Όλο περίμενε μοναχή και έρημη στα ξένα, έκανε όνειρα μήπως τη θυμηθεί κάποιος φίλος, ήθελε να τρέξει κοντά ένας δικός της, πρώτα χαϊδέψει τα ξύλα της, έπειτα συμμαζέψει τα σάπια σχοινιά και τη ξερή σκουριασμένη μηχανή κι ύστερα να βρεθεί κάποιος τρόπος, ώστε να επιστρέψει σε κείνα τα γνώριμα νερά, μόνο για να πεθάνει δίπλα στους καθαρούς θαλασσινούς που την αγάπησαν και πότισαν ιδρώτες, έσταξαν τη ζωή τους πάνω στο στενό φτωχό κορμάκι της.
Μα δε μιλάνε οι βάρκες, για κάποιους είναι ψόφια ξύλα, όμως η Ιμμακολάτα δεν ήταν όποια κι όποια. Μασούσε κι έφτυνε πετρωμένο αλάτι πάνω σε τέτοιους στεριανούς.
Ήταν καμωμένη από τα πιο μεγάλα όνειρα, χτισμένη με τέτοια αγάπη που πολύ πριν πέσει στο νερό ήταν προορισμένη να κερδίσει τις πιο μεγάλες δόξες και το όνομα της να γίνει αιώνιο συνώνυμο της αντρειοσύνης και της λεφτεριάς.
Το Φοινίκι στο τέλος της δεκαετίας του '30, κάποια από αυτές τις βάρκες ήταν η Ιμμακολάτα (από το βιβλίο Κάρπαθος, του Μιχαηλίδη-Νουάρου)
Στις αρχές της τρίτης δεκαετίας του 20ου αιώνα κι ένας παντόξενος, μετανάστης από την μάνα του ντουνιά, την Αίγυπτο, ξέμεινε στην Κάρπαθο. Στο νησί τον έλεγαν μπάρμπα-αράπη, μα δεν είχαν στο νου τους να τον κοροϊδέψουν, δεν ήταν λευκός και τους έκανε εντύπωση το έντονα σκούρο δέρμα του. Όχι βέβαια πως σε κείνο τον τόπο δεν γνώριζαν από πολυκοσμία, ακόμη κι ο Ιούλιος Βερν έγραψε για τους πειρατές και τα σκλαβοπάζαρα που έδιναν κι έπαιρναν στην πλατεία του χωριού!
Ο ξένος αυτός δούλευε με Κασιώτες εφοπλιστές και παντρεύτηκε τη Σοφία το γένος Χατζημανώλη στην Αρκάσα, ρίζωσε στον τόπο και θέλησε να βοηθήσει τα δυο ανήψια της γυναίκας του, τον Μιχάλη Πιττά και τον Κώστα Λαμπρίδη, μάλλον όταν τρία Φοινικιώτικα ιστιοφόρα χάθηκαν από μια άγρια θαλασσοταραχή (ήταν 10 Φλεβάρη 1936 όταν βούλιαξαν τα σκάφη των Κανάκη, Πατσουράκη και Πιττά).
Από τις οικονομίες μιας ζωής ο μπάρμπα αράπης έβγαλε 100 χρυσές λίρες, πλήρωσε κι έφτιαξε μια 7μετρη βάρκα, με μηχανή 7 ίππων μάρκας Scandis, την Ιμμακολάτα! Οι δυο νεαροί άντρες, τα ανήψια του, ήταν μεγαλωμένοι μέσα στη θάλασσα, ναυτικοί πριν ακόμη γεννηθούν, αυτό το δώρο θα έπιανε τόπο, θα γινόταν η ελπίδα, το καθημερινό τους μεροκάματο, έτσι δεν θα έφευγαν στα ξένα.
Το μικρό φυσικό λιμανάκι Φοινίκι ήταν η καρδιά της εμπορικής Καρπάθου, και βρέθηκε σε μεγάλη ακμή από το 1910 μέχρι τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο αφού ήταν το κεντρικό λιμάνι του νησιού. Τα μικρά ιστιοφόρα των Ηλ. Πατσουράκη, Νικ. Εμμανουηλίδη, Εμμ. Φελουζή. Κων. Πιττά και λίγο αργότερα η Ιμμακολάτα, των Πιττά-Λαμπρίδη, σα να τραβούσαν το νησί, το έφερναν λίγο πιο κοντά στα γειτονικά βράχια, με πρώτη την Κάσο, έπειτα την Κρήτη και έφταναν μέχρι τον Πειραιά.
