Η κοινωνική ενσωμάτωση των νεοαφιχθέντων προσφύγων είναι μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που θα αντιμετωπίσει η ελληνική κοινωνία τα επόμενα χρόνια. Ένα μέρος των προσφύγων που ζουν σήμερα στην Ελλάδα θα μετεγκατασταθεί σε άλλες χώρες. Παράλληλα, το αίτημα παραμονής στην Ευρώπη θα απορριφθεί για πολλούς, οι οποίοι και θα σταλούν πίσω στις χώρες καταγωγής τους, ενώ σημαντικό ποσοστό αιτούντων άσυλο θα λάβει άδεια παραμονής στην Ελλάδα.
Το ερώτημα που εγείρεται είναι πόσο έτοιμη είναι η ελληνική κοινωνία να ενσωματώσει αυτούς τους ανθρώπους και να τους κάνει ενεργά μέλη της. Σε τι βαθμό είμαστε έτοιμοι να αποδεχθούμε τους πρόσφυγες και να δημιουργήσουμε ένα πρόσφορο έδαφος για εκείνους; Υπάρχει η δυνατότητα οι άνθρωποι αυτοί από τη Συρία, το Ιράκ, το Πακιστάν, το Αφγανιστάν και από άλλες χώρες, να γίνουν Έλληνες πολίτες και να αποκτήσουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις; Η απάντηση δεν είναι εύκολη σε ένα τόσο σύνθετο ζήτημα.
Πολλοί και διαφορετικοί παράγοντες χρειάζεται να ληφθούν υπόψη όπως για παράδειγμα, η βαθιά κρίση που αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία την τελευταία δεκαετία χωρίς ορατή άμεση λύση, τις πολιτιστικές διαφορές μεταξύ της χώρας προέλευσης και της χώρας υποδοχής, τις διαφορετικές γλώσσες, τη θρησκεία, τη νοοτροπία που πολλές φορές προλαμβάνει ή εμποδίζει την κοινωνική ένταξη.
Σε αυτό το περιβάλλον, ποιος είναι ο ρόλος μας ως κοινότητα υποδοχής; Τι κάνουμε για να διευκολύνουμε τη διαδικασία και να δημιουργήσουμε ευνοϊκές συνθήκες για να γίνουν οι πρόσφυγες ισότιμα μέλη της ελληνικής κοινωνίας; Για να διαφυλάξουμε το μέλλον τους και να αποτρέψουμε τις διακρίσεις και την κοινωνική και επαγγελματική απομόνωση; Οι απαντήσεις και πάλι δεν είναι ούτε απλές, ούτε εύκολες. Παρά τη δυσκολία και την πολυπλοκότητα του θέματος, θα προσπαθήσουμε να θέσουμε προτεραιότητες και να τονίσουμε τις διάφορες πτυχές που πρέπει να ληφθούν υπόψη όταν μιλάμε για την κοινωνική ενσωμάτωση των προσφύγων.
Το πρωταρχικό βήμα αφορά στις γλώσσες, δηλαδή στην επικοινωνία. Όταν συζητάμε για την ενσωμάτωση, η εκμάθηση της γλώσσας της κοινότητας υποδοχής είναι το πρώτο ζήτημα που πρέπει να ληφθεί υπόψη. Οι γλωσσικές δεξιότητες είναι ο βασικός παράγοντας που θέτει τις βάσεις για να γίνουν εφικτά τα υπόλοιπα που είναι απαραίτητα για να ξεκινήσει μια ζωή, όπως η φοίτηση των παιδιών στα σχολεία, η αναζήτηση εργασίας, η αλληλεπίδραση με τα μέλη των κοινοτήτων υποδοχής. Η εκπαίδευση και οι ευκαιρίες απασχόλησης συχνά παρεμποδίζονται λόγω του γλωσσικού φραγμού.
