Το καλοκαίρι ετοιμάζεται να ρίξει αυλαία. Όμως, μετά από τρεις «καυτούς» πολιτικά μήνες στην Ελλάδα αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη, η συζήτηση περί των ενδεδειγμένων τρόπων ορθής διαχείρισης του εξαιρετικά σοβαρού προβλήματος της μετανάστευσης, που παρουσίασε ανεξέλεγκτη όξυνση, εξακολουθεί, σε κλίμα που κάθε άλλο παρά ενωτικό και αλληλέγγυο χαρακτηρίζεται.
Οι προτεινόμενες λύσεις - περισσότερο ή λιγότερο εφικτές - ποικίλλουν, τα κράτη μέλη όμως της ΕΕ παρουσιάζονται διχασμένα, δεν επιδεικνύουν μέχρι στιγμής αλληλεγγύη, ενώ, ο Γάλλος Πρόεδρος και η Γερμανίδα Καγκελάριος εμφανίζονται ως ένθερμοι υποστηρικτές μιας κοινής ευρωπαϊκής μεταναστευτικής πολιτικής, της οποίας η εφαρμογή παρουσιάζεται όσο ποτέ άλλοτε αναγκαία.
Το πρώτο βήμα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή προς την κατεύθυνση εξεύρεσης λύσης έχει ήδη γίνει και έχει αναμφίβολα πρόσημο θετικό, με ιδιαίτερο σημείο αναφοράς την έγκριση αυξημένων κονδυλίων για την αντιμετώπιση όχι μόνο της μεταναστευτικής αλλά και της ανθρωπιστικής κρίσης που αυτή συνεπάγεται. Αυτό που μένει τώρα είναι να ληφθούν ουσιαστικές πρωτοβουλίες από τις κυβερνήσεις των κρατών μελών που πλήττονται περισσότερο αλλά και από εκείνες, που δεν πλήττονται άμεσα από το πρόβλημα, ώστε να εναρμονιστούν με τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και τις αξίες των Ευρωπαϊκών Συνθηκών, επιδεικνύοντας αλληλεγγύη. Διότι το μεταναστευτικό πρόβλημα και ειδικότερα το προσφυγικό, είναι, ούτως ή άλλως, εκτός από ευρωπαϊκό, μείζον διεθνές πολιτικό ζήτημα.
Ουδείς αμφισβητεί, ότι πολιτική είναι η κίνηση του κλεισίματος των συνόρων από ορισμένα κράτη μέλη για την αναχαίτιση των μαζικών προσφυγικών ροών, πλην όμως δε συνάδει με τις αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αμιγώς πολιτική επίσης είναι η αναστολή εφαρμογής του Κανονισμού του Δουβλίνου από ισχυρά οικονομικά κράτη του Ευρωπαϊκού Βορρά, που μπορούν εξ αντικειμένου να απορροφήσουν μεγαλύτερο αριθμό προσφύγων.
Άλλωστε, ο ίδιος ο Κανονισμός του Δουβλίνου, ξεπεράστηκε από τη διόγκωση του φαινομένου, όπως επισημαίνει και ο Επίτροπος Δημήτρης Αβραμόπουλος, και προβάλλει η ανάγκη επιτάχυνσης των διαδικασιών αναθεώρησης ενός αναχρονιστικού πλέον μοντέλου μεταναστευτικής πολιτικής. Το πρόβλημα της μετανάστευσης είναι αδιανόητο να χωρίζει την Ευρώπη σε βορρά και νότο και να μην επιδεικνύεται στην πράξη η απαιτούμενη αλληλεγγύη που αποτελεί θεμελιώδη αρχή της ευρωπαϊκής ιδέας.
Ωστόσο, πρέπει να παραδεχτούμε ότι εξίσου μεγάλος όγκος ευθύνης εναποτίθεται στις κυβερνήσεις των κρατών μελών που καλούνται να απορροφήσουν ορθά τα υπαρκτά και αυξημένα πλέον ευρωπαϊκά κονδύλια για τη μεταναστευτική πολιτική, παρουσιάζοντας ουσιαστική πολιτική δράση και σοβαρές πρωτοβουλίες.
Ειδικά στην Ελλάδα των 160.000 μεταναστών κατά το πρώτο εξάμηνο του 2015, αυτό απαιτεί άψογο συντονισμό μεταξύ των συναρμόδιων Υπουργείων, της κεντρικής και της περιφερειακής Διοίκησης για τη σύσταση κέντρων καταγραφής και διαλογής μεταναστών, όπως άλλωστε ζητούν επιτακτικά πλέον Παρίσι, Λονδίνο και Βερολίνο. Επιπρόσθετα, προβάλλει πιο αναγκαία από ποτέ η συνεννόηση της ελληνικής κυβέρνησης με τις χώρες προέλευσης προσφύγων και την Τουρκία, δια της διπλωματικής οδού και με την αρωγή της ΕΕ.
Ακόμη και σήμερα, μετά από τόσους μήνες πρωτοφανούς έντασης του μεταναστευτικού προβλήματος, ο επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Ασύλου δηλώνει ότι η υπηρεσία είναι έτοιμη να παράσχει βοήθεια στη χώρα μας, ωστόσο οι ελληνικές αρχές δεν έχουν ακόμα διατυπώσει με σαφήνεια τις ανάγκες τους.
Η απελθούσα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ αποδείχθηκε ανεπαρκής να θέσει υπό έλεγχο το φαινόμενο της μαζικής εισροής μεταναστών και προσφύγων και ανίκανη να εκπονήσει ένα εθνικό σχέδιο δράσης για την υποδοχή των Αιτούντων Άσυλο, παρά τις συστάσεις της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αποδείχθηκε μάλιστα απολύτως αδιάφορη, ώστε να κινήσει άμεσα τις διαδικασίες απορρόφησης των κοινοτικών κονδυλίων για το μεταναστευτικό.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τελεί ακόμα εν αναμονή σύστασης της Ειδικής Ρυθμιστικής Αρχής στην Ελλάδα που θα διαχειριστεί τα κοινοτικά κονδύλια, ώστε να αποδεσμεύσει τα πρώτα 30 σε σύνολο 470 εκατομμυρίων ευρώ, που θα δώσουν μία ανάσα στη διαχείριση της προσφυγικής κρίσης στη χώρα μας. Όσο λοιπόν καθυστερεί η απορρόφηση των εγκεκριμένων κονδυλίων, οι αρμόδιες εθνικές υπηρεσίες για τη μετανάστευση και το άσυλο παραμένουν αβοήθητες, χωρίς το απαραίτητο ανθρώπινο δυναμικό και με μειωμένο υλικοτεχνικό εξοπλισμό ενώ η φύλαξη των ελληνικών συνόρων παραμένει ελλιπής, με όλα τα συνεπακόλουθα προβλήματα για την ασφάλεια των κατοίκων, τον ελληνικό τουρισμό αλλά και την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των προσφύγων.
Καταλήγω λοιπόν, ότι ο πιο αποτελεσματικός μοχλός πίεσης προς τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που σήμερα μας κατηγορούν για ολιγωρία, προκειμένου να δουν με θετικό μάτι την υιοθέτηση ενός δεσμευτικού ευρωπαϊκού μηχανισμού μετεγκατάστασης προσφύγων βάσει υποχρεωτικών ποσοστώσεων, είναι να εγκύψουμε - πρώτοι εμείς - ώριμα πάνω στο πρόβλημα με γνώμονα το εθνικό συμφέρον, μακριά από ερασιτεχνισμούς και φθηνούς λαϊκισμούς, που χαρακτήρισαν την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ τους τελευταίους εφτά μήνες.