Τα μικρά εμπορικά μαγαζιά των Βαρίκα, Γιαβάση, Πραξούλη, Καμαράτου, Οικονομίδη, ήταν στη σειρά κι από εκεί περνούσαν όλοι οι κάτοικοι για να φροντίσουν τις καθημερινές τους ανάγκες, εκεί ήταν και οι Ιταλοί με την καζάρμα τους, αλλά και το φυλάκιο της finanza, δηλαδή της οικονομικής αστυνομίας και το τελωνείου.
Η Ιμμακολάτα έστεκε περήφανη μέσα στον μικρό όρμο, γέμιζε εμπορεύματα πηγαινο-έφερνε κόσμο, κάθε τόσο πήγαινε για ψάρεμα. Μα ήταν ανυπόμονο βαρκάκι, αχόρταγη και παθιασμένη, όπως ταιριάζει σε ένα γνήσιο σκάφος, ήταν διαρκώς ερωτευμένη με τη θάλασσα, από τα πρώτα χρόνια του πολέμου φαινόταν η μοίρα της και ετοιμαζόταν για έναν αιώνιο ρόλο.
Βλέπεις οι ιδιοκτήτες της αψηφούσαν κάθε θαλασσινή πρόκληση! Άφηναν στην άκρη τους στεγνούς στεριανούς φόβους, ο Πιττάς έπιανε το διάκι κι ο Λαμπρίδης έλυνε και έδενε τη μηχανή με το ένα χέρι κι όταν έπιανε ο άνεμος τότε άφηναν το μικρό πανί να τους ταξιδέψει, να τους μουσκέψει κι εκείνοι σκάλωναν κι ένιωθαν πως έπιαναν την άκρη του ορίζοντα.
Τα Δωδεκάνησα, η Κρήτη, η Κάρπαθος ήταν οι στεριές, μα η απέραντη θάλασσα ήταν πιο στέρεα, πιο φιλόξενη και σίγουρα πιο εύκολη για την Ιμμακολάτα και τους δυο ιδιοκτήτες της. Όπως θυμάται ο δάσκαλος Νικολαϊδης «ετούτη η περήφανη βάρκα είχε τόση δύναμη που κάθε Μαρταπρίλη έσερνε 7 βαρκάκια στα ανοιχτά, για να ψαρέψουν τη Μένουλα»!
Η Ιμμακολάτα στην Κάσο εκτελούσε και χρέη λάντζας
Η αποτυχημένη προσπάθεια της Ιμμακολάτας να φτάσει στην Αίγυπτο
Ιταλοί κατακτητές, πόλεμος, υποταγή, αλλά και κρυφή ελπίδα. Το μικρό 7μετρο βαρκάκι συνέχισε να εξυπηρετεί τους κατοίκους ώσπου επιτάχθηκε με βία από τους Γερμανούς, συνέχισε τα δρομολόγια φορτωμένο τρόφιμα, εμπορεύματα, στρατιώτες και κατοίκους, όμως από τον Σεπτέβρη του 1943, τα όπλα έκαναν κουμάντο. Μάλιστα η βάρκα έμενε πολύ καιρό στην Κάσο κι ο καπετάν Μιχάλης Πιττάς τράβηξε μαζί τη γυναίκα και τα έξι παιδιά τους. Η Ιμμακολάτα έφερνε το ψωμί, κείνη λοιπόν θα κανόνιζε το πρόγραμμα της φαμίλιας.
Δεν ήταν όλοι οι στρατιώτες φιλοπόλεμοι, περίπου 15 Ιταλοί στρατιώτες προκειμένου να αποφύγουν τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως ή έναν άθλιο θάνατο μέσα στα βαπόρια που θα τους μετέφεραν οι Γερμανοί, διάλεξαν να αποδράσουν από την Κάρπαθο. Στο σχέδιο τους είχαν ένα κοντινό ερημονήσι κοντά στην Κάσο, τα Αρμάθια. Από εκεί θα έψαχναν τρόπο για να φτάσουν στην Κρήτη, τα έπαιζαν όλα για όλα και είχαν ελάχιστες ελπίδες.
