Γυναικεία λευκά φορέματα, φολκλόρ - σαν αυτά που πουλούν τα souvenir shops στο Μοναστηράκι - σκεπάζουν το χώμα της Παλιάς Επιδαύρου· και πάνω τους ισορροπούν διστακτικά τρεις άνδρες. Μαυροντυμένοι, με επίσημο ένδυμα, επισκέπτες. Το, στην πρώτη ματιά, σκηνικό τοπίο της Ελένης Μανωλοπούλου συμπυκνώνει στην εντέλεια την πρόθεση ανάγνωσης του Δημήτρη Καραντζά πάνω στη «Μήδεια»: Το ανδρικό στοιχείο «πατάει» πάνω στο γυναικείο υλικό, στο θηλυκό ένδυμα και αυτό το συγκρουσιακό δεδομένο - όσο κορυφώνεται το δράμα - ακυρώνεται μέχρι να καταλυθεί εντελώς με πρόσχημα μια φράση του Χάινερ Μύλλερ: «Θέλω τον κόσμο να κόψω στα δυο, και να κατοικήσω στον κενό, ανάμεσα, εγώ· ούτε γυναίκα, ούτε άντρας».
Ο Δημήτρης Καραντζάς λοιπόν (με τη συνεργασία της Θεοδώρας Καπράλου στη δραματουργική επεξεργασία), εκκινεί τη σκέψη του για την παράσταση με μια διάθεση επαναδιαπραγμάτευσης για τα βασικά: Η ιστορία της Μήδειας δεν αντανακλά την οργή της προδομένης, από τον άνδρα, γυναικείας φύσης, αλλά μπαίνει κάτω από το φακό του ανδρικού δικαίου, της λογικής της αρρενωπότητας που στην αρχή γιορτάζει πως «ένας άντρας ρίχνει ένα σπόρο στη γης» και στο τέλος θρηνεί τη σπορά που έσπειρε «στη μήτρα του Κακού». Είναι η άγρια συνομιλία ανάμεσα στο ένστικτο και στη λογική, στη γόνιμη γη και στο στείρο νόμο, στη φύση και στον πολιτισμό· είναι η αναγνώριση και η αποδοχή της ετερότητας. Ετσι, οι άνδρες που βαδίζουν στη σκηνή του Μικρού Θεάτρου της Επιδαύρου δεν είναι η Μήδεια, ο Ιάσων ή ο Κρέων, αλλά τα πρόσωπα που κυοφορούν τα επιχειρήματα των κόσμων τους.
Παρακολουθώντας στενά τη μοντερνική σχολή που περιορίζει σθεναρά τα τραγικά μεγέθη, ο Καραντζάς επιλέγει να αναδείξει τους διαλόγους των προσώπων με μια υπερρεαλιστική ένταση. Και το κάνει τόσο προσεκτικά ώστε να μην ακυρώσει ολότελα το τραγικό ήθος του έργου. Σπέρνει τη μετάφραση του Μίνωα Βολανάκη πάνω στο πρωτότυπο του Ευριπίδη με «σπόρους» νεότερων αποδόσεων του μύθου (χωρία από το έργο «Μήδειας υλικό» του Χάινερ Μύλλερ, αποσπάσματα από το σενάριο της «Μήδειας» του Πιερ Πάολο Παζολίνι και το ομώνυμο έργο του Ζαν Ανούιγ), χρίζει τους ηθοποιούς του αφηγητές και σπανιότερα ενεργά πρόσωπα του δράματος και μαζί τους καλλιεργεί το λόγο και το διάλογο.
Η ροή και ο υπόκωφος παλμός του λόγου ανάμεσα στους τρεις πρωταγωνιστές - Χρήστο Λούλη, Γιώργο Γάλλο και Μιχάλη Σαράντη - κλιμακώνει διαρκώς την ένταση και συνάμα το ενδιαφέρον παρακολούθησης της παράστασης, παρά την πολυφορεμένη μέθοδο εναλλαγής ανάμεσα στην αφήγηση και τα δρώντα πρόσωπα. Σχεδόν ιδανικό το σχήμα των ερμηνευτών που, πέραν από το προφανές του ταλέντου τους, επιδρούν με μια εξαιρετική χημεία ο ένας πάνω στον άλλο.
