«Γιατί δολοφονήσατε τον σύζυγό μου;» ρώτησε τον Δημήτρη Κουφοντίνα η Ντόρα Μπακογιάννη, δήμαρχος της Αθήνας εκείνη την περίοδο και χήρα του Παύλου Μπακογιάννη, που δολοφονήθηκε το 1989. «Διαβάστε την προκήρυξή μας», ήταν η ωμή απάντηση του. «Εξηγεί πολύ καλά τους λόγους».
Η απάντηση Κουφοντίνα επιβεβαιώνει την τότε αλλά και την τώρα- είμαι σχεδόν σίγουρος - αντίληψη του για το πολιτικό περιβάλλον κι ας έχουν μεσολαβήσει 15 χρόνια φυλακής.
Μια αντίληψη που χαρακτηρίζεται από μια βάρβαρη, άκριτη χρήση βίας, χωρίς καμία στρατηγική, κανένα σχέδιο, καμία επικεντρωμένη εκστρατεία, καμία επίθεση στην καρδιά μιας «δημοκρατίας που αυτοαναιρείται» για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του Κουφοντίνα στο δικαστήριο. Ο Κουφοντίνας και η 17Ν υιοθέτησαν την ιδέα ότι μια δημοκρατία σαν την Ελληνική που αυτοαναιρείται καθιστούσε αναγκαία την βία και την τρομορατία στην οποία κατέφυγε η οργάνωση.
Μόνο που, στην πραγματικότητα, εκείνο που τελικά διεξήγαγε η 17Ν για είκοσι επτά ολόκληρα χρόνια δεν ήταν ένας πόλεμος ψυχολογικής φθοράς ενάντια σε μια ομολογουμένως προβληματική δημοκρατία αλλά μια καμπάνια σποραδικών δολοφονιών. Η φιλοσοφία Κουφοντίνα ήταν ουσιαστικά η φιλοσοφία του πιστολιού αγνοώντας τη βασική αρχή ότι η βία δεν πρέπει να υποκαθιστά τον πολιτικό στόχο, ούτε να τον ακυρώνει. Και γι'αυτό η καμπάνια της 17Ν ήταν από την αρχική σύλληψη της καταδικασμένη να αποτύχει.
Το γεγονός ότι ο Δημήτρης Κουφοντίνας αρνείται τόσα χρόνια να απαρνηθεί το παρελθόν του δεν μου κάνει την παραμικρή εντύπωση. Λόγια μετάνοιας και αποκήρυξης απο το στόμα του δεν πρόκειται να βγούν. Γιατί; Γιατί, δεν μπορείς να περιμένεις από έναν άνθρωπο που δεν προσπάθησε ποτέ να αποποιηθεί των ευθυνών του, να απαρνηθεί το παρελθόν του.
Το'χω ξαναγράψει: Τον Κουφοντίνα πολλοί Έλληνες τον διαβάζουν και αγοράζουν τα βιβλία του ανά χιλιάδες γιατί, όσο προκλητικό και σκαναδαλώδες κι αν ακούγεται, τον σέβονται. Θεωρούν ότι έχει αξίες. Αξίες βαμμένες με αίμα, θα συμφωνήσω, αλλά αξίες ακλόνητες. Το καλοκαίρι το 2002 ο Κουφοντίνας είχε τη δυνατότητα να διαφύγει και να χτίσει μιαν άλλη ζωή μακριά απο πράγματα και καταστάσεις που θα μπορούσαν να τον προδώσουν. Δεν το έκανε. Επέλεξε να παραδοθεί και να αναλάβει την ευθύνη των πράξεων του.
Λοιπόν, αυτή η Ελληνική «δημοκρατία που αυτοαναιρείται» με τα τόσα προβλήματα και τα τόσα ελαττώματα δείχνει να βρίσκει την δύναμη να φανεί, έστω και με καθυστέρηση, ηθικά ανώτερη και πολιτικά γενναιόδωρη με εκείνους που προσπάθησαν με τόσο φανατισμό και λύσσα να την δολοφονήσουν.
Οι σύγχρονες δημοκρατίες, όμως, τιμωρούν, δεν εκδικούνται. Και η ελληνική δημοκρατία εν έτει 2017 δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποτελέσει εξαίρεση. Κάτι που οι συγγενείς-θύματα της τρομοκρατίας μέσα στον απόλυτα δικαιολογημένο θυμό και τη συγκινησιακή φόρτισή τους δεν είναι διατεθειμένοι να αποδεχτούν. Όμως, μια λογική παρατεταμένης βεντέτας από το ελληνικό κράτος απέναντι στους ηττημένους τρομοκράτες το μόνο που θα καταφέρει είναι να τροφοδοτήσει και να πολλαπλασιάσει τα αίτια και την μεταδοτικότητα του μίσους και της βίας.
Η απόφαση του Συμβουλίου των Φυλακών να κάνει δεκτό το αίτημα Κουφοντίνα για χορήγηση 48ωρης άδειας ήταν, για τα ελληνικά πολιτικά και ιδεολογικά δεδομένα, μια απόφαση δύσκολη αλλά και γενναία. Μια απόφαση γεμάτη συμβολική αξία και ρεαλισμό που σηματοδοτεί το κλείσιμο μιας ιστορικής περιόδου που έχει ξεπεραστεί.
Το πιο πρόσφατο βιβλίο του Γ. Κασιμέρη «Ακραία Φαινόμενα Διαρκείας: Βία και Τρομοκρατία στη Μεταπολίτευση», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.