Οι Γερμανοί έμαθαν για τους φυγάδες και οργάνωσαν αποστολή με την Ιμμακολάτα. Σε αυτήν επέβαιναν 3 Έλληνες ναυτικοί και 5 Γερμανοί στρατιώτες, ανάμεσα τους και ο Alfred Eickworth.
Σύμφωνα με την καταγραφή του αντιστασιακού-συγγραφέα Βάσου Γεραπετρίτη, ο Γερμανός αντιναζιστής Alfred σκότωσε τους άλλους 3 Γερμανούς και με την απειλή του όπλου πήρε τη βάρκα και ζήτησε να τραβήξουν για την Αίγυπτο. Ο Μιχάλης Πιττάς του εξήγησε ότι δεν υπήρχαν καύσιμα κι έτσι τράβηξαν για τη Κάσο, μα εκεί Ιταλοί κατάφεραν με διάφορα κόλπα να τον συλλάβουν. Μεταφέρθηκε και πάλι στην Κάρπαθο, αυτή τη φορά ο δύστυχος Alfred Eickworth ήταν δεμένος πιστάγκωνα στο άλμπουρο της Ιμμακολάτας, από το κρατητήριο απέδρασε με την βοήθεια κάποιου άλλου πολιτικού κρατούμενου-στρατιώτη του τάγματος 999, για δυο μήνες κρύφτηκε και περιπλανήθηκε στα βουνά που βρίσκονται στο κέντρο του νησιού αποφεύγοντας την σύλληψη. Το κυνηγητό για κομμουνιστή Alfred ήταν ανελέητο, μέχρι τις παραμονές της πρωτοχρονιάς 1944, όταν μυρίστηκε τον φυγά Γερμανό μια περίπολος, του επιτέθηκε και τον σκότωσε. Βρισκόταν στα μετόχια του χωριού Πυλές, το πτώμα του μεταφέρθηκε στην Αρκάσα και θάφτηκε, κάποια χρόνια αργότερα μια αντιπροσωπία Γερμανών μάζεψε τα απομεινάρια από τον τάφο του.
Αυτή ήταν η πρώτη αποτυχημένη απόπειρα της Ιμμακολάτας να ταξιδέψει για την Αίγυπτο.
Δεν υπήρχαν θαλασσινές κινήσεις του στρατού που να μην συμμετέχει η πασίγνωστη βάρκα! Μέχρι που οι Γερμανοί τα μάζεψαν κι έφυγαν από το νησί, οι ντόπιοι, με πρωτεργάτες τους Μενετιάτες, ξεσηκώθηκαν και κατάφεραν να βάλουν στην άκρη τους Ιταλούς που είχαν απομείνει.
Ήταν 5η Οκτώβρη 1944 όταν η Κάρπαθος απελευθερώθηκε με ίδιες δυνάμεις και σήκωσε πρώτη από όλα τα Δωδεκάνησα την Ελληνική σημαία!
Μετά τις πρώτες στιγμές του ξέφρενου ενθουσιασμού (ήταν το τέλος 550 χρόνων σκλαβιάς) έπρεπε να βρεθεί κάποιος τρόπος να ειδοποιηθούν οι σύμμαχοι στην Αίγυπτο, ασύρματος δεν υπήρχε και ήταν απόλυτη ανάγκη να καλυφθεί με στρατιωτικές δυνάμεις το νησί.
Αρχικά ρωτήθηκαν κάποιοι έμπειροι καπεταναίοι (στο λιμάνι των Πηγαδίων υπήρχε και το καϊκι ΚΑΛΛΙΟΠΗ του Καλύμνιου Μιχάλη Αντωνάκη), όμως το εγχείρημα ακουγόταν απίθανο ή καλύτερα, όπως είπαν κάποιοι έμπειροι παλιοί ναυτικοί, "κανένας δεν θα ξεκινούσε ένα τόσο παλαβό ταξίδι".