Το δεύτερο βήμα προς την κοινωνική ενσωμάτωση είναι η πρόσβαση στις δημόσιες υπηρεσίες για την οικοδόμηση μιας σχέσης κράτους-πολιτών και η δημιουργία εμπιστοσύνης στα θεσμικά όργανα της κοινότητας υποδοχής. Οι αιτούντες άσυλο και οι αναγνωρισμένοι πρόσφυγες χρειάζονται πρόσθετη υποστήριξη για την πρόσβαση σε υπηρεσίες όπως η στέγαση, η υγειονομική περίθαλψη και η σχολική εκπαίδευση, στην αρχή της διαδικασίας ένταξής τους, καθώς δεν έχουν τις ίδιες δυνατότητες με τον ντόπιο πληθυσμό. Η σταθερότητα είναι το κλειδί για τους πρόσφυγες, όπως για όλους, για να αρχίσουν να σκέπτονται το αύριο. Χρειάζονται σταθερότητα κατά τη διάρκεια και μετά τη διαδικασία ασύλου, με πρόσβαση σε αξιοπρεπή στέγαση, ώστε να αρχίσουν να μαθαίνουν τη νέα γλώσσα ή να μπορούν να αναζητήσουν εργασία.
Ακολούθως, η σχέση με τα μέλη της κοινότητας υποδοχής είναι ένα από τα θεμέλια για την επιτυχή κοινωνική ένταξη των προσφύγων. Οι πρόσφυγες αντιμετωπίζονται συχνά με ασέβεια και γίνονται θύματα άδικων συμπεριφορών, λόγω των διακρίσεων και των προκαταλήψεων που αποτελούν μέρος μιας κοινωνίας και έχουν ως βάση τον πολιτισμό, αλλά και τη θρησκεία. Το πολιτιστικό χάσμα και η έλλειψη ανεκτικότητας και ανοιχτής στάσης για την αποδοχή των διαφορετικών ατόμων από την πλειοψηφία, εμποδίζει την ολοκλήρωση της κοινωνικής ενσωμάτωσης. Άλλωστε, η ενσωμάτωση συνδέεται με την καλή συμπεριφορά, την αξιοπρέπεια και την αποδοχή. Ο στόχος είναι να αντιμετωπίζονται όλοι οι άνθρωποι με σεβασμό, ανεξαρτήτως καταγωγής, αναγνωρίζοντας τις πολιτισμικές και θρησκευτικές καταβολές τους και σταδιακά να αποτελέσουν ένα άλλο, αλλά ίσο, κομμάτι μιας κοινωνίας.
Η πρόσβαση στην εργασία και οι ευκαιρίες δραστηριοτήτων είναι ένας ακόμη σημαντικός παράγοντας προς την ενσωμάτωση. Οι πρόσφυγες, όπως όλοι, χρειάζονται οικονομική ανεξαρτησία, η οποία είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί λόγω νομικών φραγμών ή ανάγκης ειδικών προσόντων. Η εύκολη πρόσβαση σε δραστηριότητες, όπως ο αθλητισμός και η εκμάθηση γλωσσών, διευκολύνουν την ενσωμάτωση και αλλάζουν τη ρουτίνα που γίνεται καταθλιπτικά μονότονη μετά από μήνες, προκαλώντας ψυχοκοινωνικά προβλήματα. Οι άνθρωποι παραμένουν αδρανείς όλη μέρα για μεγάλο χρονικό διάστημα, περιμένοντας απεγνωσμένα την απάντηση στο αίτημα ασύλου τους ή την απόφαση μετεγκατάστασής τους. Δεν έχουν τη δυνατότητα εμπλοκής σε καμία δραστηριότητα και δεν δαπανούν ενέργεια, για παράδειγμα στην εκμάθηση της γλώσσας, επειδή δεν γνωρίζουν ποια θα είναι η τελική χώρα προορισμού τους.
