Βρισκόμαστε σε μία περίοδο που διεξάγονται προεκλογικές διαδικασίες σε δύο χώρες τη Γαλλία και τη Γερμανία που στο παρελθόν αποτέλεσαν τους δύο πόλους προώθησης της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης, με υποψηφίους (ειδικότερα στη Γαλλία) που τάσσονται κατά της συνέχισης του ευρωπαϊκού εγχειρήματος με τη σημερινή του μορφή.
Από την άλλη πλευρά, η νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ δείχνει μια αλλαγή προσέγγισης απέναντι στην κρατούσα για εβδομήντα χρόνια κοσμοαντίληψη μέσα από τις πράξεις που προκαλεί ανησυχία στην Ευρώπη. Η αποχώρηση από την TTP, η αλλαγή της στάσης της απέναντι στην πολιτική «καθαρής ενέργειας» μέσα από την συνθήκη των Παρισίων, η τοποθέτηση του νέου Αμερικανού πρέσβη στις Βρυξέλλες κ. Τεντ Μάλοχ, το αρνητικό κλίμα που επικράτησε κατά την διάρκεια συναντήσεως του κ. Τραμπ με την κ. Μέρκελ, αλλά και το πιο πρόσφατο περιστατικό, η εκτόξευση αμερικανικών πυραύλων στην ναυτική συριακή βάση Shayrat, μία κίνηση που αιφνιδίασε την Ευρώπη που διανύει μία μετά-Brexit περίοδο, καταδεικνύουν μια τάση των ΗΠΑ να ακολουθήσουν μεμονωμένες ενέργειες χωρίς τη συνεργασία και το συντονισμό με τους Ευρωπαίους εταίρους.
Σε περίπτωση διατήρησης και εδραίωσης αυτής της αμερικανικής στάσης πόσο πιθανό είναι να επιβιώσει η συνοχή και η συνέχιση της συνεργασίας των δύο πλευρών του Ατλαντικού; Μήπως η Ε.Ε θα πρέπει να χαράξει μια διαφορετική πορεία στο τομέα της εξωτερικής πολιτικής υπερβαίνοντας τα εθνικά στεγανά που αποτρέπουν την εμβάθυνση στον τομέα αυτόν;
Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, αρχικά χρειάζονται μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών θεσμών. Μία νέα διακήρυξη της Ρώμης που θα προωθεί την συναίνεση ανάμεσα στα κράτη, στα πλαίσια του πολιτικού διαλόγου με στόχο τη μείωση της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών και την ανάπτυξη μιας κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής σε ζητήματα που άπτονται της επίλυσης της οικονομικής κρίσης και του προσφυγικού ζητήματος. Επίσης ίσως χρειαστεί μια περαιτέρω εμβάθυνση στο πεδίο της κοινής εξωτερικής πολιτικής, ειδικότερα μετά την αποχώρηση της Βρετανίας.
Η Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφαλείας (ΚΕΠΠΑ), είναι ο δεύτερος πυλώνας άσκησης πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αναδύθηκε από την πτώση του ψυχρού πολέμου και συστάθηκε στην συνθήκη του Μάαστριχ και διευρύνθηκε μέσα από την συνθήκη του Άμστερνταμ το 1999 και της Λισσαβόνας που τέθηκε σε ισχύ το 2009. Βασικό στόχο της ΚΕΠΠΑ αποτελεί η προστασία των θεμελιωδών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η προώθηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας με βάση τις αρχές, του καταστατικού του χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει να γίνει στη ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής, σύμφωνα με την οποία σε περίπτωση που πραγματοποιηθεί ένοπλη επίθεση σε κράτος μέλος της Ε.Ε. και απειλείται η εδαφική του ακεραιότητα τα υπόλοιπα κράτη μέλη οφείλουν να συνδράμουν στο κράτος που δέχτηκε επίθεση.
Όσο αφορά τον τομέα της ασφάλειας, η Ευρωπαϊκή Ένωση από το 2003 σε μία περίοδο που οι ευρω-ατλαντικές απόψεις συγκρούονταν σχετικά με την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ, αναπτύχθηκαν μηχανισμοί ασφαλείας όπως ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Άμυνας με στόχο την παροχή στρατιωτικών εξοπλισμών και τεχνογνωσίας στα κράτη μέλη ώστε να χρησιμοποιηθούν σε επιχειρησιακό επίπεδο. Άξιες αναφοράς είναι οι δράσεις Petersberg που πηγάζουν από τα άρθρα 42 και 43 της συνθήκης της Λισσαβόνας που στοχεύουν στην επίλυση συγκρούσεων (conflict resolution).
Με τη συμφωνία του Βερολίνου το 2003 και την Ευρωπαϊκή Πολιτική Άμυνας και Ασφάλειας η Ε.Ε. απέκτησε την δυνατότητα να χρησιμοποιεί νατοϊκές υπηρεσίες για τη διευκόλυνση του επιχειρησιακού της έργου, τη συμμετοχή της βορειοατλαντικής συμμαχίας εκεί που θα υπάρξει επιτακτική ανάγκη, αλλά και τη συμμετοχή στο επιχειρησιακό επίπεδο της Ευρώπης μη κρατών μελών μέσα από ειδικές συμβάσεις.