Όμως οι Πιττάς και Λαμπρίδης, 35χρονοι οικογενειάρχες, μάλιστα ο κάθε ένας είχε από έξι παιδιά, δεν λογάριασαν κινδύνους, δεν ένιωθαν φόβους για τη θάλασσα κι ότι υπήρχε στην επιφάνεια της.
Τελευταίες παράγραφοι από τη δισέλιδη επιστολή, το μήνυμα απελευθέρωσης, που μετέφερε η Ιμμακολάτα στους συμμάχους (Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΚΑΡΠΑΘΟΥ, Ιωάννης Οθείτης 1965)
Κάρπαθος-Αλεξάνδρεια, 300 μίλια δυσκολιών και απέραντης αγωνίας
Η Ιμμακολάτα ήταν στη διάθεση του αγώνα, εκείνη θα μετέφερε το μήνυμα της Επανάστασης της Καρπάθου, στα γρήγορα οργανώθηκε η επταμελής ομάδα που χρεώθηκε τη μεταφορά της επίσημης επιστολής.
Ήταν Τρίτη 10 Οκτώβρη 1944, από το χάραμα είχαν ξεκινήσει οι ετοιμασίες, φόρτωσαν κουλούρες, τυρί, νερό και χάϊδεψαν τα ξύλα της.
Επτά Καρπάθιοι έπαιρναν θέση μέσα στο μικρό βαρκάκι. Το πλήρωμα, εκτός από τους ψυχωμένους ιδιοκτήτες, καπετάν Μιχάλη Πιττά και τον μηχανικό Κώστα Λαμπρίδη, ήταν ο έμπειρος καπετάν Μανώλης Πατσουράκης (ο δράκος, όπως τον έλεγαν) και οι ναυτικοί Γεώργιος Ηλ. Χριστοδούλου και ο Νικόλαος Σταματάκης. Ακόμη δυο μέλη του επαναστατικού κινήματος Καρπάθου, μη ναυτικοί, πήραν μέρος στην αποστολή, ο Λάζαρος Κοσμάς και ο Σοφοκλής Οικονομίδης, που κρατούσε στα χέρια του το μήνυμα της απελευθέρωσης της Καρπάθου.
Η Ιμμακολάτα (στα επίσημα χαρτιά των επαναστατών είχε το όνομα Κάρπαθος) αναχώρησε με πρώτη στάση την Κάσο, από τους γείτονες θα έπαιρναν καύσιμα, χάρτες και μια πυξίδα, που ήταν απαραίτητη για να ταξιδέψουν στην Αλεξάνδρεια, όπως αφηγείτε ο δάσκαλος Νικολαΐδης «στην Κάσο υπήρχε η σκέψη να επιβιβαστεί και κάποιος διπλωματούχος καπετάνιος, όμως όταν είδαν το 7μετρο βαρκάκι έκαναν πίσω, μόλις ο καπετάν Μιχάλης Πιττάς είδε τη δυσπιστία διέταξε να πάρουν το μπούσουλα, να λύσουν τα σκοινιά και να αναχωρήσουν»!
79 ώρες πάλεμα με τη θάλασσα
Το απόγεμα της Δευτέρας, στις 9 Οκτώβρη έφυγαν από τη Κάρπαθο, διανυκτέρευσαν στη Κάσο και αναχώρησαν στις 10:00 της Τρίτης, 10/9, για το μεγάλο ταξίδι. Έδωσαν άφιξη την Παρασκευή 13 Οκτώβρη 17:00 στο Αμπουκίρ και την επόμενη μέρα, Σαββάτο 14 Οκτώβρη στις 19:00, κατάφεραν να δέσουν στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
Σύμφωνα με τις πρώτες δημοσιευμένες μαρτυρίες των επιβαινόντων, Οικονομίδη και καπετάν Πατσουράκη, το ταξίδι ήταν εξαιρετικά δύσκολο και επικίδυνο. Το πρώτο κείμενο που δημοσιεύεται στην εφημερίδα Καρπαθιακή, του πατριώτη γιατρού-συγγραφέα Γ. Γεωργίου, γράφεται από τον καπετάν Μανώλη Πατσουράκη, στο τεύχος Μαϊου 1954.
