Πολλαπλά διπλωματικά επεισόδια διαδραματίζονται μέσα στο τελευταίο διάστημα μεταξύ της Τουρκίας και ευρωπαϊκών κρατών. Ο Ερντογάν στην προσπάθεια του να δομήσει ένα νέο ισλαμοσυντηρητικό τουρκικό κράτος, πολύ πιο οριοθετημένο και αυστηρά κάτω από τις ενισχυμένες πλέον εξουσίες του, έχει δημιουργήσει πολλαπλές εστίες εντός ΕΕ (Ολλανδία, Γερμανία, Βουλγαρία κ.α.). Παρατηρώντας καθημερινά τις εξελίξεις, το κύριο ερώτημα είναι γιατί επιλέγει να κατευθύνει τη διπλωματική κρίση εναντίον μεμονωμένων ευρωπαϊκών κρατών και όχι εναντίον της Ευρωπαϊκής Ένωσης εν συνόλω. Πρόκειται για ένα στρατηγικό παιχνίδι που κατά τη γνώμη του θα τον οδηγήσει στο νικηφόρο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ή για μια βαθύτερη κρίση που το μέγεθός της δεν έχει αναγνωριστεί ακόμα;
Πέραν των γνωστών κατά καιρούς αντιπαραθέσεων με την Ελλάδα, η Τουρκία στράφηκε εναντίον της Ολλανδίας αυτή τη φορά, δημιουργώντας τη φερόμενη ως «κρίση της τουλίπας». Πρόκειται για μια κρίση που προέκυψε ύστερα από την άρνηση της ολλανδικής κυβέρνησης να επιτρέψει σε Τούρκους υπουργούς να εκφωνήσουν ομιλία στους Τούρκους κατοίκους της Ολλανδίας. Συνδέθηκε με τις ολλανδικές εκλογές που πραγματοποιήθηκαν λίγες μέρες μετά, ωστόσο, δεν έληξε μετά το πέρας των εκλογών. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που τη χαρακτήρισαν ως «κατασκεύασμα», λόγω της χρονικής στιγμής που εκδηλώθηκε. Ωστόσο, όπως κάθε κρίση, ελεγχόμενη ή μη, είχε συνέπειες και αποτελέσματα, ενώ αποτέλεσε διαμορφωτή εξελίξεων.
Οι χαρακτηρισμοί που απηύθυνε ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν τόσο για τους Ολλανδούς, όσο και για τους Γερμανούς, χαρακτηρίζοντάς τους ως «απομεινάρια των ναζί» και «φασίστες», δεν μας εντυπωσιάζουν επικοινωνιακά, καθώς αποτελούν κομμάτι της ρητορικής του. Ο Ερντογάν στην προσπάθεια του να ενισχύσει τα εθνικά αντανακλαστικά των Τούρκων και δημιουργώντας παράλληλα εσωτερική συσπείρωση και δαιμονοποίηση του «εχθρού», κάνει χρήση σκληρών και επιθετικών όρων που «ξυπνούν» μνήμες του παρελθόντος σε παγκόσμιο επίπεδο και ενισχύουν την εικόνα του ίδιου απέναντι στους πολίτες του.
Στο σημείο αυτό, θα μπορούσε είτε να γενικεύσει την ένταση και να στραφεί εναντίον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον και αυτή επίσημα καταδίκασε την τουρκική στάση, είτε να συνεχίσει την αντιπαράθεση με επιμέρους κράτη-μέλη της Ένωσης. Ο Ερντογάν εύστοχα αναγνώρισε τον αυξημένο κίνδυνο να επιβαρυνθεί με το πολιτικό κόστος της αντιπαράθεσης με την Ένωση. Για το λόγο αυτό προτίμησε την δεύτερη επιλογή. Σε καμία περίπτωση, δεν θα γινόταν ευχάριστα αποδεκτή η ανακοίνωση της διακοπής του ευρωπαϊκού ονείρου της Τουρκίας ύστερα από δική του επιθυμία.
Το γεγονός ότι η ενταξιακή πορεία διακόπτεται λόγω της κρίσης με ένα ευρωπαϊκό κράτος και λόγω της στήριξης της Ένωσης σε αυτό, δεν κοστίζει πολιτικά στον ίδιο. Αντίθετα, εντείνει την αντιπαράθεση μεταξύ Ε.Ε. και Τουρκίας, καθιστώντας υπεύθυνη την Ε.Ε. στις συνειδήσεις της τουρκικής κοινής γνώμης. Ο απώτερος στόχος του Τούρκου Προέδρου φαίνεται να είναι η αποδυνάμωση της εικόνας των Ευρωπαίων μέσα από επιμέρους δείγματα, ώστε η επιρροή τους στην τουρκική κοινή γνώμη να μειωθεί προς αποφυγή μελλοντικών παρεμβάσεων στα σχέδια του.
Η Τουρκία, στα πλαίσια υλοποίησης του στρατηγικού σχεδίου και παρά τα προβλήματα σε διεθνές επίπεδο, επιχειρεί να επεκτείνει τη διπλωματική κρίση ασκώντας επιρροή και σε πολιτικό επίπεδο. Συγκεκριμένα, ο Τούρκος Πρόεδρος φέρεται να επεμβαίνει στις επερχόμενες εκλογές της Βουλγαρίας υποστηρίζοντας εμφανώς το τουρκικό κόμμα DOST. Η τουρκική κυβέρνηση αποπειράται να επηρεάσει και να συσπειρώσει τους τουρκικής καταγωγής Βούλγαρους, προκειμένου να επιτευχθεί ο «εθνικός» της στόχος. Μέσα από την επίκληση στο «εθνικό καθήκον», η Τουρκία επιχειρεί να δημιουργήσει τουρκικές εστίες στα δυτικά κράτη, ώστε να τις αξιοποιήσει ως ένα ακόμα μέσο άσκησης πίεσης.
Παρά τις όποιες προσπάθειες έγιναν στο παρελθόν ώστε η Τουρκία να γίνει μια ευρωπαϊκή χώρα, το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016 κλόνισε σε βάθος τα θεμέλια δίνοντας μια καλή «δικαιολογία» στον Ερντογάν και απομακρύνοντας τη χώρα από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από τη Δύση γενικότερα. Η «κρίση της τουλίπας» είναι η απαρχή ενός πλαισίου συγκρούσεων μεταξύ Τουρκίας και Δύσης. Πρόκειται για έναν στρατηγικό σχεδιασμό που όπως φαίνεται δεν θα λήξει την επομένη του δημοψηφίσματος, αλλά αντίθετα είναι πολύ πιθανό να έχει βαθύτερες συνέπειες σε παγκόσμιο επίπεδο, στο πέρασμα του χρόνου.