Μέσα σε μια ξαφνική μπόρα, σαν όλα εκείνα που σφραγίζουν τη μνήμη μας, σερβιρίστηκε το αυγουστιάτικο πρωινό καφεδάκι. Στο παραδοσιακό καφενείο «Η Συνάντηση», όπως έγραφε η ξύλινη επιγραφή, δυο μικρά κομμάτια κέικ βουτύρου μάς υποδέχτηκαν, σ' ένα τραπέζι απ' όπου θάλασσα και Χωριό (όπως το ονομάζουν οι κάτοικοι, και όχι Χώρα) απλώνονταν σαν πέτρινο χαλί προς τα σημεία του ορίζοντα. Η Κίμωλος, εκείνο το πρωί, άνοιγε τα παράθυρά της, στην πρωτοφανή αυγουστιάτικη βροχή και σε ό,τι εκείνη έφερε στο πέρασμά της.
Περίπου 30 λεπτά μακριά από τα Πολλώνια της Μήλου, το μικρό νησάκι των Κυκλάδων, με έκταση περίπου 36 τετρ. χιλιομέτρων, με τους σχεδόν 600 μόνιμους κατοίκους, μύριζε αρώματα από τις ψαρόβαρκες, τις φραγκοσυκιές, τους αμέτρητους βασιλικούς, που φυτρώνουν στις χαραμάδες των τσιμεντένιων μικρών δρόμων και στις αυλές των κιμωλιάτικων σπιτιών. Το μοναδικό οδικό δίκτυο, με το μικρό λεωφορείο, που μοιάζει με τουριστικό βαν, διέσχιζε την στενή άσφαλτο, που πάντοτε καταλήγει σε χωματόδρομο, οδηγώντας στις μικρές, ημι-οργανωμένες παραλίες με τα γαλανά και κυπαρισσί νερά, άλλοτε με άμμο και άλλοτε με λευκό βότσαλο.
Η Κίμωλος, με το 1 βιβλιοπωλείο, τα 3-4 μίνι μάρκετ, τους 2 φούρνους, τα λιγοστά μπαράκια και τα μικρά ρεστοράν, το σχολείο, τις περισσότερες από 80 εκκλησίες, την Πολύαιγο, που αποτελεί το μεγαλύτερο μη κατοικήσιμο νησί του Αιγαίου, αποπνέει την αύρα κάποιου πρωτόγονου μινιμαλισμού. Στην Κίμωλο οι άνθρωποι μέσα στο περιβάλλον τους, παραμένουν αυτάρκεις, στην φειδώ των αγαθών, που τους δίνει ο βραχώδης τόπος τους. Μέσα σ' αυτήν την πληρότητα των στιγμών, οι κάτοικοι του νησιού καλωσορίζουν -κάθε καλοκαίρι- όλους εμάς, που εισβάλλουμε στην ησυχία και απολαμβάνουμε την φιλοξενία τους. Το τυπικό, αρχιτεκτονικό, κυκλαδίτικο τοπίο του νησιού, υφαίνει τον ιστό της καλαισθησίας με μικρά μυστικά, κρυμμένα στην πρωτοβουλία εκείνων που μετατρέπουν την «στέρηση» σε δημιουργία. Και ένα από εκείνα που στερείται η Κίμωλος είναι ο κινηματογράφος.
Το προηγούμενο βράδυ, επιστρέφοντας στην σκηνή, που ελεύθερα είχαμε στήσει στην παραλία της Αλυκής, είδα τον εαυτό μου να στέκεται έκθαμβος μπροστά στο θέαμα του. Σαν όνειρο, αναδύθηκε από τον ήχο του νερού, σιγοψιθύριζε με τα σουρσίματα των σκύλων ανάμεσα στους θάμνους της παραλίας, ταλαντευόταν με τα αναμμένα φαναράκια, που είχαν στήσει στην άμμο, και οδηγούσαν στο ωραιότερο σινεμά, που επισκέφθηκα ποτέ στην ζωή μου. Το λευκό πανί είχε τοποθετηθεί στο χείλος της εκπνοής του κύματος, επάνω στην παραλία, ενώ μπροστά και γύρω του, μικρές πλαστικές, λευκές καρέκλες φιλοξενούσαν την καλοκαιρινή ανθρώπινη μάζα.