Με τίτλο «Το πρώτο μήνυμα της ελευθερίας» ο καπετάν Μανώλης (ο δράκος, όπως τον έλεγαν) περιγράφει την Ιμμακολάτα ως μια βάρκα 2,5 τόννων ταλαιπωρημένη, όπως γράφει «σε κακά χάλια», αφού είχε χρησιμοποιηθεί εντατικά κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Ο καπετάν Μανώλης μόλις άκουσε για την αποστολή έτρεξε στο χωριό Απέρι και δήλωσε την προθυμία του να λάβει μέρος, έτσι γράφει: «βρεμένοι ως το κόκκαλο δώσαμε μάχη και καταφέραμε να φτάσουμε στην Αίγυπτο...όμως η περιπέτεια δεν τελείωσε! Συλληφθήκαμε αμέσως μετά το φουντάρισμα, κλειστήκαμε μέσα, άρχισε η σωματική έρευνα και οι ανακρίσεις».
Αλλά και ο Σοφοκλής Οικονομίδης σε πολλές δημοσιεύσεις, αλλά και σε εκφωνημένους λόγους περιέγραψε τις δυσκολίες του ταξιδιού: «Δελφίνια χόχλαζαν γύρω από τη βάρκα...Στην τύχη της Καρπάθου άγρυπνος προστάτης και φρουρός η Παναγία... Υποχωρεί το σκοτάδι της νύχτας, ξημερώνει Παρασκευή. Ο καπετάν Μιχάλης 12 ώρες στην ίδια θέση. Τα πόδια του μες στο μπούκι, με το διάκι σφιχτά στα ξυλιασμένα χέρια καταβάλλει όση προσπάθεια μπορεί να προσφέρει.
Ο βοριάς το έβαλε πείσμα. Τα κύματα το ένα μετά το άλλο μας κυνηγάνε. Αναστενάζει ο Λαμπρίδη, σηκώνεται λίγο, το πρόσωπο του σα του αράπη. Οι καπνοί της μηχανής έχουν αλλάξει... Το πλοίο μας όλο και τρέχει. Η αγωνία, η συγκίνηση, η νηστεία, ο ήλιος, το αλάτι, αξύριστοι, ο ένας τον άλλον λυπάται...» (Σοφ. Οικονομίδης 5.10.1968).
Ο καπετάν Μιχάλης Πιττάς με σκυμμένο κεφάλι (στα αριστερά ένας Καλύμνιος ψαράς) όσο ζούσε δεν ήθελε να ακούει για τιμές και δόξες, δώρισε στην πατρίδα μαζί με τον Λαμπρίδη μια κόρη τους, την Ιμμακολάτα.
Η Χαμένη Ιμμακολάτα και οι ψευτο-υποσχέσεις των πολιτικών
Όλα πήγαν καλά, χαράματα 17 Οκτώβρη 1944, 2 εγγλέζικα αντιτορπιλικά (ΚΛΗΒΕΛΑΝΤ και ΤΕΡΨΙΧΟΡΗ στην επιχείρηση Captive) έφτασαν στην Κάρπαθο, πρώτοι βγήκαν οι 7 τολμηροί Καρπάθιοι που μετέφεραν το μήνυμα της Επανάστασης του νησιού, έτσι η Κάρπαθος κέρδισε μια απίστευτη πρωτιά, είναι το πρώτο ελεύθερο νησί της Δωδεκανήσου! Οι Εγγλέζοι έμειναν μέχρι τις 31 Μαρτίου 1947, όπου και παρέδωσαν τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα.
Μέσα στις χαρές και την παραζάλη της πατρίδας που αγκάλιαζε έστω και πληγωμένη την μικρή της κόρη, η υπόθεση της Ιμμακολάταςξεχάστηκε. Το μικρό βαρκάκι ξέμεινε δεμένο κι έρημο σε κάποιο ντόκο του λιμανιού της Αλεξάνδρειας. - Ποιος και γιατί να ενδιαφερθεί; ποιος να σκεφτεί να το μαζέψει; Οι Πιττάς και Λαμπρίδης είχαν από 6 παιδιά, μεγάλες φαμίλιες, που όμως έμεναν δίχως δουλειά μέσα στην ανέχεια και τη φτώχεια. Έδωσαν ότι πολυτιμότερο είχαν στον τόπο τους κι όμως κανένας δεν ενδιαφέρθηκε για κείνους. Ο Μιχάλης Πιττάς είδε κι αποείδε και έφυγε για τον Πειραιά, έμεινε 7 μήνες και πάλεψε να βρει δουλειά σε ένα βαπόρι, ώσπου έφτασε να δώσει δυο χρυσές λίρες σε κάποιους επιτήδειους που φρόντισαν να τον ναυτολογήσουν σε ένα φορτηγό κι έτσι για δυο χρόνια εξασφάλισε ένα μεροκάματο.