Αυτή η αβεβαιότητα και η κατάσταση αδράνειας δε βοηθά τους πρόσφυγες να αισθάνονται μέρος της κοινότητας και να ενσωματωθούν σε αυτή. Οι τραυματικές εμπειρίες των προσφύγων κατά την πορεία τους από τη χώρα καταγωγής, καθιστούν την ασφάλεια και την ειρήνη προτεραιότητα στη χώρα προορισμού. Παρόλα αυτά, αυτό είναι συχνά δύσκολο να διασφαλιστεί. Έχοντας υπάρξει σε στρατόπεδα και καταυλισμούς, προσπαθώντας να επιβιώσουν πολλές φορές κάτω από απάνθρωπες συνθήκες, θεωρούν ότι το κράτος δικαίου δεν ισχύει για αυτούς και δεν έχουν πουθενά να αναφέρουν κακοποίηση και βίαιες συμπεριφορές που μπορεί να αντιμετωπίσουν. Οι εντάσεις μεταξύ των κοινοτήτων και η γενική έλλειψη ασφάλειας κάνουν τους πρόσφυγες να αισθάνονται όχι μόνο ανασφαλείς, αλλά και εγκαταλελειμμένοι. Μερικές φορές, οι πρόσφυγες κατηγορούν την κοινότητα υποδοχής για την αύξηση των εντάσεων και της δυσαρέσκειας μεταξύ διαφορετικών φυλών, λόγω των αντιληπτών διαφορών στη μεταχείριση μεταξύ εθνικοτήτων.
Μια πολύ σημαντική πτυχή της διαδικασίας ενσωμάτωσης είναι οι κοινωνικοί δεσμοί, γι' αυτό και η παρουσία της οικογένειας και των φίλων είναι απαραίτητη όταν πρόκειται να εγκατασταθούν οπουδήποτε. Σε πολλές περιπτώσεις, η οικογενειακή επανένωση είναι συχνά η προτεραιότητά τους και η αναμονή για αυτή τη σημαντική απόφαση τούς εμποδίζει να κοιτάξουν προς το μέλλον. Η ύπαρξη κοινωνικών δεσμών είναι χρήσιμη για την ομαλή ενσωμάτωση, αλλά όταν πρόκειται για πρόσφυγες, αυτό γίνεται ιδιαίτερα δύσκολο, αφού συχνά διαμένουν σε γεωγραφικά σημεία απομονωμένα, μακριά από πόλεις και άλλα μέρη όπου υπάρχει ανθρώπινη δραστηριότητα. Το αίσθημα αβεβαιότητας τους «κλέβει» την ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον.
Οι προοπτικές ενσωμάτωσης πολλών αιτούντων άσυλο και προσφύγων στις χώρες υποδοχής είναι λιγοστές, ενώ συνδυάζεται με την έλλειψη μακροπρόθεσμου προγραμματισμού από τις κυβερνητικές αρχές. Ωστόσο, οι προτάσεις και ο σχεδιασμός για αποτελεσματικότερη ενσωμάτωση χρειάζεται να εμπλέκουν τους ίδιους τους πρόσφυγες. Με αυτόν τον τρόπο θα δοθεί η ευκαιρία σε όλα τα εμπλεκόμενα μέρη, αρχές, οργανώσεις, υπηρεσίες, να λάβουν πλήρη γνώση των δυσκολιών και να συνεργαστούν σε μια από κοινού, με τους ίδιους τους πρόσφυγες, προσπάθεια για την ανάπτυξη λύσεων, στις οποίες οι πρόσφυγες θα είναι συμμέτοχοι και όχι απλοί αποδέκτες.
Τέλος, η κοινωνική ενσωμάτωση των προσφύγων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ετοιμότητα, την πολιτισμική ευαισθησία, τη δεκτικότητα και την ανεκτικότητά μας ως κοινότητα υποδοχής ατόμων από άλλες χώρες. Εξαρτάται από την ικανότητά μας να καταλαβαίνουμε, να σεβόμαστε και να αποδεχόμαστε. Και τελικά αυτό γίνεται μια διαδικασία αυτογνωσίας και ανακάλυψης των δικών μας ορίων.