανής!
Δεν κινδύνευα πια ούτε από τέλη, ούτε από πρόστιμα ανασφάλιστου. Μπορεί να έχασα ένα μεροκάματο αλλά... τελικά έγινε η δουλειά.
Η δουλειά που θα μπορούσε να είχε γίνει αυτόματα από την αστυνομία.
Η δουλειά που θα μπορούσε να είχε γίνει μέσω ίντερνετ.
Η δουλειά που σίγουρα θα μπορούσε να είχε γίνει από έναν μόνο υπάλληλο, χωρίς πάνω - κάτω...
Πηγαίνοντας προς την έξοδο, είδα στοιβαγμένα φορολογικά βιβλία πάνω σε ντουλάπες (δείτε αρχική φωτογραφία) που σχεδόν έκρυβαν την αφίσα «Ηλεκτρονικές Υπηρεσίες TAXIS -www.taxisnet.gr».
Και μόνο αυτή η εικόνα καθιστά περιττή όλη την εξιστόρηση της εμπειρίας μου.
Δεν γίνεται ηλεκτρονική διακυβέρνηση στη χώρα του «Ρετιρέ».
Ας το πάρουμε απόφαση.
Αναδημοσίευση από postmodern.gr