Η έκστασή μου, τόσο έντονη, που βάλθηκα να ψάχνω τον ιθύνοντα νου, ο οποίος γέμισε με τέχνη τον αέρα της θάλασσας. Όσους κι αν ερώτησα, όλοι με έστελναν σ' έναν άνθρωπο, τον «εμπνευστή όλων αυτών», όπως μου έλεγαν, τον Φώτη. Ο Φώτης Μαρινάκης, 33 χρόνων, μόνιμος κάτοικος Κιμώλου, τεχνολόγος γεωπόνος, παντρεμένος και πατέρας, αν και μεγάλωσε στην Αθήνα, μόλις τελείωσε τις σπουδές του στη Θεσσαλονίκη, είχε μεράκι να επιστρέψει στον τόπο καταγωγής του, όπως και έκανε το 2006. «Η Κίμωλος σε τραβάει. Πάντοτε ήθελα να ζήσω εδώ. Δεν ήρθα εξ ανάγκης, ήρθα επειδή αγαπούσα το νησί», μου είπε πίνοντας το παγωμένο ποτήρι μπύρας.
Κι έτσι όπως προσπαθούσα σ' ένα κομμάτι χαρτί, να αποτυπώσω τα όσα ενδιαφέροντα και βγαλμένα σχεδόν από μια άλλη -πασπαλισμένη με ανιδιοτέλεια- εποχή, άκουγα, όλο και περισσότερο χαιρόμουν γι' αυτήν την απροσδόκητη συνομιλία, που έφερε η ξαφνική αυγουστιάτικη βροχή. Ο Φώτης, άνθρωπος με ιδιαίτερες ευαισθησίες, άμεσος, καθάριος, ειλικρινής, ενσαρκώνει την απλότητα των ζωτικών νοημάτων, μεταλαμπαδεύοντας την ελπίδα σε όλους εμάς, που ξεχνούμε πως οι δυσκολίες, οι απογοητεύσεις, οι συνήθειες, δεν είναι παρά οι σκόπελοι που χτίζουν τον βουνό της ζωής.
«Όταν το 2010 έχασα την μητέρα μου, όλο αυτό που ένοιωθα ξέσπασε στον εθελοντισμό», μου είπε. Τότε, στην πρωτοβουλία του ορειβατικού συλλόγου Ε.Π.Ο.Σ. Φυλής, που έστειλε εθελοντές για να καθαρίσουν τα μονοπάτια της Κιμώλου, έγινε εθελοντής, κι έπειτα το 2011 δημιούργησε την δική του εθελοντική ομάδα «Κιμωλίστες», που το 2013 πήρε -πλέον- την πολιτιστική της ταυτότητα. Στην αρχή, την ομάδα απάρτιζαν 4-5 μέλη, ενώ σήμερα μαζί με τον ίδιο, μονάχα δύο. Όπως -όμως- επεσήμανε «η ψυχή μετράει, όχι το πόσα άτομα συμμετέχουν στην ομάδα».
Σ' αυτήν την προσπάθεια «σημαντική είναι η βοήθεια του Αντιδημάρχου κου Τάκη Σάρδη και του τωρινού Δημάρχου της Κιμώλου κου Κωνσταντίνου Βεντούρη, ο οποίος είναι ντόπιος και μας δίνει την ευχέρεια να πραγματοποιούμε τις δράσεις μας», ανέφερε ο Φώτης. Μέχρι στιγμής, έχουν -μεταξύ άλλων- πραγματοποιήσει εκδρομές με κανό, πεζοπορίες σε μοναχικές παραλίες, εκδρομή στην Πολύαιγο με παραμονή το βράδυ στο νησί, όπου προσέφεραν στους συμμετέχοντες φαγητό και ποτό, εικαστικές εκθέσεις, βραδιές με παραδοσιακούς χορούς. «Ο χορός μας ένωσε. Έφερε στην παρέα άτομα, επαγγελματίες, που δεν θα περίμενες να δεις», μου είπε, με μια υπερηφάνεια για εκείνες τις διοργανώσεις.