Γύρισε στο νησί, λίγο πριν το 1950 έπιασε καπετάνιος στο 23μετρο σκάφος ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ του Φελλουζή (εκεί δούλεψε ως μηχανικός και ο Λαμπρίδης), με το σκάφος κουβαλούσαν γύψο, επιβάτες και εμπορεύματα από την Κάρπαθο στον Πειραιά έτσι έγινε η πιο σταθερή συγκοινωνία με την πρωτεύουσα.
Τα επόμενα χρόνια ο ξεσηκωμός, το «Θαύμα της Καρπάθου» όπως γράφτηκε, αναγνωρίστηκε ως επίσημη αργία του νησιού με το διάταγμα Βασ. Διάταγμα 157 την 25/2/1969.
Οι Μενετές είχαν το θάρρος, την υποχρέωση και την υπευθυνότητα να σηκώσουν πιο ψηλά το μήνυμα της απελευθέρωσης, ωστόσο εξίσου σπουδαίες γιορτές μνήμης γίνονται στο Φοινίκι της Αρκάσας και στο χωριό Απέρι, όπου και υπογράφησαν οι συμφωνίες ανάμεσα στους Επαναστάτες και τους Ιταλούς, εκεί οργανώθηκε η πρώτη ελεύθερη διοίκηση του νησιού, έτσι κάθε Οκτώβρη η ιστορία της θρυλικής ΙΜΜΑΚΟΛΑΤΑΣ γίνεται αφορμή για γόνιμες συζητήσεις.
Ακόμη και το Βασιλικό ζεύγος, που πέρασε από την Κάρπαθο στις 14 Οκτωβρίου 1948 με το αντιτορπιλικό ΑΣΤΙΓΞ, όπως θυμούνται τα παιδιά του καπετάν Μιχ. Πιττά, υποσχέθηκαν στους Πιττά-Λαμπρίδη ένα οικόπεδο στη Δραπετσώνα του Πειραιά! Αλλά και πολλοί από τους πολιτικούς, που βρέθηκαν στο Φοινίκι και έμαθαν για τη χαμένη Ιμμακολάτα, έταζαν... λαγούς με πετραχήλια!
Παρόλα αυτά, τις γνήσιες ενέργειες του Δημάρχου Μακρή, τα δάφνινα στεφάνια και τις υποσχέσεις των δεκάδων περαστικών κυβερνητικών αξιωματούχων, δεν δόθηκε ούτε μια μικρή αποζημίωση, ή έστω ένα κουπί στους ιδιοκτήτες της βάρκας, η ΙΜΜΑΚΟΛΑΤΑ, που σήμερα όλοι την την μνημονεύουν και την τιμούν, χάθηκε σιωπηλά κι άδικα.
Το όνομα της επτάμετρης βάρκας, Ιμμακολάτα, έρχεται από ένα ιταλικό γυναικείο όνομα συνώνυμο της Παρθένου Μαρίας, πρόκειται για το χαμένο σύμβολο ενός μεγάλου αγώνα, μια υπόθεση που ακόμη και σήμερα πονάει τις οικογένειες των δυο ναυτικών.
- Άραγε πόσο διαφορετικά θα είχε γραφτεί η ιστορία εάν δεν γινόταν η αποστολή της Ιμμακολάτας ή εάν η βάρκα δεν κατάφερνε να φτάσει στην Αίγυπτο;
Πόσο κρίμα που δεν κατάφερε να ζήσει, για να σηκώσει τη γαλανόλευκη, ακόμη πιο μεγάλο κρίμα το ότι δεν νιώθουμε τη φωνή μιας βάρκας, ένα σκάφος θα είχε τόσα να πει και θα ήταν όλα απέριττες αλήθειες...