Ο Γιώργος Γάλλος που επωμίζεται την «εκπροσώπηση» της Μήδειας επιβεβαιώνει για πολλοστή φορά το ερμηνευτικό του κύρος, το μέτρο αλλά και τη θέρμη με την οποία προσεγγίζει το θέατρο. Ο Χρήστος Λούλης, φορέας της ανδρικής φύσης, δεν διστάζει να βάλει σουρελιστικές πινελιές στη σκηνική του παρουσία και να αποφορτίσει καθοριστικά τη στυγερή τραγωδία μα και την άκαμπτη τελειότητα της σκηνοθεσίας του Καραντζά. Ο Μιχάλης Σαράντης κατοχυρώνει για πολλοστή φορά το ρόλο του «από μηχανής» ερμηνευτή μιας παράστασης, καθηλωτικός συνάμα χάρη στην εσωτερικότητα με την οποία αποδίδει (κυρίως) στο μονόλογο ως Αγγελιαφόρος.
Η διδασκαλία και ο σχεδιασμός του Χρήστου Παπαδόπουλου στην κίνηση μοιάζει καταλυτικός και στη σκηνική σχέση μεταξύ των πρωταγωνιστών με αποκορύφωμα την συγκινητική, παρηγορητική αγκαλιά που ανταλλάσσει ο Γιώργος Γάλλος με το Χρήστο Λούλη κατά τη στιγμή της ψευδούς συμφιλίωσης Μήδειας και Ιάσονα.
Το εργαλείο της φωνής και η ασκητική του λόγου παραμένει ωστόσο στο επίκεντρο της παράστασης με αποκορύφωμα τον επίλογο της. Οταν «η ύβρις είναι ψηλότερη από τον κόσμο», όταν η Μήδεια έχει πια στείλει τα παιδιά της στην «αβάδιστη οδό», ο σκηνοθέτης τολμά να διακόψει την οπτική επαφή των ηθοποιών και των θεατών και να θέσει αποκλειστικά τις φωνές τους ως κάλεσμα σε επικοινωνία. Ενεργοποιώντας το εκπληκτικό σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου - τώρα έχει αποκαλυφθεί ένας φωτεινός ήλιος, ένας θεός που έχει «σβήσει» τους θνητούς - οι πρωταγωνιστές έχουν χωνευτεί από το σκοτάδι της σκηνής (φωτισμοί Αλέκος Αναστασίου) κι ακούγονται μόνο οι φωνές τους. Σε μια λογοκρατούμενη παράσταση μοιάζει μεν το φυσικότερο να συμβεί μα την ίδια ώρα ακρωτηριάζει τη σχέση του θεατή με το λειτουργό της. Η σκηνοθεσία ρισκάρει δηλαδή να απομειώσει εκ νέου το συναισθηματικό φορτίο του έργου, συνεπής ως προς την αρχική της θέση και την γενικότερη αισθητική του Καραντζά, αλλότρια όμως ως προς την αναγκαία σύνδεση σκηνής - πλατείας.
Το βέβαιο είναι πως σ' ένα μεγαλειώδες κείμενο όπως αυτό της «Μήδειας» ο Δημήτρης Καραντζάς επιδιώκει και, εν πολλοίς, πετυχαίνει να διακινήσει το κλασικό μέσα από την προσωπική οπτική του.
Γιατί να το δω:
Για τη βάσιμη θεωρητική προσέγγιση.
Για το έξοχο τρίπτυχο των πρωταγωνιστών.
Για την αρτιότητα σύνολης της παράστασης.
Γιατί να μην το δω:
Για το έλλειμμα συναισθηματικής έντασης.
Της Στέλλας Χαραμή
Διαβάστε περισσότερα για ό,τι συμβαίνει στις τέχνες στο www.tospirto.net