Το περσινό καλοκαίρι ξεκίνησε η ιδέα του θερινού σινεμά, αφού στο νησί δεν υπάρχει κάποια αίθουσα προβολής. «Έφυγα από την Αθήνα και εκείνο που μου έλειπε ήταν ο κινηματογράφος», εξήγησε ο Φώτης. Έτσι αγόρασε το πανί, τον προτζέκτορα, τα ηχεία και μέσα σε λίγο διάστημα παρείχε στους συγχωριανούς τους ό,τι δεν είχαν μέχρι τότε. Βασική του επιθυμία ήταν να περιφέρει τον υπαίθριο σινεμά σε όμορφες τοποθεσίες, όπως στις παραλίες, είτε σε μέρη όπου για πολλά χρόνια παρέμεναν αναξιοποίητα. «Με ενδιαφέρει το αισθητικό αποτέλεσμα», μου είπε, «όπως για παράδειγμα θυμάμαι, όταν παίξαμε το "Σινεμά ο Παράδεισος" στην πλατεία Γιωργηλά (την κεντρική πλακόστρωτη πλατεία του Χωριού με το πετρόκτιστο πηγάδι), όπου σ' αυτήν την πλατεία είχε να προβληθεί κάτι από το 1960 περίπου. Η πλατεία γέμισε από κόσμο».
Σκεπτόμουν, όσο ο Φώτης με πάθος μιλούσε, πως ετούτοι οι άνθρωποι, που είτε λόγω συνθηκών, είτε λόγω απόφασης, έμαθαν να δαμάζουν τις επιθυμίες τους, ανάμεσα στο απέραντο του Αιγαίου Πελάγους και το βραχώδες αναφιλητό των βουνών τους, σκιρτούν για το ξύπνημα της τέχνης, που στο διάβα των μηνών, ανασύρεται ως ισχυρό διεγερτικό, για το χειμώνα που πάντοτε τους ακολουθεί. Είναι που η Τέχνη λειαίνει τις ελλείψεις, αναταράσσει το πνεύμα, χορταίνει την απόλαυση, είναι που και αυτή η νησιώτικη, παιδεμένη, μοναχική ψυχή χαιρετίζει την αστική «πρόοδο», υπό το πρίσμα της δικής της πολιτισμικής ταυτότητας.
Μου φάνηκε πως κάθε μέρα, για τους Κιμωλιάτες γράφεται ένα σενάριο, που το σκηνοθετεί η παλίρροια, η μπονάτσα, ο μαΐστρος, με πρωταγωνιστή το ανθρώπινο φορτίο, σαν επιπλέει στα χειροποίητα πλακόστρωτα σοκάκια του νησιού. Κι αυτό το σενάριο μπορεί να μην κάνει επίσημη πρεμιέρα σε κάποια αίθουσα θερινού σινεμά, εν τούτοις, αποτυπώνεται στην αγάπη του εθελοντισμού, που το φέρνει πιο κοντά με τις διάφορες μορφές τέχνης. Γιατί για ένα γνήσιο «πνεύμα εθελοντισμού» πρόκειται!
Κι ο εθελοντισμός, ένα από τα παιδιά της τέχνης είναι, όταν δεν αποτελεί «εθελοντισμό της Κυριακής». Για τον Φώτη, ο οποίος έλαβε το 2014 το «Βραβείο Αντωνιάδου», Βραβείο Εθελοντισμού που πρώτη φορά δόθηκε σε μόνιμο κάτοικο Κιμώλου, αντί σε κάτοικο της Μήλου, ο εθελοντισμός είναι μέρος της καθημερινότητάς του. «Ξυπνάω το πρωί και σκέφτομαι την ομάδα μαζί με την οικογένειά μου», μου είπε.
Την επομένη το πρωί θα παίρναμε το πλοίο, αποχαιρετώντας την Κίμωλο. Η καλοκαιρινή νοσταλγία διαπέρασε τον νου μου, σαν παιδική στενοχώρια, για ό,τι πίσω μου θα άφηνα. Θυμήθηκα αίφνης ό,τι ο Φώτης μου απεκάλυψε. «Αν θες να ζήσει την καθαρότητα του πνεύματος, πρέπει οπωσδήποτε να έρθεις τα Χριστούγεννα, που μαζευόμαστε πολλοί και λέμε τα παραδοσιακά κάλαντα της Κιμώλου, με βιολί και λαούτο και ο κόσμος μάς κερνάει ό,τι έχει», μου είχε πει. Και ό,τι η Κίμωλος μάς κέρασε ετούτο το καλοκαίρι απαντούσε στη σημασία της απλότητας μέσα στην απεραντοσύνη της θαλασσινής ψυχής της.