«Τελετές υποβάθμισης» ονομάζονται στην κοινωνιολογία του Harold Garfinkel οι διαδικασίες που αφαιρούν από τους ανθρώπους την δυνατότητα αυτοπροσδιορισμού τους, αποδίδοντας τους χαρακτηριστικά, και επιβάλλοντάς τους ταυτότητες που τους απογυμνώνουν και τους υποβιβάζουν, αφού δεν τους επιτρέπουν απόλυτη ελευθερία έκφρασης. Ενδεικτικό παράδειγμα αυτής της διαδικασίας αποτελεί η επαφή μας με ιδρύματα στα οποία μεταμορφωνόμαστε σταδιακά από αυτοπροσδιοριζόμενα άτομα σε «εργαζόμενους», «ασθενείς», «κρατούμενους», «υπόδικους», κ.ο.κ. Κατά τη διάρκεια αυτής της στιγμιαίας «μετάλλαξης», ερμηνεύουμε ρόλους και υιοθετούμε συμπεριφορές που μας υπαγορεύονται από τις συνθήκες και το περιβάλλον στο οποίο βρισκόμαστε αυτόματα, και χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε πλήρως. Η αδυναμία μας να αποδράσουμε από το πλαίσιο του νέου μας ρόλου, οδηγεί και στην απώλεια νοηματοδότησης της κατάστασης μας με τους δικούς μας όρους, αφού συμμορφωνόμαστε απόλυτα με τους κανόνες και το τελετουργικό στο οποίο συμμετάσχουμε. Το εξιλαστήριο θύμα τέτοιων τελετουργικών όμως δεν είμαστε μόνο εμείς, κατά την μετατροπή μας από αυτόνομα άτομα σε καθοδηγούμενα υποκείμενα, αλλά και οι ίδιες οι έννοιες με τις οποίες συνδιαλεγόμαστε, αφού επιτρέπεται μόνο η υπακοή, κι όχι η συμβολή μας στην οριοθέτηση τους.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας τέτοιας τελετής υποβάθμισης αποτελεί σχεδόν ολόκληρη η μεταπολιτευτική περίοδος στην Ελλάδα με αποκορύφωμα την συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΕΛ και Οικολόγων Πρασίνων. Αν και η αντιμετώπισή μας ως υπνωτισμένων ψηφοφόρων, κι όχι ως αφυπνισμένων πολιτών αποτελεί σταθερά στην πολιτική μας διαπαιδαγώγηση, ποτέ άλλοτε δεν έχουν χάσει το νόημα τους τόσο δραματικά οι πολιτικές ιδέες και οι πολιτειακές διαδικασίες. Οι συνέπειες αυτής της στρεβλής διαπαιδαγώγησης δεν υποβάθμισαν απλώς τον τρόπο σκέψης και δράσης μας, αλλά μάς καθιστούν και συμμέτοχους στην περαιτέρω κακοποίησή μας, κάτι που βεβαίως εκμεταλλεύτηκε συστηματικά και ο τέως πρωθυπουργός.
Η εφτάμηνη θητεία του Αλέξη Τσίπρα ως πρωθυπουργού θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως ρόλος πρωθιερέα σε μια τελετή πολιτικής υποβάθμισης σε τέσσερις πράξεις που αποτελούνται από την ανεύθυνη προεκλογική εκστρατεία του ΣΥΡΙΖΑ, την αδιέξοδη διαπραγμάτευση στις Βρυξέλλες, το χαλκευμένο δημοψήφισμα του Ιουνίου, και το απελπισμένο διάγγελμα για τις πρόωρες εκλογές το φθινόπωρο του 2015. Μέσα σε αυτό το διάστημα, ο παραιτημένος πλέον πρωθυπουργός κατάφερε να ηγηθεί ενός κόμματος που δεν αποτέλεσε απλώς «αριστερή» παρένθεση, αλλά και κυβέρνηση σε εισαγωγικά, αφήνοντας την πολιτική υπευθυνότητα στο έλεος των αποσιωπητικών. Μετατρέποντας έτσι τον πολιτικό λόγο σε λαϊκίστικο δρώμενο, την πολιτική ιδεολογία σε αυτοαναφορική, και συχνά αυτοαναιρούμενη, ρητορεία και τις δημοκρατικές διαδικασίες ως ευκαιρία ελιγμών και αποφυγή ευθυνών, ο τέως πρωθυπουργός παρέδωσε ταχύρρυθμα μαθήματα πολιτικού μακιαβελισμού, καιροσκοπισμού και κυνισμού σε ένα απελπισμένο και εξαντλημένο εκλογικό σώμα.