Σε αντίθεση με το ΝΑΤΟ, από το 2000 και μετά κατόπιν σουηδικής πρωτοβουλίας η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αναπτύξει επιχειρήσεις με στόχο την πρόληψη αλλά και την επίλυση ανθρωπιστικών κρίσεων (civil crisis management), με τη δημιουργία αστυνομικών δυνάμεων στο κράτος που δραστηριοποιείται, την ενίσχυση του κράτους δικαίου, την ενδυνάμωση της δημόσιας διοίκησης και τη βελτίωση της πολιτικής προστασίας ( ex. Border control).
Στο τομέα χρήσης στρατιωτικών μέσων μέσα από τις δράσεις Petersberg, σε θεσμικό επίπεδο έχει συμφωνηθεί ανάμεσα στα κράτη μέλη η δυνατότητα να μπορούν να υποστηρίξουν συλλογικά 50.000-60.000 στρατιωτικό προσωπικό το οποίο να είναι άμεσα διαθέσιμο.
Με την αλλαγή στάσης των ΗΠΑ απέναντι στην πολιτική «καθαρής ενέργειας», ανοίγεται ο δρόμος στην Ευρώπη να προσεγγίσει την Κίνα, καθώς η ίδια αναζητεί καινούργιες συνεργασίες στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης. Δεν είναι τυχαίο που το 2016 οι κινεζικές επενδύσεις στην «Γηραιά Ήπειρο» ανήλθαν στα 40 δισ., με το 1/3 από αυτά να έχει επενδυθεί στη Γερμανία, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Κινεζικών Μελετών Mercator. Μια στρατηγική της Κίνας που στοχεύει στην αύξηση της επιρροής της στο Δυτικό Κόσμο. Η Ευρώπη μπορεί να δημιουργήσει συνθήκες "win to win" με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, με την προώθηση επενδύσεων στο εσωτερικό της από αγαθά τα οποία θα είναι patent protect ενώ παράλληλα μπορεί να ενισχύει τα στοιχεία ήπιας ισχύος δίνοντας έμφαση στην χρήση της πολιτιστικής διπλωματίας. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός που οι Κινέζοι δίνουν μεγάλη προσοχή στον πολιτισμό και στα σύμβολα αλλά και στην επιβράβευση των ξένων που μαθαίνουν την γλώσσα τους.
Οι σχέσεις της Ευρώπης με τον Αραβικό κόσμο ανέκαθεν ήταν περίπλοκες, καθώς οι συγκυρίες καθόριζαν την εξέλιξή τους. Οι σημερινές εξελίξεις επιτρέπουν την Ε.Ε. να αναπτύξει δεσμούς συνεργασίας με τον αραβικό κόσμο με αφορμή το προσφυγικό δείχνοντας πως έχει κατανοήσει τον αραβικό πολιτισμό, τον τρόπο σκέψης ζωής και δράσης των Αράβων και η ίδια να εξάγει τον δικό της πολιτισμό. Ο ρόλος της Ελλάδος είναι σημαντικός καθότι η γεωγραφική θέση της Ελλάδος μπορεί να δημιουργήσει ένα συνδετικό κρίκο μεταξύ Δυτικού και Αραβικού κόσμου με την δημιουργία μίας μεσογειακής ταυτότητας από την ανατολική μεσόγειο μέχρι την αραβική χερσόνησο, σε μία περίοδο που αραβικά κράτη όπως αυτό της Αιγύπτου έχουν αφήσει πίσω το παρελθόν και αναζητούν καινούργιες συνεργασίες με το Ισραήλ. Η Ελλάδα μπορεί να αποτελέσει τον τρίτο πυλώνα συνεργασίας με στόχο την διατήρηση της ειρήνης και του status quo στην ανατολική μεσόγειο.
Η Ευρώπη, ένας γίγαντας «ήπιας ισχύος, έχει κάνει σταθερά βήματα ώστε να αναπτύξει έναν πυλώνα σκληρής ισχύος σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής. Ένα ζήτημα το οποίο είναι νομικά εφικτό, ωστόσο δεν υπάρχει ανάμεσα στα κράτη σήμερα η απαραίτητη διάθεση συναίνεσης για τη λήψη πρωτοβουλιών σε ευαίσθητους τομείς που πλήττεται το εθνικό συμφέρον του κάθε κράτους ώστε να αποκτήσει περισσότερα φορτία ισχύος τα οποία θα μπορέσουν να προσδώσουν στην Ε.Ε. μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων στο διεθνές σύστημα. Το ζήτημα της ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ αποτελεί τη λυδία λίθο του ευρωπαϊκού εγχειρήματος in globo την ώρα που οι απειλές πολλαπλασιάζονται και η συνοχή περιορίζεται. Η Ε.Ε θα πρέπει να ενισχύσει τις προσπάθειες απογαλακτισμού από την απόλυτη αμερικανική στρατιωτική εξάρτηση συμβάλλοντας με ίδια μέσα στην ασφάλεια τόσο των πολιτών της όσο και της ίδιας.