Ακολουθώντας μία «πολιτική παραπετασμάτων» που διχοτόμησε την κοινή γνώμη σε πιστούς και διαμαρτυρόμενους, και θόλωσε την ατμόσφαιρα με ψευδεπίγραφα διλήμματα, ο τέως πρωθυπουργός οδήγησε τη χώρα σε αδιέξοδα, αντί να χαράξει πορεία που να αντιστοιχεί στην «λαϊκή εντολή», ή ακριβέστερα στην εξουσιοδότηση των πολιτών, ώστε να πράξει όσα ανεδαφικά υποσχέθηκε προεκλογικά και όσα αναγκάστηκε να αναιρέσει μετεκλογικά ενώπιον της πραγματικότητας. Αντί να σεβαστεί την εμπιστοσύνη, αν όχι και την ανοχή, των πολιτών, ο τέως πρωθυπουργός εκμεταλλεύτηκε την απόγνωση απευθυνόμενος στην απελπισία και όχι στην κρίση των πολιτών για να τους κατευθύνει ευκολότερα, ναρκοθέτησε το δημόσιο διάλογο επινοώντας εχθρούς αντί να αναζητά συμμάχους εντός κι εκτός της χώρας, και εξευτέλισε τις παραδοσιακές αρχές της (πραγματικής) Aριστεράς μετατρέποντας την κοινωνική ευαισθησία, την κριτική σκέψη και τον προοδευτικό της προσανατολισμό σε ένα μονοδιάστατο, αντιδραστικό δόγμα που τοποθετείται αυτοαναφορικά, αντιτίθεται καταδικαστικά, αλλά δεν επιχειρεί μια σύνθεση πολιτικής με όχημα την πειθώ και όχι τον δόλο.
Σε μια τέτοια ατμόσφαιρα όπου η δημαγωγία επικρατεί της δημοκρατίας, οι πολιτικές έννοιες, το πολίτευμα αλλά και οι ίδιοι οι πολίτες υποβαθμίζονται και υπακούουν στο σαθρό περιβάλλον αντί να αναπνέουν και να εκφράζονται ελεύθερα, έχοντας συνηθίσει πλέον την ομηρία τους στην πολιτική αφασία. Οι επερχόμενες εκλογές λοιπόν μετατρέπονται σε ένα προσωπικό και συλλογικό στοίχημα που δεν είναι άλλο από την ευκαιρία να αντιδράσουμε ίσως για πρώτη φορά ως σώφρονες πολίτες, κι όχι ως συντελεστές σε ένα απαξιωτικό θίασο.
Για να επανέλθει όμως η εκλογική διαδικασία ως δημοκρατική έκφραση θα πρέπει να ανακαλύψουμε (σε) τι πιστεύουμε πραγματικά, πώς αντιλαμβανόμαστε την πολιτική, τι θέλουμε από αυτήν, πώς τοποθετούμαστε απέναντί της, τι θέλουμε να εκφράσουμε με την ψήφο μας, και τι ευθύνες είμαστε προετοιμασμένοι να αναλάβουμε. Θα ήταν εξαιρετικά εύκολο να αποδώσουμε ευθύνες για μία ακόμα φορά σε μία από τις πολλές οπορτουνιστικές κυβερνήσεις που επικράτησαν, κατηγορώντας την για τους ολέθριους χειρισμούς της. Αυτό που προέχει πλέον είναι να εκφραστούμε πολιτικά με την ψήφο μας ως ελεύθερα, αυτόνομα όντα με συλλογικό προσανατολισμό, ανακτώντας την ακεραιότητα της ψήφου μας με διάθεση να συνδημιουργήσουμε την πολιτική πραγματικότητα, απαγορεύοντας τελετές υποβάθμισης της δημοκρατίας και αναγορεύοντας την πολιτική μας βούληση σε αρετή ενώπιον του ψηφοδελτίου.